MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
25
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Λουκία Mιχαλοπούλου: Θέλω να είμαι σίγουρη ότι αυτό που κάνω έχει νόημα

Η θεατρική σκηνή για τη Λουκία Μιχαλοπούλου είναι κάτι πολύ ακραίο και υπερβατικό, σαν να κάνει βουτιά στο κενό. Και, τελικά, μόνο έτσι την ενδιαφέρει.

Στέλλα Χαραμή | 23.07.2021 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ

Αν, υποθετικά, η χρήση ιατρικής μάσκας έχει κάτι θετικό είναι ότι σε αναγκάζει να εστιάσεις στα μάτια του άλλου για να τον ζυγίσεις, να βρεις τις αντιδράσεις και τις εκφράσεις του. Αυτό κατάλαβα, κουβεντιάζοντας ένα απόγευμα με τη Λουκία Μιχαλοπούλου, στο Σχολείον του Εθνικού Θεάτρου, εκεί που κάνει πρόβες για τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, τη δεύτερη καλοκαιρινή παραγωγή του οργανισμού που κατεβαίνει στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου.

Καθισμένες αντικριστά σε μια σκιερή γωνία του προαυλίου, επιμένουμε- ίσως κι άθελα μας – η μια στο βλέμμα της άλλης. Μόνο που το βλέμμα της Λουκίας Μιχαλοπούλου υγραίνει κάμποσες φορές στη διάρκεια της συζήτησης, περιγράφοντας πιο έντονα τα ευαίσθητα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη.

Βέβαια, η εικόνα της τώρα, αλλά και γενικά εκτός θεάτρου, δεν θυμίζει σε τίποτα τον εκρηκτικό μηχανισμό που πυροδοτείται μόλις ανεβαίνει στη σκηνή. Σαν να έχει κοπιάσει για να κερδίσει αυτό το οξύμωρο σχήμα της αθόρυβης πρωταγωνίστριας στο ελληνικό θέατρο. Αλλά η Λουκία Μιχαλοπούλου έχει κοπιάσει απρόσμενα πολύ και για πολλά πράγματα. Και μπορεί αυτή να είναι η πρώτη φορά που τα ομολογεί δημόσια.

«Το θέατρο είναι πάντα λυτρωτικό όταν γίνεται σε βάθος, με κόπο, όταν σου στοιχίζει. Γι’ αυτό και, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, με απασχολεί πολύ η διαδικασία» λέει η Λουκία Μιχαλοπούλου στην τελική ευθεία για τις «Φοίνισσες» του Εθνικού Θεάτρου.

Παρατηρώντας σε, όλα αυτά τα χρόνια, διατηρείς ένα σταθερά χαμηλό προφίλ το οποίο, όμως, δεν συνάδει με την απόδοση σου. Πώς το ερμηνεύεις;

Ομολογώ πως δεν μου είναι πολύ εύκολη η έκφραση – εκτός από ανθρώπους με τους οποίους γνωρίζομαι πολλά χρόνια ή αισθάνομαι μια συγγένεια μαζί τους. Είμαι αρκετά ντροπαλή, με καταλαμβάνει μια συστολή. Για την ακρίβεια, αν μπορούσα να μιλάω λιγότερο στην κοινωνική ζωή μου, θα το έκανα. Ωστόσο, η περιοχή της σκηνής έρχεται σαν κάτι αλλόκοτο. Η σκηνή για μένα είναι κάτι πολύ ακραίο και υπερβατικό, σαν να κάνω βουτιά στο κενό. Και, τελικά, μόνο έτσι με ενδιαφέρει. Παίζοντας στο θέατρο προσπαθώ να ανακαλύπτω δυσκολίες κι εμπόδια κάτι που απαιτεί μια άλλη ψυχική κατάσταση.

Και πως το θέατρο εξυπηρετεί αυτήν τη συστολή;

Από πολύ μικρή, με απασχολούσε να κάνω κάτι που θα με φέρνει σε οριακή κατάσταση. Κι επειδή από νωρίς μπήκα σε σκοτεινά μονοπάτια και χρειάστηκε να γιατρευτώ από το βίωμα του θανάτου, το θέατρο ήταν λυτρωτικό. Το θέατρο είναι πάντα λυτρωτικό όταν γίνεται σε βάθος, με κόπο, όταν σου στοιχίζει. Γι’ αυτό και, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, με απασχολεί πολύ η διαδικασία.

