Globmediteranea: Ή αλλιώς διεθνισμός στη μουσική στην Τήνο
Εντυπώσεις από το Tinos World Music Festival που διοργανώθηκε στο νησί 2-4 Ιουλίου.
Τρεις Ιουλίου. Πρωινό καράβι από Ραφήνα γεμάτο παιδιά που τα σηκώνουν οι γονείς τους το ένα μετά το άλλο, να δουν από το παράθυρο της γέφυρας τον καπετάνιο. Προορισμός η Τήνος και αφορμή το World Music Festival, ένα τριήμερο μουσικό συμβάν, που διοργανώνεται στο νησί από το 2013 υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Μάρθας Μαυροειδή.
Το φεστιβάλ, όπως διαβάζουμε, «παρουσιάζει τη σύγχρονη μουσική δημιουργία και αναδεικνύει τον τεράστιο πλούτο των λαϊκών παραδόσεων της Ελλάδας, των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, μέσα από το έργο σημαντικών καλλιτεχνών που αφομοιώνουν με δημιουργικό τρόπο τις παραδοσιακές μουσικές του τόπου τους».
Ο τίτλος μουσική του κόσμου (world music), ένας τίτλος «ομπρέλα» που συμπεριλαμβάνει αρκετά διαφορετικά είδη, συνδετικός ιστός των οποίων είναι η σχέση τους με την παράδοση, τονίζοντας τον διεθνικό και διεθνιστικό τους χαρακτήρα. Την πρώτη μέρα, την οποία έχασα καθώς υποχρεώσεις με κράτησαν στην Αθήνα, τα κρητικά των ντουέτων «Αντάμα» (Ειρήνη Δερέμπεη και Κάρολος Κουκλάκης) μοιράζονται διαδοχικά την ίδια σκηνή με «μία μουσική παράσταση αυτοσχεδιασμού, όπου το κλαρίνο της παράδοσης συναντά τη μουσική του κόσμου, μεταξύ Ανδαλουσίας και Βηρυτού». Στη σκηνή, οι Διονύσης Θεοδώσης, Πασχάλης Παπαζούδης και Δημήτρης Σίντος υφαίνουν δεσμούς ανάμεσα στις δύο άκρες της μεσογείου.
Η ιδέα αυτής της συνάντησης διατρέχει ολόκληρη τη διοργάνωση. Συνάντηση ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, την Ανατολή και τη Δύση, το παρόν και το παρελθόν, το εδώ και τον κόσμο. Σαν μία σπειροειδή διαδρομή στις παραδόσεις και στη συγχρονικότητα εκτυλίσσονται όλα τα συμβάντα του φεστιβάλ σε μία συνεχή πράξη αλληλεπίδρασης.
Στη δεύτερη ημέρα, στο υπαίθριο, ευρύχωρο γήπεδο μπάσκετ του 1ου Δημοτικού σχολείου Τήνου, τοποθετημένοι ακριβώς πίσω από τον κεντρικό κύκλο, που ορίζει το μέσο της προσωρινής σκηνής, οι Χάρης Λαμπράκης και Νίκος Παραουλάκης στο νέυ μαζί με τον Σόλη Μπαρκή στα κρουστά δημιουργούν ένα πλέγμα ανάμεσα στο παρελθόν και το τώρα. Η συναυλία ξεκινά με τον ήχο του ocean drum που επιμένει διακριτικά και μετατρέπεται σε ένα ηχητικό περιβάλλον πάνω στο οποίο ξεκινά μία καλίμπα (Μεσόγειος λοιπόν και Αφρική).
Μία πολλαπλή κατάφαση που επιτείνει την παρουσία μας σε έναν τόπο περικυκλωμένο από θάλασσα, αρχές καλοκαιριού. Μαλακά με μακριές τενούτες[2], το χαρακτηριστικό φύσημα της αναπνοής και τον γλυκό τους ήχο, μπαίνουν τα δύο νέυ. Η πρώτη μου συναυλία μετά από πολύ καιρό. Ακουμπώ με ανακούφιση στην πλάτη της καρέκλας επιτρέποντας τον ήχο να εισχωρήσει. Η γαλήνη της λόγιας οθωμανικής μουσικής, διαλέγεται με πιο έντονους χορευτικούς σκοπούς, τη ζωηράδα των οποίων ενισχύουν οι χτύποι του μπεντίρ. Βυθίζομαι άλλοτε σε μία ηχητική ατμόσφαιρα που με περιβάλλει και ταξιδεύω, ενώ, άλλοτε, ξεδιπλώνομαι στη θέση μου καθώς με κινεί ο ρυθμός. Στο δεκάλεπτο διάλειμμα που μεσολαβεί για το δεύτερο μέρος αισθάνομαι να αντηχεί ακόμη κυματοειδής ήχος των δύο νέυ.
