Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου αποφοίτησε από το τμήμα Παραστατικών Τεχνών του Royal Central School of Speechand Drama, University of London και ύστερα ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Σκηνοθεσία Θεάτρου στο Royal Holloway, University of London, υπό την καθοδήγηση της Katie Mitchell.
Το 2017 ίδρυσε τη θεατρική εταιρία The Young Quill,η οποία έχει δραστηριοποιηθεί με το ανέβασμα πέντε παραστάσεων τόσο στην Αγγλία όσο και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έχει ασχοληθεί και με την σκηνοθεσία ντοκιμαντέρ, ενώ η τελευταία της δουλειά «Ο έρωτας στα χρόνια της οθόνης» προβλήθηκε στην COSMOTE TV και στο φεστιβάλ Sunny Side of the Doc στη Γαλλία.
Αυτό το καλοκαίρι, υπογράφει τη σκηνοθεσία του έργου «Η ιστορία ενός μονόφθαλμου» που είναι βασισμένο στην ενδέκατη ραψωδία της Οδύσσειας του Ομήρου και στον «Ερωτικό Πολύφημο» του ποιητή Θεόκριτου του Συρακούσιου – μία μουσικοθεατρική παράσταση για όλη την οικογένεια.
Ο θίασος της παράστασης αποτελείται από ηθοποιούς και μουσικούς που δημιουργούν επί σκηνής μία ενδιαφέρουσα σκηνική αλληλεπίδραση, η οποία εμπεριέχει χορό, ζωντανή μουσική και τραγούδι. Με αφορμή την επιστροφή στο ζωντανό θέαμα και το ανέβασμα της νέας αυτής παράστασης, μιλήσαμε με την Αικατερίνη Παπαγεωργίου, εφ’ όλης της ύλης.
Η αγάπη μου για τις Τέχνες ξεκίνησε από τον χορό και μέσα από αυτόν προέκυψε και το θέατρο. Αρχικά, έβλεπα το θέατρο ως ένα μέσο για να διευρύνω την αντίληψη μου για τις παραστατικές τέχνες στο πλαίσιο του χορού, για τον οποίον με είχαν δεχτεί και ετοιμαζόμουν να φύγω για σπουδές. Ωστόσο, στην πορεία κάτι με τράβηξε τόσο πολύ στο θέατρο που η μετάβαση από το ένα στο άλλο, έγινε σχεδόν ακαριαία. Είναι αυτό που λέμε «μέσα σε μια νύχτα» άλλαξα γνώμη. Αν και, δεν ήταν πάντα όνειρό μου να ασχοληθώ με το θέατρο, ωστόσο πήρα την απόφαση με τέτοια αποφασιστικότητα και βεβαιότητα που πλέον μπορώ να πω ότι το νιώθω ως κάτι, που ναι, το ήθελα πάντα.
Η ενασχόληση με το θέατρο είχε οξύνει την ανάγκη – την οποία νομίζω ότι έχει η πλειονότητα των εφήβων – να «δω όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα γίνεται», ν’ ανεξαρτητοποιηθώ και να αρχίσω να λειτουργώ και εκτός των -έως τότε- πολύ οικείων ορίων του περιβάλλοντος της οικογένειας και του σχολείου. Η έκθεση σε ένα εντελώς καινούριο περιβάλλον, στο μυαλό μου ταυτιζόταν απόλυτα και με την έκθεση που βιώνει κανείς στο θέατρο και με τον τρόπο που εξελίσσεται μέσα από αυτήν τη διαδικασία. Στις Παραστατικές Τέχνες οδηγήθηκα καθώς ήθελα να συνδυάσω πρακτικές με θεωρητικές σπουδές πάνω στο θέατρο οι οποίες δεν θα με περιόριζαν σε ένα μόνο πεδίο, αλλά θα μου δίναν τη δυνατότητα να δοκιμαστώ σε μια πληθώρα πραγμάτων, από την υποκριτική μέχρι τη δημιουργική γραφή. Λόγω του σκληρά ανταγωνιστικού πλαισίου μέσα στο οποίο λειτουργεί η συγκεκριμένη δραματική σχολή, μετά το πέρας των ακροάσεων δεν περίμενα ότι θα γινόμουν δεκτή, μάλιστα είχα ήδη αρχίσει ν’ αναζητώ εναλλακτικές. Επομένως, όταν έλαβα τη θετική απάντηση, η αναχώρηση για το Λονδίνο ήταν μονόδρομος.