Ο πατέρας μου ήταν και ο άνθρωπος που με ενέπνευσε πολύ βαδίζοντας προς το θέατρο. Ήταν η πρώτη μου επαφή με το χώρο της τέχνης

Μέσα στα χρόνια ωρίμασε η σχέση σου με το θέατρο;

Ο βασικός μου στόχος είναι πάντα να μην χαθεί ο λόγος για τον οποίο πρωτοξεκίνησα. Δεν έχει να κάνει με τη συνθήκη, τη συγκυρία και τους ανθρώπους. Καλλιεργώ τη σχέση με το θέατρο, όπως όταν καλλιεργείς πτυχές της προσωπικότητας σου.

Για την σχέση και την απώλεια του πατέρα της: «Όταν πια αρρώστησε και δεν είχε ελπίδες, μου έμαθε να μετατρέπω τον πόνο σε δημιουργία. Προσπαθούσαμε μαζί να δούμε αν μπορούμε να μεταποιήσουμε τον πόνο μας σε κάτι άλλο. Αυτό είναι κάτι που κουβαλάω πάντα στη ζωή μου: Να μετατρέπω το άσχημο σε κάτι δημιουργικό».

Μίλησες για την θεραπεία μιας απώλειας μέσω του θεάτρου. Όμως, η απώλεια δεν θεραπεύεται στ’ αλήθεια. Μήπως, τουλάχιστον, ησύχασε;

Όχι, στην περίπτωση μου δεν ησύχασε. Συμβαίνει, όμως, κάτι πολύ περίεργο: Με το θέατρο ήρθα πιο κοντά σε κάτι που δεν καταλαβαίνω, που με πονάει, που με θυμώνει.

Μιλάμε για την απώλεια του πατέρα σου, σωστά;

Ναι.

Αν δεν κάνω λάθος, δεν μιλάς συχνά γι’ αυτό.

Όχι. Ο πατέρας μου – πέραν του ότι ήταν ο μπαμπάς μου – ήταν και ο άνθρωπος που με ενέπνευσε πολύ βαδίζοντας προς το θέατρο – και γενικά στη ζωή. Ο πατέρας μου ήταν η πρώτη μου επαφή με το χώρο της τέχνης. Ήταν σχεδιαστής ρούχων αλλά, κατά βάσει, καλλιτέχνης: Έπαιζε μουσική, διάβαζε μανιωδώς. Μιλούσαμε για καθημερινά πράγματα και μέσα από αυτό δημιουργούσαμε κάτι. Για παράδειγμα, αν ήθελε να του αφηγηθώ πως πέρασα την ημέρα στο σχολείο μου ζητούσε να του γράψω ένα ποίημα. Κι αυτό ήταν το κανονικό μου: ‘Ετσι μεγάλωσα, με τέτοιες συνήθειες.

Όταν, πια, αρρώστησε και δεν είχε ελπίδες, μου έμαθε να μετατρέπω τον πόνο σε δημιουργία. Προσπαθούσαμε μαζί να δούμε αν μπορούμε να μεταποιήσουμε τον πόνο μας σε κάτι άλλο. Μου έλεγε, μάλιστα, πως θα είμαι πολύ πιο τυχερή από τα άλλα παιδιά στη δραματική σχολή αφού τα περισσότερα θεατρικά κείμενα μιλούν για τον θάνατο και τον έρωτα. Οπότε βιώνοντας την απώλεια του, θα είχα μια χρήσιμη εμπειρία για να προχωρήσω.

Αυτό είναι κάτι που κουβαλάω πάντα στη ζωή μου: Να μετατρέπω το άσχημο σε κάτι δημιουργικό. Έτσι εξηγείται αυτή μου η μανία να δημιουργώ. Να μην ζω το εδώ και τώρα, αλλά να το μεταμφιέζω σε κάτι άλλο. Ίσως, φυσικά, να χάνω από αυτό που λέγεται ζωή – δεν ξέρω.

