Ξένη Λογοτεχνία – Μυθιστόρημα 14. “Σάγκι Μπέιν” – Ντάγκλας Στιούαρτ (Μεταίχμιο)
… Εκείνη τον είχε αγαπήσει κι αυτός έπρεπε να την τσακίσει ολότελα για να την παρατήσει οριστικά. Η Άγκνες Μπέι ήταν ένα πολύ σπάνιο πλάσμα για να επιτρέψει σε κάποιον άλλο να την αγαπήσει. Δεν έπρεπε να αφήσει τα κομμάτια της σε άλλον άντρα που θα τα μάζευε και θα τα επισκεύαζε αργότερα…
Η Άγκνες Μπέι, η ηρωίδα του Ντάγκλας Στιούαρτ ήταν η μητέρα του. Ο πατέρας του τούς παράτησε το 1982, στην άκρη της πόλης, στο υποβαθμισμένο Πίτχεντ, περιοχή των ανθρακωρύχων στη Γκασκόβη. Σταδιακά και τα αδέλφια του, ο Λυκ και η Κάθριν το έσκασαν, και έμεινε μόνο ο Σάγκυ με την Άγκνες… η οποία πάλεψε, πήγε στους ανώνυμους αλκοολικούς, στάθηκε στα πόδια της, βρήκε δουλειά –στα σκληρά χρόνια της ανεργίας επί Θάτσερ– μέχρι που ένας ακόμη άντρας την έριξε στα σκατά…
Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, κάπως έτσι μεγάλωσε ο Στιούαρτ που έχασε τη μητέρα του νωρίς, έκανε άπειρα επαγγέλματα πριν μπει στον χώρο της κλωστοϋφαντουργίας στη Σκωτία κι από κει στο χώρο της μόδας στη Νέα Υόρκη… Και αυτά γράφει στο βιβλίο του που λάμπει μες στην ωμότητά του γιατί είναι ένας ύμνος στην ομορφιά και στην αγάπη. Ένα βιβλίο που γραφόταν επί δέκα χρόνια, στα διαλείμματα μιας απαιτητικής δουλειάς, και απορρίφθηκε 35 φορές πριν αποσπάσει το Booker 2020.
Το συνέκριναν με το Trainspotting, είπαν πως έδωσε φωνή στην queer εργατική τάξη της Σκωτίας της δεκαετίας του ΄80, μα είναι πολύ παραπάνω απ’ αυτό. Είναι κάτι μεταξύ Ντίκενς και Τόμας Χάρτντι (του πρώτου βιβλίου που διάβασε ποτέ, της «Τες») και η μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου είναι συγκλονιστική.
15. “Δυσφορεί η νύχτα” – Marieke Lucas Rijneveld (Εκδόσεις Ίκαρος)«Η απουσία του Μάτις ήταν το κενό στο στρώμα του». Χριστούγεννα, 2000 στη φάρμα μιας οικογένειας Ολλανδών γαλακτοπαραγωγών, μελών μιας αυστηρής προτεσταντικής αίρεσης, ένα μοιραίο ατύχημα του πρωτότοκου στους τοπικούς αγώνες παγοδρομίας… διαλύει τα όρια του κόσμου των Μύλντερ. Οι γονείς βυθίζονται στη θλίψη, τα παιδιά παρατημένα επινοούν δικούς τους κανόνες μέσα σε μια άγρια σύγχυση. Ζώα βασανίζονται, εσοχές διερευνώνται και παραβιάζονται, έχουμε ψυχωτικές κρίσεις, βίαια ερωτικά ξυπνήματα, αιμομικτικές διεισδύσεις. «Υπάρχουν δυο τρόποι για να χάσεις την πίστη σου – άλλοι χάνουν τον Θεό έχοντας ανακαλύψει τον εαυτό τους κι άλλοι πάλι τον χάνουν όταν χάσουν τον ίδιο τους τον εαυτό», λέει σ’ ένα σημείο η Τζάκετ.
Η Τζάκετ που δεν εννοεί να αποχωριστεί το κόκκινο τζάκετ με τα βατράχια και τα μουστάκια κουνελιών στις τσέπες, έχει κοινά στοιχεία με τον/την συγγραφέα. Όπως και η ίδια η ιστορία: Ο/Η τριαντάχρονος/η Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ – σε ηλικία τριών ετών – έχασε τον δωδεκάχρονο αδελφό του/της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Μεγάλωσε με μια οικογένεια αυστηρών προτεσταντών σε μια φάρμα στη Βόρεια Βραβάντη, έξω από το Άμστερνταμ μεταξύ του οικογενειακού βουστάσιου, της εκκλησίας και του σχολείου. Στα 19, ανακοίνωσε ότι νιώθει αγόρι. Οι γονείς αντέδρασαν με οργή και πόνο, και ο/η Μαριέκε πήγε στην Ουτρέχτη για σπουδές… στα 23, πρόσθεσε στο Μαριέκε το όνομα ενός φανταστικού παιδικού του/της φίλου, του Λούκας.