Η σκηνοθεσία με ποιον τρόπο μπήκε στη ζωή σας;Όταν αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με το θέατρο η σκηνοθεσία υπήρχε πολύ έντονα στο μυαλό μου. Φυσικά, μου φαινόταν τόσο φιλόδοξο σχέδιο που δεν τολμούσα να το μοιραστώ με κανέναν. Γι’ αυτό άλλωστε επέλεξα και το τμήμα των Παραστατικών Τεχνών, μέσα στο οποίο υπήρχαν πολλά σχετικά μαθήματα. Τα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα στο κομμάτι της σκηνοθεσίας, έγιναν με την ομάδα The Young Quill στην Αγγλία το 2017. Πρακτικά τότε βεβαιώθηκα ότι αυτό είναι το πεδίο που με αφορά περισσότερο και έτσι προχώρησα σε μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στη σκηνοθεσία θεάτρου στο Royal Holloway στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, με την Katie Mitchell.
Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα όσον αφορά στην εκπαίδευση πάνω στις Τέχνες στη χώρα μας σε σχέση με το Λονδίνο; Πιστεύετε πώς υστερεί η Ελλάδα κάπου;Θα ήταν άδικο να ισχυριστώ ότι η Ελλάδα υστερεί στο κομμάτι της εκπαίδευσης, καθώς δεν έχω καμία σχετική εμπειρία. Τα όσα γνωρίζω προκύπτουν μέσα από αφηγήσεις φίλων και η αλήθεια είναι ότι εντοπίζω κάποιες διαφορές. Σε σχέση με τη σκηνοθεσία, η βασικότερη διαφορά έγκειται στο ότι στην Αγγλία η ενασχόληση με αυτό το αντικείμενο, ειδικά στις νέες γενιές, θεωρείται ότι πρέπει να προκύπτει μέσα και από την αντίστοιχη σπουδή. Σε άλλη περίπτωση πολύ δύσκολα μπορεί να προκύψει κάποια επαγγελματική ευκαιρία για κάποιον νέο στο χώρο. Δίνεται τεράστια έμφαση σε αυτό που θα ονομάζαμε «τεχνική», και φυσικά στην ύπαρξη μιας στέρεης μεθοδολογικής προσέγγισης, τόσο από τους ηθοποιούς όσο και από τους σκηνοθέτες. Αναφορικά με το θέατρο, όλα αυτά συνοδοιπορούν με ένα ακέραιο και αυστηρό περιβάλλον, μέσα στο οποίο διεξάγονται οι πρόβες.
Με την ομάδα The Young Quill έχετε ανεβάσει παραστάσεις τόσο στην Αγγλία όσο και στην Ελλάδα. Πώς αποτιμάτε την πορεία της μέχρι σήμερα;Για εμένα, η ομάδα The Young Quill είναι κάτι σαν ένα ταξίδι που εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ.
Η ομάδα αυτή δημιουργήθηκε το 2017 στο Λονδίνο μέσα από μία παρέα φίλων. Όλοι καταπιανόμασταν και μ’ ένα διαφορετικό πεδίο στο κομμάτι του θεάτρου και έτσι θελήσαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, δημιουργώντας μια ομάδα συντελεστών του θεάτρου, που θα διαφοροποιούνταν από τις υπόλοιπες ομάδες οι οποίες αποτελούνταν κυρίως από ηθοποιούς. Ο αρχικός μας στόχος ήταν η ανάδειξη πρωτοεμφανιζόμενων θεατρικών κειμένων. Κάποια από τα ιδρυτικά μέλη μας…«δραπέτευσαν» από τον πυρήνα της ομάδας, καθώς καταλήξαμε να ζούμε σε διαφορετικές χώρες ή και ηπείρους. Η ομάδα έχει πλέον μεταφερθεί μόνιμα στην Αθήνα και έχει ενισχυθεί με πολλά νέα μέλη, γεγονός που διεύρυνε τις δραστηριότητες μας. Για εμένα, η ομάδα αυτή είναι κάτι σαν ένα ταξίδι που εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ. Θεωρώ ότι ως ομάδα λειτουργούμε με επαγγελματισμό και οργάνωση, ωστόσο παράλληλα η τόσο στενή επαφή, έχει δημιουργήσει έναν πολύ ισχυρό ιστό αγάπης και σύμπνοιας που για εμένα είναι αναντικατάστατος.