Ασφαλώς και συνεργάστηκα με δύσκολους ανθρώπους αλλά δεν αισθάνομαι πως κανείς τους με χρησιμοποίησε ή με πρόσβαλλε

Είχες, λοιπόν, μια βίαιη ενηλικίωση. Και να που, αυτό το καλοκαίρι, συναντάς ένα πρόσωπο με παρόμοια χαρακτηριστικά.

Πράγματι, η Αντιγόνη στις «Φοίνισσες» ξεκινάει από ανήλικη κι ενηλικιώνεται σε μια μέρα. Χάνει και τα δύο της αδέρφια, βλέπει τη μάνα της ν’ αυτοκτονεί, τον πατέρα της να εξορίζεται ενώ η ίδια να πρέπει να πάρει μια τεράστια απόφαση. Δεν είναι απλό να χάνεις την ανήλικη ζωή σου, να μην ζεις την εφηβεία σου. Αποχαιρετάς το φωτεινό υλικό σου, αυτό που δεν έχει σκιές. Κι είναι πολύ σκληρό.

Μοιάζει να μην είναι τυχαία η συνάντηση σου με την Αντιγόνη. Εξάλλου, για καιρό φλέρταρες με την ιστορία της Αντιγόνης μέσα από άλλες παραστάσεις.

Αλήθεια είναι αυτό. Συν το ότι οι «Φοίνισσες» ταλάνιζαν επίσης για πολύ καιρό το μυαλό του Γιάννη Μόσχου με μένα ως Αντιγόνη.

«Δεν είναι απλό να χάνεις την ανήλικη ζωή σου, να μην ζεις την εφηβεία σου. Αποχαιρετάς το φωτεινό υλικό σου, αυτό που δεν έχει σκιές. Κι είναι πολύ σκληρό» παραδέχεται.

Μπαίνεις στη δοκιμασία για ν’ αναμετρηθείς με πολύ δικά σου πράγματα μέσω της Αντιγόνης;

Ισχύει αυτό, μου συμβαίνει. Ξέρεις δυσκολεύομαι πολύ να βρω την αρχή της Αντιγόνης, την αθωότητα της· πρώτον γιατί δεν θυμάμαι τη δική μου εποχή της αθωότητας και δεύτερον γιατί όταν πάω να την φανταστώ στενοχωριέμαι που δεν την έζησα. Συνειδητοποιώ τι μου λείπει και είναι πολύ παράξενο συναίσθημα. Για τον ίδιο λόγο, η συνάντηση με την Αντιγόνη είναι πολύτιμη. Έτσι κι αλλιώς, η συγκυρία που βιώνουμε είναι, εκ των προτέρων, πολύ φορτισμένη για όλους. Άλλοι έχουν απομακρυνθεί από το λειτούργημα τους, άλλοι επιστρέφουν πιο πορωμένοι με την τέχνη τους.

Κι εσύ, με τη σειρά σου, πώς βίωσες αυτήν την συγκυρία;

Λαχταρούσα πολύ να επιστρέψω· αν κι επειδή δούλευα πολύ δεν αισθάνθηκα ότι σκούριασα. Δυστυχώς, είμαι κάπως ρομαντική. Πίστευα ότι η περιπέτεια της πανδημίας θα τελείωνε και θα ήμασταν όλοι αγκαλιασμένοι. Όμως, τελικά πυροδότησε φόβους και αγωνίες.

Τι δικό σου πυροδοτήθηκε;

Ήρθα κοντά στην αρχική μου σχέση με το θέατρο. Ενδυναμώθηκε μέσα μου ο σκοπός του τι κάνω και γιατί το κάνω. Θέλω, περισσότερο από ποτέ, να είμαι σίγουρη ότι αυτό που κάνω έχει νόημα.