Το βιβλίο τιμήθηκε το 2020 με το βραβείο International Booker, ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία διεθνώς. Η εξαιρετική μετάφραση είναι των Άγγελου Αγγελίδη, και Μαρίας Αγγελίδου.
16. “Έτσι αρχίζει το κακό” – Χαβιέρ Μαρίας (Εκδόσεις Πατάκης)«Έτσι αρχίζει το κακό και μένει πίσω το χειρότερο» γράφει σε ένα στίχο του ο Σαίξπηρ.
Στη Μαδρίτη του 1980 το μεγάλο κακό φαινομενικά εξαφανίστηκε. Η διδακτορία του Φράνκο έχει τελειώσει και ένα ολόκληρο έθνος προσπαθεί να βυθιστεί στη λήθη. Να ξεχάσει τα εγκλήματα του παρελθόντος για να σπάσει την αλυσίδα της βίας. Οι ψίθυροι πάντα παραμένουν και κατηγορούν για ψέματα, προδοσίες και μυστικά, πολύ καλά κρυμμένα.
Ο κόσμος του Χαβιέρ Μαρίας είναι διάφανος, θεατρικά στημένος, βαθιά φιλοσοφημένος, σχεδόν ποτέ άρρηκτος δεμένος, ακόμη και στην πιο μεγάλη εγγύτητα ενεδρεύει η απόσταση μα πάντα μαγικός, με μια αρρωστημένη αγάπη στις λέξεις και στα νοήματα, στην ίδια την Ομορφιά. Κάθε βιβλίο, νομίζω, γι’ αυτήν είναι γραμμένο. Στη μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου η ομορφιά αυτή παραμένει άτρωτη.
Ο Αλεχάντρο Σάμπρα όσα βιβλία και να γράψει θα παραμείνει ποιητής… Ένας ποιητής που στην προκειμένη περίπτωση ζει πια μακριά από τη χώρα του –τη Χιλή, όπου συμβαίνουν μάλλον στενάχωρα πράγματα–κι από κει που είναι, στο Μεξικό, γράφει ένα βιβλίο για τη Χιλή, τους Χιλιανούς ποιητές και τη ζωή όπως την ξέρει. Για το πώς είναι να μοιράζεσαι τις λέξεις, τα γέλια και τον αφρό της μπίρας, τη ματαιοδοξία, την ουσία του έρωτα και τη σάχλα της ζωής, την ελαφράδα της… αλλά και τη φιλία και άλλα πολλά.
Ο Χιλιανός ποιητής είναι ένα βιβλίο ανοιχτό σαν γιορτή όπου είναι όλοι καλεσμένοι, γιατί υπάρχει η συντροφικότητα, η περιέργεια, τα βλέμματα, η έλξη και οι λέξεις, και όταν μπορείς να κάνεις ποίηση, όπως και να τις βάλεις τις λέξεις, γράφεις σπουδαία βιβλία. Όπως σπουδαία είναι και η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Ο Μπίλλυ Μπαντ, η επανέκδοση του Μπίλλυ Μπαντ, του τελευταίου αριστουργήματος του Μέλβιλ είναι από μόνη της εξαιρετικό νέο. Το ότι συνοδεύεται και από το επίμετρο του Θοδωρή Δρίτσα το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον.
Η υπόθεση είναι μάλλον στρωτή: ο ναύτης που η αγγελική μορφή του κουβαλάει ένα ρίγος γίνεται αγαπητός σε όλους στο αγγλικό πολεμικό πλοίο, όπου στρατολογείται με το ζόρι στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Όταν για ασήμαντη αιτία και αφορμή, ο μοχθηρός οπλονόμος Τζων Κλάγκαρντ τον κατηγορεί για υποκίνηση ανταρσίας, ο Μπίλλυ Μπαντ τραυλίζει καθώς πάει να υπερασπιστεί τον εαυτό κι όλα πάνε στράφι… «Αυτό που θέλω περισσότερο να γράψω, αυτό ειδικά μου είναι απαγορευμένο», έγραφε ο Μέλβιλ σε μια επιστολή του στον Χώθορν. Πέρασε καιρός (η ιστορία γράφτηκε το 1891) και οι κριτικοί αποφάνθηκαν ότι «το έργο δεν είναι μόνο δύσκολο αλλά και υπό μία έννοια απαγορευμένο, «απόκρυφο».
