Συν & Πλην: «Φοίνισσες» του Ευριπίδη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, «Φοίνισσες» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου που παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 30, 31 Ιουλίου και την 1η Αυγούστου.
Ο μύθος των Λαβδακιδών φιλτράρεται από το πιο ‘λοξό’ βλέμμα του Ευριπίδη, τις στιγμές της ολοκληρωτικής εξόντωσης του οίκου. Τα γεγονότα που διαπραγματεύτηκε ο Αισχύλος στους «Επτά επί Θήβας» και ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη», εδώ εξετάζονται μέσα από την οπτική όλων των προσώπων της βασιλικής οικογένειας που «σε μια μονάχα μέρα, κάποιος θεός έριξε πάνω στο σπίτι μας όλες τις συμφορές του κόσμου», όπως λέει και η Αντιγόνη στην Έξοδο του έργου.
Γραμμένο αμέσως μετά την καταστροφική ήττα της Αθήνας στην Σικελία, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ο Ευριπίδης επιλέγει ν’ ασκήσει αντιπολεμική κριτική με μια, εκτός τειχών, διένεξη.
Στο έργο του φέρνει τον Πολυνείκη επικεφαλής του αργίτικου στρατού, έξω από τα τείχη της Θήβας, με σκοπό να διεκδικήσει τον θρόνο – στον οποίο παράνομα έχει γαντζωθεί ο αδερφός του Ετεοκλής. Σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την εμφύλια διαμάχη, η μητέρα τους Ιοκάστη επιχειρεί να συμφιλιώσει τα δύο παιδιά της, προβάλλοντας σοφά επιχειρήματα γύρω από την αξία της ισότητας και του καλού της πατρίδας και τον όλεθρο της διχόνοιας και της φιλαρχίας. Η σύγκρουση, τελικά, δεν θα αποφευχθεί με κόστος ανυπολόγιστο για τον βασιλικό οίκο. Τα δύο αδέρφια αλληλοσκοτώνονται, η μητέρα τους Ιοκάστη πνίγει το θρήνο της στην αυτοχειρία, η αδερφή τους Αντιγόνη είναι πρόθυμη να συγκρουστεί θανάσιμα με την εξουσία – που τώρα εκπροσωπεί ο Κρέων. Ο νέος βασιλιάς έχει ήδη χάσει το γιο του Μενοικέα χάρη σε ένα χρησμό του Τειρεσία που εισηγούνταν πως από τη θυσία του εξαρτάται η σωτηρία της πόλης.
Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται εδώ από τον Χορό των Φοινισσών, μια ομάδα καλλονών παρθένων που έχουν φτάσει στη Θήβα από την εξωτική Φοινίκη. Σκοπός τους να τιμήσουν τον ιδρυτή της πόλης, Κάδμο που καταγόταν επίσης από τη Φοινίκη, πηγαίνοντας στο μαντείο των Δελφών. Όμως, η πολεμική σύρραξη τις κρατά εγκλωβισμένες στη Θήβα για να γίνουν μάρτυρες των συνταρακτικών γεγονότων και να λειτουργήσουν ως ζωντανές υπομνήσεις των ιστορικών λαθών που προηγήθηκαν. «Πάνω στο αίμα χτίστηκε αυτή η χώρα» επαναλαμβάνουν.
Οι «Φοίνισσες» είναι το πλέον πολυπρόσωπο έργο του Ευριπίδη, με μια πλειάδα τραγικών ηρώων να παρελαύνουν στην εξέλιξη της πλοκής – υπογραμμίζοντας, ωστόσο, διαφορετικές πτυχές τους από αυτές που έχουν φωτίσει οι «επώνυμες» τραγωδίες. Στο πλαίσιο της εξιστόρησης φωτίζονται μια σειρά θεματολογικών μοτίβων με κυρίαρχο την προσκόλληση στην εξουσία και την αλαζονεία. Ως απότοκα αυτών εμφανίζονται τα μεγάλα δεινά της διχόνοιας, του πολέμου, της καπηλείας της πατρίδας, της εξορίας. Δεν λείπουν, ασφαλώς, και οι οντολογικές διαστάσεις των τραγωδιών του Ευριπίδη για την δύναμη της μοίρας και την αέναη διαμάχη του Καλού με το Κακό.