Χρωστώ στον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη πως μου έμαθε το παιχνίδι στο θέατρο. Γιατί μέχρι τότε για μένα το θέατρο ήταν ένα επικίνδυνο και σκληρό παιχνίδι

Ως γνήσια ρομαντική, τι καταρρίφθηκε μέσα σου τον περασμένο χειμώνα της αποκαθήλωσης πολλών βεβαιοτήτων και προσώπων στο θέατρο;

Αρχικά, είδα με ανακούφιση ότι ειπώθηκαν όλα αυτά τα οδυνηρά πράγματα. Από την άλλη, δεν σου κρύβω ότι με τρόμαξε πολύ το μένος μεταξύ συναδέλφων. Πόσο μάλλον, όταν σ’ ένα βαθμό, γνωρίζαμε τα πράγματα που βγήκαν στο φως. Γι’ αυτό και είχα μεγάλη λαχτάρα να γυρίσουμε στη δουλειά και να θεραπευτούμε μέσα από τις συνεργασίες. Ευτυχώς, οι «Φοίνισσες» είναι μια συγκυρία που όλοι όσοι συμμετέχουμε, από διαφορετικές γενιές και σχολές, είμαστε πολύ αγαπημένοι. Κι αυτό είναι κάτι που το καλλιεργεί και ο σκηνοθέτης μας, ο Γιάννης Μόσχος.

Έχεις δεχθεί επιθετική συμπεριφορά;

Ασφαλώς και συνεργάστηκα με δύσκολους ανθρώπους αλλά δεν αισθάνομαι πως κανείς τους με χρησιμοποίησε ή με πρόσβαλλε. Αν ανέχτηκα τα ζόρια ήταν επιλογή μου, δεν αισθάνθηκα εγκλωβισμένη σε κάτι. Έμαθα να χρησιμοποιώ τα όποια εμπόδια στις συνεργασίες μου.

«Δεν θυμάμαι τη δική μου εποχή της αθωότητας. Συνειδητοποιώ ότι μου λείπει και είναι πολύ παράξενο συναίσθημα» λέει, παίζοντας σαν παιδί.

Τα εμπόδια σε έχουν σχηματίσει;

Φυσικά. Θυμάμαι πως όταν είχαμε ξεκινήσει τις πρόβες με το «Θεό της σφαγής» γελούσαμε πάρα πολύ. Και τότε ρώτησα τον Κωνσταντίνο (Μαρκουλάκη) «συγνώμη, εγώ πάω καλά στην παράσταση;». Αισθανόμουν περίεργα που δεν βασανιζόμουν από κάτι. Κι εκείνος μου είπε «ε, λοιπόν, υπάρχει και αυτή η πλευρά». Χρωστώ στον Κωνσταντίνο πως μου έμαθε το παιχνίδι στο θέατρο. Κι ήταν αποκαλυπτικό. Γιατί μέχρι τότε για μένα το θέατρο ήταν ένα επικίνδυνο και σκληρό παιχνίδι.

Γενικά, με τους σκηνοθέτες πως τα πας;

Δεν γίνεται να μην τα πάω καλά. Ακόμα κι αν δεν έχουμε συγγένεια, φροντίζω να βρω τη σύνδεση μαζί τους.

Όταν δούλευα σε παράσταση που δεν σκηνοθετούσε ο Λευτέρης Βογιατζής, επιδίωκα την επικοινωνία μαζί του. Γι’ αυτό και φέτος, παίζοντας την Αντιγόνη, αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω με την Αμαλία Μουτούση, ό,τι πιο κοντινό έχω στον Λευτέρη

Έχεις δουλέψει με σημαντικές προσωπικότητες: Γιώργο Μιχαηλίδη, Λευτέρη Βογιατζή, Γιάννη Χουβαρδά, Ρούλα Πατεράκη, Νίκο Μαστοράκη, Δημήτρη Μαυρίκιο, Δημήτρη Καταλειφό. Κρατάς ίχνη από όλους αυτούς τους ανθρώπους;

Φυσικά. Ας πούμε, όταν δούλευα σε παράσταση που δεν σκηνοθετούσε ο Λευτέρης, επιδίωκα την επικοινωνία μαζί του, ζητούσα τη γνώμη του. Και η γνώμη του μου λείπει πάρα πολύ. Μου λείπει η λειτουργία του μέντορα, την αναζητώ. Γι’ αυτό και φέτος, παίζοντας την Αντιγόνη, αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω με την Αμαλία Μουτούση – ό,τι πιο κοντινό έχω στον Λευτέρη και να μοιραστώ μαζί της πως «αυτό το έργο δεν παίζεται». Κι εκείνη μου είπε, να μείνω εκεί, «ότι δεν παίζεται». Έκτοτε ησύχασα.