Οι προκλήσεις που πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει αν θέλει να κάνει καριέρα στον χώρο του θεάματος στο εξωτερικό είναι αδιαμφισβήτητα πάρα πολλές. Ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος και τα αξιολογικά κριτήρια πολύ αυστηρά. Όταν μάλιστα έρχεσαι από μια άλλη χώρα, συχνά χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο και περισσότερη ενέργεια προκειμένου να αποκωδικοποιήσεις τους κανόνες του χώρου, να χαρτογραφήσεις το περιβάλλον, ν’ αφουγκραστείς τις ανάγκες που υπάρχουν, να μάθεις τους ανθρώπους με τους οποίους πρέπει να συνεργαστείς και φυσικά να αποφασίσεις τον τρόπο που θέλεις να τοποθετηθείς ο ίδιος μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Εκεί έγκειται και όλη η δυσκολία του πράγματος, ότι δηλαδή η εκπαίδευση και η διεκδίκηση ευκαιριών δεν αρκούν από μόνες τους. Πρέπει να μπει κανείς στη διαδικασία ν’ αποκρυπτογραφήσει ένα εντελώς άγνωστο περιβάλλον που μάλλον δεν θα του είναι οικείο και μάλιστα να καταλάβει πως πρέπει να λειτουργήσει μέσα σε αυτό. Θα έλεγα λοιπόν σ’ ένα νέο παιδί που τώρα ξεκινάει: χωρίς φυσικά να παραμελήσει την εκπαίδευση του, να μπει στη διαδικασία να παρατηρήσει με προσοχή τον τρόπο που λειτουργεί ο χώρος προκειμένου να ενταχθεί ομαλά σε αυτόν, σε όποια χώρα του εξωτερικού κι αν επιλέξει να βρεθεί.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που κληθήκατε να αντιμετωπίσετε στη μέχρι τώρα πορεία σας;Μπορώ να ανακαλέσω πολλές στιγμές που στο πλαίσιο κάποιας δουλειάς θεωρούσα ότι βρίσκομαι αντιμέτωπη με κάποιο πολύ σύνθετο, σχεδόν δυσεπίλυτο πρόβλημα, ωστόσο μετά από κάποιο καιρό, δεν πιστεύω ότι αξίζει πραγματικά να αναφερθώ σε κάτι συγκεκριμένο.
Πριν από περίπου δύο χρόνια επιστρέψατε στην Ελλάδα από το Λονδίνο για ν’ ανεβάσετε την παράσταση «Ο Άλλος» του Florian Zeller, ενώ τώρα παρουσιάζετε το έργο «Η ιστορία ενός μονόφθαλμου». Τι σας κάνει να επιστρέφετε πάντα στη χώρα σας;Πάντα είχα την υποψία ότι το να δουλέψω στη μητρική μου γλώσσα θα μου άνοιγε νέους ορίζοντες σε σχέση με την κατανόηση και την αντιμετώπιση του θεάτρου.
Η γλώσσα. Πάντα είχα την υποψία, που στη συνέχεια έγινε βεβαιότητα, ότι το να δουλέψω στη μητρική μου γλώσσα θα μου άνοιγε νέους ορίζοντες σε σχέση με την κατανόηση και την αντιμετώπιση του θεάτρου. Όταν καταπιάστηκα για πρώτη φορά μ’ ένα κείμενο γραμμένο στα ελληνικά συνειδητοποίησα ότι οι συνδηλώσεις που δημιουργούνται στην ελληνική γλώσσα αποδίδουν στα έργα και στις παραστάσεις μια πληθωρικότητα, η οποία μου έλειπε από τα αγγλικά.