Τη σκυτάλη αυτής της αντήχησης παίρνει στο δεύτερο μέρος ο ήχος του καβάλ. Ο βαλκανικός αυτός ξύλινος αυλός «που στάζει μέλι», τον οποίο παίζει ο Nedyalko Nedyalkov, διαλέγεται με τη φωνή της Μάρθας Μαυροειδή σε ένα λίγο θλιμμένο βουλγάρικο τραγούδι του γάμου. Ο καθαρός ήχος της λάφτας (που παίζει επίσης η Μαυροειδή) μπλέκεται με εκείνο τον πιο γκρουβαριστό του κοντραμπάσου (Γιώργος Βεντούρης), των ντραμς (Βαγγέλης Καρίπης) και των πλήκτρων (Πασχάλης Παπαζούδης) και μας εισάγουν στο περισσότερο γνωστό μας Άρωμα.
Οι πιο διακριτά παραδοσιακές μελωδίες μπολιάζονται έπειτα μέσα από sections αυτοσχεδιασμού. «Βαλκανική τζαζ» σκέφτομαι, και μου φαίνεται ετούτος ο «φολκλορικός» χαρακτήρας πολύ συμβατός με τη τζαζ. Άλλωστε οι ρίζες της αμερικανικής τζαζ, της μήτρας όλων των άλλων, εντοπίζονται στην έστω και ανισομερή πρόσμειξη ανάμεσα στις μουσικές και τους ρυθμούς των αφροαμερικανών που οδηγήθηκαν στη βόρεια Αμερική ως σκλάβοι και το ρεπερτόριο των ευρωπαίων μεταναστών.
Οι συναντήσεις αυτές που κάποτε περιοριζόταν περισσότερο από τη γεωγραφία, σήμερα σε μία εποχή έντονων ρυθμών παγκοσμιοποίησης, εκτείνονται διατλαντικά όπως μας αποδεικνύει το κομμάτι Κάτι σαν Σάλσα που παρουσιάστηκε και περιλαμβάνεται την καινούρια δουλειά του Nedyalkov με τον ενδεικτικό τίτλο Globalkan. Στη Βουλγαρία μοιάζει να συμβαίνει μία αντίστοιχη διαδρομή με εκείνη της ανακάλυψης και οικειοποίησης εκ νέου της παράδοσης στην Ελλάδα, σπερματικά μετά την επταετή δικτατορία και ιδιαίτερα πυκνά στον 21ο αιώνα.
Στην αυλή του μουσείου Μαρμαροτεχνίας, μεσημέριΤην επόμενη μέρα, πριν τις συναυλίες λαμβάνουν χώρα δύο μονόωρα εργαστήρια. Η Μάρθα Μαυροειδή, σε ένα κομμάτι της αυλής που βρίσκεται περιμετρικά του Μουσείου Μαρμαροτεχνίας στον Πύργο διδάσκει σε μία μικρή ομάδα παιδιών και ενήλικων δύο τραγούδια συνδεδεμενα με την Ελληνική Επανάσταση. Τραγουδά μία-μία τις φράσεις, τις οποίες αντιφωνικά επαναλαμβάνουμε. Μένω για λίγο μαζί τους, παρασύρομαι και τραγουδώ πριν περάσω από το δεύτερο σεμινάριο γνωριμίας με τη νησιώτικη ζύγια.