Βάζει εμπόδια στον εαυτό της; «Νιώθω συνέχεια σαν να έχω μόλις αποφοιτήσει μόλις. ‘Ολα θέλω να ξεκινούν από το μηδέν, δεν αντέχω κάτι να γίνεται εύκολα» απαντά.

Πιστεύεις στον εαυτό σου;

Είμαι πολύ ανασφαλής. Ορισμένες φορές, συνειδητοποιώ πως είναι χρήσιμο, γιατί προσωπικά δεν μου αρέσει να βλέπω και στους άλλους τη σιγουριά του «το ‘χω». Από την άλλη, είναι ψυχοφθόρο να έχεις συνέχεια τον εαυτό σου στη γωνία και να τον επικρίνεις. Νιώθω συνέχεια σαν να έχω μόλις αποφοιτήσει μόλις. ‘Ολα θέλω να ξεκινούν από το μηδέν, δεν αντέχω κάτι να γίνεται εύκολα.

Και ποιοι σε καθησυχάζουν;

Οι δικοί μου, οι φίλοι μου, η μητέρα μου. Ειδικά, η μητέρα μου που μου θυμίζει τι έχω κάνει μέχρι τώρα.

Ενώ εσύ το ξεχνάς;

Όχι, τα θυμάμαι αλλά δεν θεωρώ ότι θα καταφέρω κάτι, επειδή το κατάφερα στο παρελθόν.

Είμαι πολύ ανασφαλής. Είναι ψυχοφθόρο να έχεις συνέχεια τον εαυτό σου στη γωνία και να τον επικρίνεις

Η ομορφιά σου σε τροφοδότησε κάποτε με αυτοπεποίθηση;

Τίποτε από όλα αυτά. Η ομορφιά είναι τόσο λίγη για να υπάρξεις στη σκηνή. Δεν αρκεί σε κανέναν. Σε σχέση με την εικόνα μου με ενδιαφέρει μόνο η δουλειά της μεταμόρφωσης. Θυμάμαι, μια περίοδο συνέβη να έχω συχνά γυμνές σκηνές μέσα σε διάφορους ρόλους. Αισθάνθηκα πως έπρεπε να πάω πίσω από αυτό, να σταματήσει ο άλλος να με βλέπει ως σώμα. Τότε, έκανα μια πολύ μεγάλη άσκηση για το πως θα γίνω διάφανη.

Βρίσκεσαι πάντα μέσα σε δουλειές που αφήνουν ισχυρό αποτύπωμα και συχνά ορίζονται από την αξία της ομάδας. Αναφέρω ενδεικτικά τον «Θεό της Σφαγής», το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» και τη «Γίδα» – που θα επαναληφθεί φέτος το χειμώνα. Πιστεύεις πως σε έχει οδηγήσει ένα καλό κριτήριο;

Tα τελευταία χρόνια θέλω να είμαι δημιουργός κι όχι απλός εκτελεστής ενός έργου ή ρόλου. Επιδιώκω να βρεθεί ένα έργο και οι συνεργάτες για να το χτίσουμε μαζί. Η συνάντηση με την Στεφανία (Γουλιώτη), τη Μαρία (Πρωτόπαππα), τον Αργύρη (Ξάφη) είναι ενδεικτικό του τι θέλω. Επίσης, η «Γίδα» λειτούργησε συν-δημιουργικά. Δεν μπορώ να απομονώσω τη λειτουργία μου σε ένα ρόλο, μ’ ενδιαφέρει το σύμπαν μιας παράστασης. Δυσκολεύομαι όταν μια δουλειά δεν έχει αυτές τις προϋποθέσεις.

«Η ομορφιά είναι τόσο λίγη για να υπάρξεις στη σκηνή. Δεν αρκεί σε κανέναν» τονίζει η Λουκία Μιχαλοπούλου.