Επιτρέψτε μου να δω κάποια ακόμη… επεισόδια για ν’ αποφασίσω αν θ’ αξίζει τον κόπο!
Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε στην Οδύσσεια του Ομήρου και τον Ερωτικό Πολύφημο του Θεόκριτου του Συρακούσιου και πήρατε την απόφαση να μας «ταξιδέψετε» αυτό το καλοκαίρι στον κόσμο του μύθου;Αυτό ακριβώς που αναφέρατε: ο μύθος και η νοερή μετάβαση σε έναν κόσμο που μπλέκει τις κοινωνίες των ανθρώπων με των θεών, των ζώων, των «τεράτων», των εννοιών και ξαφνικά μας φέρνει αντιμέτωπους με κόσμους μεν φανταστικούς αλλά επίκαιρους. Επιπλέον, στην Οδύσσεια η συνάντηση του Οδυσσέα με τον Πολύφημο περιγράφεται από τον Οδυσσέα. Αν και το έργο του Θεόκριτου είναι πολύ μεταγενέστερο, εκεί ο Πολύφημος απευθύνεται ο ίδιος στη Γαλάτεια και έτσι γνωρίζουμε μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του. Ορμώμενοι από αυτό, ως ομάδα αρχίσαμε να διερωτόμαστε πως βασιζόμενοι σε αυτά τα δύο κείμενα μπορεί η συνάντηση των δύο ηρώων να παρουσιαστεί από την οπτική του Κύκλωπα: σε τι θα εστίαζε ο Πολύφημος; Πώς εκείνος έβλεπε τον Οδυσσέα; Τι έχει να μας πει σε συνέχεια αυτή της συνάντησης και όντας πλέον τυφλός; Πόσο καθαρή είναι η σχέση του θύτη και του θύματος στην προκειμένη περίπτωση;
Αρκετά διαφορετική θα έλεγα. Μπήκα στη διαδικασία να επεξεργαστώ τον τρόπο που η ζωντανή μουσική, ο χορός, η υποκριτική και η ύπαρξη μια γιγάντιας μαριονέτας θα συνυπάρξουν ομαλά πάνω σε μία κοινή αισθητική γραμμή, προκειμένου να εντάσσονται οργανικά στο πλαίσιο που δημιουργεί το κείμενο και να επιτρέπουν στους ηθοποιούς να προσεγγίσουν τα μέσα αυτά υπό το πρίσμα των ρόλων τους. Στόχος μας είναι η δημιουργία ενός θεατρικού σύμπαντος που η μουσική και ο χορός μοιάζουν αναπόδραστα στοιχεία αυτού, και όχι μια συνθήκη που απλώς υπάρχουν για να κάνουν την παράσταση πιο ευφάνταστη. Προκειμένου να συμβεί αυτό, στις πρόβες επεξεργαζόμαστε παράλληλα όλες τις ανάγκες που προκύπτουν στα αντίστοιχα πεδία και πολλά πράγματα τα συνθέτουμε επιτόπου. Αυτό, αν και ενδιαφέρον, είναι εξαντλητικό.
Ανακαλύψατε κάτι σε σχέση με το έργο ή με τον εαυτό σας, κατά τη διάρκεια προετοιμασίας του;Υπάρχει ένα σημείο στο κείμενο που ο Κύκλωπας λέει «τώρα που έμεινα τυφλός βλέπω καλύτερα: σε ένα κόσμο φτιαγμένο από ανθρώπους για ανθρώπους δεν χωράω να ζω». Αυτό εμπεριέχει μια σκληρή συνειδητοποίηση, τόσο για τον άνθρωπο που αν δεν στερηθεί κάτι δεν αντιλαμβάνεται την αξία του όσο και για την κοινωνία μας που σε θεωρητικό πλαίσιο αποδέχεται τη διαφορετικότητα, αλλά σε πρακτικό πλαίσιο δημιουργεί πληθώρα περιθωριοποιήσεων.