Ο πολύ νέος Ακριβός Ζερβός παρουσιάζει την τσαμπούνα, μέσα από περιγραφές κατασκευής του οργάνου, ιστορικές πληροφορίες και προσωπικές αφηγήσεις. Καθώς αυτό το δεύτερο εργαστήριο συμβαίνει πλάι στη σκηνή και τελειώνει λίγο νωρίτερα γιατί πρέπει να ξεκινήσει το soundcheck, επιστρέφω στην ομάδα που τραγουδά με θέα τις ξερολιθιές. Στο κλείσιμο, ένα από τα παιδιά, καθώς διπλώνει προσεκτικά τις φωτοτυπίες για να τις πάρει μαζί του λέει: έχω δύο τραγούδια στην τσέπη μου. Χαμογελώ με την ποιητική της φράσης που υπερβαίνει την κυριολεξία της και την κρατώ στο δικό μου συγγραφικό οπλοστάσιο.
Στις 9:00 έχει ήδη μαζευτεί αρκετός κόσμος στην αυλή του μουσείου Μαρμαροτεχνίας. Η βραδιά ανοίγει με το σχήμα Medusa Bras Band (Peter Jaques, Fausto Sierakowski, James Wylie, Somenico Bonassi, Πάνος Γουρνάκης και Δημήτρης Κάσσης), ένα σχήμα βαλκανικής μουσικής στο οποίο αποτελείται από έναν Γάλλο έναν Αμερικάνο, έναν Νεοζηλανδό, έναν Ιταλό και δύο Έλληνες.
Globalkan σε επίπεδο καταγωγών σκέφτομαι, και συλλογίζομαι τη μουσική, με την ελλειπτική της μα συμπεριληπτική γλώσσα, σαν έναν τόπο συνάντησης μέσα στις πρόβες, τις συναυλίες και τα πανηγύρια. Ένα νταούλι και πέντε χάλκινα πνευστά (μία τρομπέτα, δύο σαξόφωνα, ένα ευφώνιο και μία μεγάλη ιδιαίτερη τούμπα) μας ξεσηκώνουν. Οι οδηγίες της ΚΥΑ ωστόσο σαφής: Δεν επιτρέπεται ο χορός. Αρκετοί φαίνεται να αδημονούν να χορέψουν, ωστόσο σέβονται τις οδηγίες των διοργανωτών. Οι παραδόσεις των Σλάβων, που βρέθηκαν στη βόρεια Ελλάδα για χρόνια σε μία μετέωρη κατάσταση αντιμετωπίζοντας πολιτική γλωσσικής αφομοίωσης, έχουν κατακτήσει εδώ και χρόνια το ελληνικό κοινό.
Προσωπικά, γνώρισα τις μουσικές τους μέσα από τις ταινίες του Κουστουρίτσα και τις συνθέσεις του Μπρέγκοβιτς, στους ήχους των οποίων έχω χορέψει ξέφρενα σε πάρτι και «γιορτές πόλης». Με «γαργαλάνε» και εμένα, όπως αρκετούς γύρω μου, «τα πόδια μου». Ωστόσο θέλουμε όλοι περισσότερο από όλα να συνεχιστεί απρόσκοπτα η συναυλία χωρίς να έρθουν σε δύσκολη θέση οι διοργανωτές.
ό άσκαυλος των Κυκλάδων: ακούγοντας την ντοπιολαλιάΗ βραδιά κλείνει με τρεις νεαρούς τσαμπουνιέρηδες (Θεόδωρος Χίου, Ακριβός Ζερβός, Σταύρος Λαρίος) από τις Κυκλάδες και συγκεκριμένα από την Άνδρο, την Τήνο και τη Σύρο που συνοδεύονται από δύο μουσικούς (Γιάννης Μιχαήλ, Κωνσταντίνος Βιδάλης).
Η Μάρθα Μαυροειδή, έθεσε την επιλογή για αυτό το κλείσιμο πολύ όμορφα: «δεν μας ενδιαφέρει μοναχά να απλώνουμε τα πλοκάμια μας σε όσο πιο μακρινούς προορισμούς γίνεται, αλλά να έχουμε και μία επαφή με την κοινότητα των ντόπιων μουσικών, οπότε σε λίγο θα ακούσουμε ντοπιολαλιά».