Είχες την ανάγκη να κάνεις κάτι πιο μοναχικό; Να σκηνοθετήσεις, ας πούμε;

Και μόνο η σκέψη με στρεσάρει. Αλλά οι ηθοποιοί αναγκαστικά μπαίνουμε σε μια διαδικασία να αυτοσκηνοθετηθούμε. Προσωπικά, θέλω πάντα να προτείνω.

Θα έλεγες πως οι στόχοι σου πραγματοποιούνται;

Ναι, αλλά δεν είναι τόσο απλό. Δεν αναλώνομαι σε στόχους, εστιάζω κάθε φορά στο τι θέλω. Όλο μου το είναι οδηγείται προς τα εκεί.

Εκεί βρίσκονται οι φόβοι μου: Στο πόσο εύκολα μπορεί κανείς να χαθεί. Είναι κάτι που με ξεπερνάει

Έχεις δηλώσει πως έγινες ηθοποιός με στόχο να παίξεις στην Επίδαυρο. Κι αυτός ο στόχος εκπληρώθηκε πριν καν τελειώσεις τη σχολή του Τέχνης.

Πρέπει να πω πως, όταν ήμουν μικρή, μ’ ενδιέφεραν μόνο τα ανοιχτά θέατρα, σε σημείο που σκεφτόμουν «μα τι θα κάνω το χειμώνα;». Η σχέση μου, λοιπόν, με την Επίδαυρο, μ’ αυτήν την βουνοκορφή του Έβερεστ είναι πολύ παράξενη. Πάντα πίστευα ότι για να παίξω εκεί πρέπει να προετοιμαστώ πολύ καλά και για πολύ καιρό, να βρεθεί, δηλαδή μια ιδανική συνθήκη. Μεγαλώνοντας, δεν θέλησα να απομυθοποιήσω τίποτε από αυτό. Γι’ αυτό και έλεγα «όχι» κάθε φορά που είχα προτάσεις για την Επίδαυρο. Ήθελα να μείνει κάτι υψηλό μέσα μου.

Και τώρα τι άλλαξε;

Καταρχάς με την καραντίνα δεν είχα δικαιολογία: Είχα άφθονο χρόνο να προετοιμαστώ κατάλληλα. Την ίδια ώρα, ο Γιάννης Μόσχος μου είχε προτείνει να συνεργαστούμε στις «Φοίνισσες» πριν από τρία χρόνια. Και δεν σου κρύβω πως όταν ακυρώθηκε ο πρώτος σχεδιασμός, ησύχασα. Όμως, φέτος, δεν είχα κανένα κράτημα και κατάλαβα πως αν δεν συμμετέχω σε αυτήν την παράσταση θα είναι γιατί με κρατάει πίσω μόνο φόβος. Αποφάσισα να ξεφοβηθώ την Επίδαυρο κι ίσως είναι στο χέρι μου να κρατήσω το μύθο της.

«Αποφάσισα να ξεφοβηθώ την Επίδαυρο κι ίσως είναι στο χέρι μου να κρατήσω το μύθο της» λέει μια εβδομάδα πριν την νέα της εμφάνιση στο εμβληματικό θέατρο.

Υποκύπτεις συχνά στους φόβους σου;

Στο θέατρο, παλεύω με τους φόβους μου και, καμιά φορά, επιδιώκω τη συνάντηση μαζί τους. Στην ζωή, πάλι, με καταπίνουν αρκετά συχνά. Κουβαλάω και θα κουβαλάω πάντα το θέμα της απώλειας το κουβαλάς. Πόσω μάλλον, όταν προκύπτει μια επιδημία και φέρνει μαζί της ένα περίεργο τρόμο. Εκεί βρίσκονται οι φόβοι μου: Στο πόσο εύκολα μπορεί κανείς να χαθεί. Είναι κάτι που με ξεπερνάει.

Μπορείς να πεις ότι η ζωή σου είναι το θέατρο;

Ναι, το λέω· σηκώνοντας όλο το βάρος που έχει αυτό.

Είσαι όντως πολύ ρομαντική.

Πάρα πολύ. Το παραδέχομαι.