Σε συνδυασμό με τα δραματουργικά ζητήματα του έργου, είναι μια από τις πιο δύσκολες προς διαχείριση τραγωδίες – γι’ αυτό και παραγκωνισμένες. Χωρίς, φυσικά, να στερούνται ενδιαφέροντος.
Με εξαίρεση τον «Κύκλωπα» σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου το 2013 και την «Άλκηστη» από την Κατερίνα Ευαγγελάτου το 2017 (και τα δύο έργα του Ευριπίδη), το Εθνικό δεν έχει τολμήσει άλλες φορές κατά την τελευταία δεκαετία σε επίπεδο επιλογής τίτλων, μακριά, δηλαδή, από ασφαλείς επιλογές.
Αυτή, λοιπόν, είναι η τρίτη απόπειρα όπου μια σκηνοθεσία – μεταξύ των πολλών άλλων καθηκόντων της – καλείται να συστήσει ένα λιγότερο γνωστό κείμενο και μαζί να εξωραΐσει τους λόγους που πιθανώς το κάνουν λιγότερο ελκυστικό στους δημιουργούς.
Ο Γιάννης Μόσχος αναλαμβάνει αυτήν την αποστολή και τη φέρνει σε πέρας με το παραπάνω. Παραδίδει μια καθαρή ανάγνωση, με σαφή τα θέματα του έργου, μια παράσταση όπου τίποτα δεν περισσεύει, όπου όλα αιτιολογούνται μέσα από τον λειτουργικό τους ρόλο, όπου όλα είναι άψογα. Οι «Φοίνισσες» του Μόσχου μοιάζουν να διακρίνονται από μια περίτεχνη ισορροπία. Προκρίνοντας από την μια την παρουσία του Χορού – ευτύχημα να το βλέπει κανείς αυτό, έχοντας πρόσφατο παράδειγμα κι εκείνο των «Ιχνευτών» – χωρίς να αφήνει πίσω τις αρχετυπικές φιγούρες των ηρώων.
Στο μεταξύ, το μέτρο με το οποίο διαχειρίζεται τα εργαλεία του, δεν τον εμποδίζει να εισηγηθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση: Τη γόνιμη συνομιλία της τεχνολογίας με το αρχαίο μνημείο προς όφελος της δραματουργίας και της πρόσληψης του έργου – όχι, δηλαδή, μόνο για να εξυπηρετήσει κάποια ανάγκη εντυπωσιοθηρίας. Όλα αυτά χωρίς στιγμή να χαθεί ο ρυθμός και η συνέχεια της αφήγησης. Μολονότι εκεί παραμελεί να προσφέρει κάποια παραπάνω ‘πετάγματα’.
Τα Συν (+) Η σκηνοθεσίαΗ πρώτη σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου στο δραματολόγιο του αρχαίου δράματος και την μεγάλη κλίμακα της Επιδαύρου, στοιχειωθετείται από όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον έχουν φέρει ανάμεσα στην βραχεία λίστα των Έλληνων σκηνοθετών αιχμής της νεότερης γενιάς.
Λιτός την ώρα που προκρίνει το στιλ και την ευρηματικότητα, πιστός στις καθαρές αναγνώσεις των έργων, εργάτης του λόγου και των νοημάτων, καθοδηγητής άξιων ηθοποιών στους οποίους δείχνει εμπιστοσύνη. Όλα αυτές οι αξίες συναντώνται στην σκέψη του για τις, σπάνια παιζόμενες, «Φοίνισσες»· ένα έργο που ελάχιστα έχει αναπτύξει δεσμούς με το κοινό μέσα στα χρόνια. Κι αυτό είναι κάτι ακόμα που ελκύει το Γιάννη Μόσχο: Η ενασχόληση με λιγότερο ‘διαβασμένα’ έργα, που του δίνουν την ελευθερία των συστάσεων αλλά μεγαλώνουν τον βαθμό δυσκολίας της σκηνοθεσίας.