Η τσαμπούνα, ένα όργανο με μακριά ιστορία στα νησιά των Κυκλάδων που παραγκωνίστηκε από το βιολί, φαίνεται να γνωρίζει μία αναβίωση τα τελευταία χρόνια, με πύκνωση στον 21ο αιώνα. Αν κάποτε η παραδοσιακή μουσική αντιμετωπίστηκε με κάποια υποτίμηση –ίσως από κάποιους και καχυποψία για τις εθνικιστικές συνδηλώσεις που έφερε συνδεδεμένη με τη χούντα- από τη Μεταπολίτευση και έπειτα, πιο δειλά στην αρχή πιο πυκνά από το τέλος της δεκαετίας του 1990, μουσικοί και κοινό στην Ελλάδα μοιάζει συνεχώς να επαν-ανακαλύπτουν τις εντόπιες μουσικές παραδόσεις.
Ώθηση σε αυτή την τάση έδωσαν ενδεχομένως ταυτόχρονα πολλά συμβάντα: η θέσπιση των μουσικών σχολείων (το πρώτο ιδρύθηκε στην Παλλήνη το 1988 ενώ σήμερα υπάρχουν ήδη 48), η ίδρυση των Πανεπιστημίων που θεραπεύουν το αντικείμενο της μουσικής (ΑΠΘ 1984, ΕΚΠΑ 1991, Ιόνιο 1992, ΠΑΜΑΚ 1998,Τει Ηπείρου 1999), η ορατότητα που έδωσαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην παραδοσιακή μουσική (ειδικές εκπομπές), η ανακάλυψη της παράδοσης γενικότερα.
Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο, που δεν συνέβη μόνο εντός των εθνικών μας συνόρων, μοιάζει να συνδέεται, ταχύτερα μετά την οικονομική κρίση, με την αναζήτηση ενός – εξιδανικευμένου άραγε;- κοινοτιστικού παρελθόντος, της αυθεντικότητας του βιώματος, και, ακόμη μίαν ανάγκη για επιστροφή στις ρίζες με όρους αντίστασης και αλληλεγγύης, με μία τάση ενδοσκόπησης με άξονα το ερώτημα «τι κάναμε λάθος», ή ίσως με μία ανάγκη επαναπροσδιορισμού του συλλογικού, του λαϊκού, του «από-τα-κάτω».
Θυμάμαι κάποτε, ως φοιτήτρια στη μουσικολογία του ΑΠΘ, τη δική μου αμφιθυμία να συμφιλιώσω την εμπειρία σε ομάδες παραδοσιακής μουσικής όπως το Μουσικό Πολύτροπο του Γιάννη Καϊμάκη, με τις μουσικές των Portishead και της P. J. Harvey. Την απόσταση ανάμεσα στην απροθυμία με την οποία έβγαινα για ηχογραφήσεις πεδίου σε χωριά του Ολύμπου και την λαχτάρα με την οποία αναζητούσα παρόμοιες εμπειρίες αργότερα.
Σήμερα, η αναβίωση αυτή μοιάζει να συμβαίνει με όρους μίας συνεχούς επικαιροποίησης. Είναι μία παράδοση ζωντανή που μπλέκεται με άλλες παραδόσεις, λαϊκές και λόγιες, κοντινές και μακρινές που τις καθιστά οικείες. Ένα αμάλγαμα το οποίο αποδομεί τους διαχωρισμούς μίας χρόνιας διαμάχης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, στο χωριό και το άστυ. Μία συζήτηση που αποσυνθέτει αξιολογήσεις για μουσικές «κατώτερες» και «ανώτερες»· που πειραματίζεται και τοποθετεί πλάι-πλάι αυθεντικούς σκοπούς, παιγμένους με όρους γλεντιού, πανηγυριού και μέθεξης από πολιτισμούς παγκόσμιους και μουσικά ιδιώματα που αφουγκράζεται κανείς σιωπηλός και ακίνητος σε μία αίθουσα συναυλίας· μία εφαρμοσμένη αντιμετώπιση της πρόκλησης ενός διαλόγου ανάμεσα στις μουσικές συμβάσεις διαφορετικών μουσικών παραδόσεων.
Φεύγοντας λοιπόν σκέφτομαι κι εγώ, τα αμέτρητα τραγούδια που μάζεψα σε δύο μέρες στην τσέπη μου, σε αυτή τη διεθνιστική συνάντηση που όταν τελειώσει επιτέλους η πανδημία θα μας καλέσει ξανά σε χορό.