Το τελευταίο ατού
Το νουάρ αριστούργημα του Μπίλι Γουάιλντερ σε ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες
Ο δημοσιογράφος Τσακ Τέιτουμ, τα έχει μουσκέψει στη ζωή του. Από πολλά υποσχόμενος ρεπόρτερ, χάρη στην αλλοπρόσαλλη ιδιοσυγκρασία του, κατάφερε σε μικρό διάστημα να απολυθεί από κάμποσες εφημερίδες, έχοντας κατηγορηθεί για διαφήμιση, μοιχεία και αλκοολισμό. Έτσι καταλήγει να γράφει ασήμαντες ειδήσεις σε μια τοπική εφημερίδα μιας επαρχιακής πόλης, χαμένης στη Νεα Μεξικανική έρημο.
Ξαφνικά πέφτει πάνω σε ένα περιστατικό που του φαίνεται η μοναδική ευκαιρία για να καταφέρει να σκαρφαλώσει στην κορυφή της επιτυχία. Ένας άτυχος κυνηγός θησαυρών βρίσκεται παγιδευμένος σε μια σπηλιά. Ο Τσακ, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο τέχνασμα της κίτρινης δημοσιογραφίας, ανάγει το ατυχές συμβάν σε είδηση της ημέρας, κάνοντας όλα τα σημαντικά ΜΜΕ της χώρας να στρέψουν το αχόρταγο ενδιαφέρον τους στην σκοτεινή τρύπα του Νέου Μεξικό. Σύντομα στη περιοχή, θα στηθεί ένα ολόκληρο πανηγύρι στις πλάτες του άτυχου εγκλωβισμένου, που κανείς πια δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται σοβαρά να απελευθερώσει.
Μια κριτική στα mediaΟ Μπίλι Γουάιλντερ στη πενηντάχρονη καριέρα του πρόλαβε να παραδώσει αστραφτερά διαμάντια του φιλμ νουάρ, βραβευμένα δράματα και πολυαγαπημένα μιούζικαλ και κωμωδίες. Αρκετές φορές υποψήφιος για Όσκαρ («Double Indemnity», «Σαμπρίνα», «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό») έχει βραβευτεί για το «The Lost Weekend» (Όσκαρ Σκηνοθεσίας, Σεναρίου), το «Sunset Blvd.» (Όσκαρ Σεναρίου) και φυσικά για τη «Γκαρσονιέρα» (Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου).
Στο βραβευμένο «Τελευταίο Ατού», ο Γουάιλντερ καυτηριάζει την εκμαυλιστική επιρροή που έχει ο κιτρινισμός στην κοινωνία, από τότε μέχρι και σήμερα. Η διαχρονικότητα του θέματος του αποδεικνύει πως δεν είναι οι δύσκολες εποχές που ευνοούν την κακή δημοσιογραφία και υποδαυλίζουν την ανθρώπινη μισαλλοδοξία, αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η έλλειψη καλών ειδήσεων δεν είναι συγκυριακό σύμπτωμα αλλά διαχρονικά, συνειδητή επιλογή των media, έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων.
Η ταινία απέσπασε το Μεγάλο Διεθνές Βραβείο, Φεστιβάλ Βενετίας 1951 και ήταν υποψήφια για Όσκαρ Σεναρίου