Tι είναι αυτό που θέλετε να περάσετε στο κοινό μέσα από αυτό;Ειλικρινά μετά από τόσους μήνες εγκλεισμού και επιβεβλημένης απομόνωσης το κυριότερο που θα ήθελα να «περάσει» στο κοινό είναι ωραίες εικόνες, ευχάριστες στιγμές, ψυχαγωγία και γέλιο. Φυσικά, δεν παραλείπω και την πληθώρα ερωτημάτων που γεννούνται σε σχέση με την δύναμη της ανωνυμίας και τον τρόπο οι πράξεις ερμηνεύονται όταν δεν αποδίδονται σε κάποιο πρόσωπο, την αέναη σύγκρουση του ανθρώπου με τη φύση και την ηθική δικαίωση.
Τι είναι αυτό που σας έχει λείψει περισσότερο από τη συνθήκη του ζωντανού θεάματος;Από το ζωντανό θέαμα μου έχουν λείψει όλες εκείνες οι στιγμές που αφουγκράζεσαι τον παλμό των σωμάτων στο χώρο.
Αυτό ακριβώς που είπατε: το ζωντανό θέαμα – τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Μου έχουν λείψει όλες εκείνες οι στιγμές που αφουγκράζεσαι τον παλμό των σωμάτων στο χώρο, επηρεάζεσαι από την αντίδραση του διπλανού σου, παρατηρείς τις χροιές των φωνών, αγχώνεσαι με τις παύσεις, γελάς και αυτό ξαφνικά πολλαπλασιάζεται γύρω σου, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μαγικές ερμηνευτικές στιγμές που ύστερα μπορείς μονάχα να τις ανακαλέσεις, να τις «μυθοποιήσεις», να ζητήσεις να επαναληφθούν και σίγουρα όχι να πατήσεις το playback.
Θεωρείτε ότι ο κόσμος “διψά” για την επιστροφή των θεαμάτων;Ναι, και κυρίως για ζωντανό θέαμα. Οτιδήποτε εμπεριέχει το στοιχείο της φυσικής ανθρώπινης επαφής, που όλοι έχουμε στερηθεί, θέλουμε να το δούμε να επανέρχεται. Όλο αυτό το διάστημα που μείναμε σπίτι, οι εικόνες, οι διέξοδοι ακόμη και η φαντασία μας ήταν περιορισμένες. Πιστεύω ότι ο κόσμος έχει ανάγκη την επιστροφή των θεαμάτων προκειμένου να ξανά ονειρευτεί, να φαντασιωθεί, να μετακινηθεί, να ψυχαγωγηθεί και πραγματικά να συμβεί αυτό που λέμε «να αλλάξει παραστάσεις».
Τι εύχεστε για την επόμενη θεατρική σεζόν;Το κυριότερο που εύχομαι είναι, κυριολεκτικά, όλοι όσοι ασχολούνται με αυτό το χώρο να μπορέσουν να εργαστούν και να δημιουργήσουν και ο κόσμος αυτό να το αγκαλιάσει. Εύχομαι όλο αυτό που περάσαμε, και ακόμη δεν έχει τελειώσει, να το λάβουμε υπόψιν μας, να μιλήσουμε για αυτό, να το εκθέσουμε στον κόσμο, να το διακωμωδήσουμε, να το αντιληφθούμε, να το ξορκίσουμε και να συμφιλιωθούμε. Θα λυπηθώ αν τα πράγματα επανέλθουν σε μία κανονικότητα σαν να μην έγινε ποτέ και τίποτα, σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει και σαν τίποτα να μην μας έχει αλλάξει.
H Αικατερίνη Παπαγεωργίου σκηνοθετεί την μουσικοθεατρική παράσταση για όλη την οικογένεια «Η ιστορία ενός μονόφθαλμου» που ξεκινάει καλοκαιρινή περιοδεία από τις 21 Ιουλίου στo ανοιχτό θέατρο Κολωνού και αμέσως μετά θα συνεχίσει το ταξίδι της σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Στις 26 Ιουλίου θα παρουσιαστεί στο Γαλάτσι, Σινέ-Γαλάτσι.