Εκεί βρίσκονται οι φόβοι μου: Στο πόσο εύκολα μπορεί κανείς να χαθεί. Είναι κάτι που με ξεπερνάει.

Πότε χαίρεσαι πραγματικά να κάνεις θέατρο, χωρίς δεύτερες σκέψεις;

Οι πρόβες είναι πολύ ωραία διαδικασία. Μου δίνουν τρομερή δύναμη.

Δίνεις την εντύπωση ενός ανθρώπου που αφοσιώνεται. Είναι έτσι;

Ναι, αφοσιώνομαι και στους φίλους και στις προσωπικές σχέσεις μου. Δεν ξεκολλάω εύκολα κι αυτό έχει τα υπέρ και τα κατά του. Όσοι άνθρωποι μπαίνουν στη ζωή μου μένουν για πάντα. Είναι προέκταση της οικογένειας μου. Έτσι κι αλλιώς, ο στενός πυρήνας της οικογένειας μου περιλαμβάνει τη μητέρα μου και μένα.

Άρα, οι φίλοι σου έγιναν κάτι σαν αδέρφια;

Ναι, με κάποιους φίλους μεγαλώνουμε μαζί από το νηπιαγωγείο. Στη συνέχεια, μέσα στο χώρο συνδέθηκα στενά με το Νίκο Κουρή, τη Στεφανία Γουλιώτη και τη Μαρία Πρωτόπαππα.

«Είμαι μαζεμένη, δεν διεκδικώ πολλά, δεν είμαι δυναμική, αφήνομαι στη ροή των πραγμάτων. Πολύ θα ήθελα να ρισκάρω στις σχέσεις μου και να ζήσω περισσότερα» παραδέχεται.

Αφοσιωμένη και στις προσωπικές σου σχέσεις. Τι μπορείς ν’ αφηγηθείς για τους έρωτες σου;

Δυστυχώς, στον έρωτα, δεν έχω την ίδια τόλμη που έχω στο θέατρο. Μόνο την ίδια αφοσίωση. Είμαι μαζεμένη, δεν διεκδικώ πολλά, δεν είμαι δυναμική, αφήνομαι στη ροή των πραγμάτων. Πολύ θα ήθελα να ρισκάρω στις σχέσεις μου και να ζήσω περισσότερα.

Δυστυχώς, στον έρωτα, δεν έχω την ίδια τόλμη που έχω στο θέατρο

Τόλμη θα ήταν να γίνεις και μητέρα;

Τολμηρό θα ήταν να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ αν θέλω να γίνω μητέρα. Και μετά να διεκδικήσω αυτό που θέλω ή που δεν θέλω. Άλλωστε, δεν μπορώ να δω τη γονεϊκότητα ξεκομμένα από το σύντροφο μου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η Λουκία Μιχαλοπούλου ερμηνεύει το ρόλο της Αντιγόνης στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη. Η παράσταση παρουσιάζεται στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 30, 31 Ιουλίου και την 1η Αυγούστου σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου.

Σκηνοθετεί ο Γιάννης Μόσχος.

Παίζουν επίσης οι: Γιώργος Γλάστρας (Αγγελιοφόρος), Μαρία Κατσιαδάκη (Ιοκάστη), Σεσίλ Μικρούτσικου (Σφίγγα), , Κώστας Μπερικόπουλος (Παιδαγωγός), Αλέξανδρος Μυλωνάς (Τειρεσίας), Βασίλης Ντάρμας (Μενοικέας), Αργύρης Ξάφης (Ετεοκλής), Δημήτρης Παπανικολάου (Οιδίπους), Θάνος Τοκάκης (Πολυνείκης), Χρήστος Χατζηπαναγιώτης (Κρέων)

Χορός: Νεφέλη Μαϊστράλη, Ζωή Μυλωνά, Ελπίδα Νικολάου, Σταύρια Νικολάου, Κατερίνα Παπανδρέου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ελίνα Ρίζου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θάλεια Σταματέλου, Στυλιανή Ψαρουδάκη

Εισιτήρια εδώ https://www.ticketservices.gr/event/aef-foinisses/?lang=el

Περισσότερα από Πρόσωπα