Η σύγχρονη έρευνα στρέφεται στο μυθολογικό και θρησκευτικό του υπόβαθρο (ο Μπίλλυ ως Χριστός και ως Απόλλωνας), στους αστρολογικούς συμβολισμούς, στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων στον απόηχο του Αμερικανικού Εμφυλίου, στο γκέι υπόβαθρο της ιστορίας… Εν ολίγοις, πέραν μιας αλληγορίας για τη μάχη του καλού με το κακό που οδηγεί σε ένα τραγικό αποτέλεσμα, το κείμενο αυτό αναγνωρίζεται και, σαν ένας στοχασμός για την πολιτική αφενός και, αφετέρου, για την ιδέα της ταυτότητας και της αναγνώρισης. Δεν περιμένει κανείς κάτι λιγότερο από έναν εμβληματικό συγγραφέα σαν τον Χέρμαν Μέλβιλ. Εξαιρετική η μετάφραση των Παναγιώτη Κεχαγιά και Κώστα Σπαθαράκη, εξαιρετική και η έκδοση.
Η Γιούντιτ Σαλάνσκυ είναι μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της νεότερης γενιάς στη Γερμανία. Το παράξενο βιβλίο της δεν πρόλαβα να το διαβάσω, μα είμαι σίγουρη πως είναι κάτι σαν μαγική επίκληση στη μνήμη που χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να ξαναφέρει στη ζωή τα χαμένα πράγματα.
Τα δώδεκα αντικείμενα που περιγράφονται στον Κατάλογο απολεσθέντων –ένας πίνακας του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, ένα σπάνιο είδος τίγρης, μια ρωμαϊκή βίλα, ένα ερωτικό ποίημα της Σαπφούς, ένα νησί στον Ειρηνικό– έχουν πλέον χαθεί. Υπάρχουν πια μονάχα ως ίχνη, ως αναμνήσεις, ως αρχεία ή χάρτες, ως τεκμήρια του παρελθόντος.
Η Σαλάνσκυ αναζητά, με μια πρωτότυπη λογοτεχνική απόπειρα καταλογογράφησης, αυτό που μένει πίσω όταν χάνεται κάτι: αποήχους και ψιθύρους, μνήμες και θρύλους, αποτυπώματα και σκιές, ανασυγκροτώντας παράλληλα την παιδική ηλικία σε μια χώρα που έχει επίσης χαθεί, την Ανατολική Γερμανία της δεκαετίας του 1980. Η μετάφραση του Καλιφατίδη αναδεικνύει τα ευρηματικά στοιχεία του πρωτοτύπου και μεταφέρει με πεισματική ακρίβεια το πραγματολογικό υλικό που συσσωρεύεται στα διηγήματα της Σαλάνσκυ. Το βιβλίο περιλαμβάνεται στη μακρά λίστα για το International Booker 2021.
21. “Νοσταλγία” – Μίρτσεα Καρταρέσκου (Εκδ. Καστανιώτης)Ένας συγγραφέας αποκάλυψη, δημιουργός ενός κόσμου που ισορροπεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, όπως έγραψε η El País, στο κορυφαίο του έργο, τη Νοσταλγία, μεταφρασμένο υποδειγματικά από τον Ελληνο-ρουμάνο συγγραφέα, μελετητή και μεταφραστή, Βίκτωρ Ιβάνοβιτς. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα βιβλίο;
Γεννημένος το 1956 στο κομμουνιστικό Βουκουρέστι, σκοτεινό και μαγευτικό συνάμα στα βιβλία του, ο Καρτατέσκου είναι σήμερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο Alma Mater Bucharestiensis. Και το σπονδυλωτό του μυθιστόρημα που διαρθρώνεται σε πέντε νουβέλες, η Νοσταλγία έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής του μεγάλου αυτού συγγραφέα: τη ροπή προς το οραματικό φανταστικό, με συμπαντικό άνοιγμα από την Κόλαση έως τον Παράδεισο, την ικανότητα για σύνθεση του κολοσσιαίου με την ποιητική μινιατούρα, το εκλεπτυσμένο, στοχαστικό ύφος, που βρίθει αναφορών, χωρίς ποτέ να γίνεται βαρύ…
Το βιβλίο ανοίγει με τον «Ρουλετίστα», την απίθανη ιστορία ενός φουκαρά που δεν είδε ποτέ την τύχη να του χαμογελά και, άθελά του, πλουτίζει, συμμετέχοντας σε μακάβριους γύρους του ρωσικού παιχνιδιού, και κλείνει με τον «Αρχιτέκτονα», την περιπέτεια ενός καθημερινού ανθρώπου που αποκτά εμμονή με τον ήχο της κόρνας του αυτοκινήτου του, χωρίς ωστόσο να υποψιάζεται τα αποτελέσματα, την επερχόμενη αποκάλυψη…
Δείτε στην επόμενη σελίδα: Ελληνική Λογοτεχνία