Στην περίπτωση των «Φοινισσών», η αγαστή συνεργασία του με τον συνθέτη της παράστασης Θοδωρή Οικονόμου, η ιδέα των βιντεοπροβολών (τι ρίσκο κι αυτό μέσα στην ορχήστρα της Επιδαύρου, το οποίο, παρά τις εύλογες επιφυλάξεις, λειτούργησε θαυμάσια) σε κοινή εκτέλεση με την σκηνογράφο Τίνα Τζόκα και τον video designer Αποστόλη Κουτσιανικούλη και η κίνηση της Αμάλιας Μπένετ κατάφεραν να λειάνουν τα ‘ελαττώματα’ του κειμένου και να φέρουν στο φως ένα εντελές αποτέλεσμα.
Αν η αυξημένη φροντίδα που δόθηκε σε όλες τις πτυχές δημιουργίας της παράστασης είχε τονώσει περισσότερο το συγκινησιακό φορτίο, τότε το επίτευγμα της θα ήταν ακόμα υψηλότερο.
Ο καλός θίασος των «Φοινισσών» επιβεβαίωσε τις προσδοκίες επί σκηνής. Και παρότι τα διαδοχικά επεισόδια του έργου δεν έφεραν όλους τους πρωταγωνιστές σε συλειτουργία, οι περισσότεροι κατόρθωσαν να δώσουν την αίσθηση μιας κοινής γραμμής ερμηνείας.
Δυνατές στιγμές για την παράσταση εξασφάλισαν ο Αργύρης Ξάφης και ο Θάνος Τοκάκης και κατά μόνας αλλά και στον εξαιρετικό αγώνα λόγου διεκδίκησης της εξουσίας. Ο πρώτος πεισματικά και ανώριμα αγκιστρωμένος στο θρόνο της Θήβας, ο δεύτερος τυφλά θυμωμένος για την αδικία εκτοπισμού από την πατρίδα και τα κεκτημένα του. Και οι δύο έφεραν δύο διαφορετικά πρόσωπα των ηρώων από αυτά που συνθέτει, λόγου χάρη, ο Αισχύλος στους «Επτά επί Θήβας».
[relart 1]
Η δραματική ένταση κρατήθηκε ψηλά και από τον Γιώργο Γλάστρα ως Αγγελιαφόρο και τον Κώστα Μπερικόπουλο ως Παιδαγωγό, διατηρώντας αμφότεροι μια οικονομία μέσων, πολύ ωφέλιμη στο αρχαίο δράμα. Η Λουκία Μιχαλοπούλου παρότι επωμίζεται την πιο δραματική σκηνή της τραγωδίας – η οποία προοιωνίζει και τα επόμενα δεινά του οίκου των Λαβδακιδών – καταφέρνει να αποδώσει τον θρήνο της Αντιγόνης με μια σοφή εσωτερικότητα, ως υπόκωφο παλμό.
Η εμπειρία της Μαρίας Κατσιαδάκη δεν κρύβεται κι ενώ λάμπει στον συντονισμό του αγώνα λόγου των γιων της ως Ιοκάστη, υποκύπτει σε πιο ‘φορεμένες’ λύσεις όταν της ανακοινώνεται η αλληλοεξόντωση τους. Ο μικρός ρόλος του Τειρεσία, ως μάντης κακών, δεν στερεί από τον Αλέξανδρο Μυλωνά να δείξει τη διαθεσιμότητα του να κυοφορεί το κωμικό μέσα στο τραγικό. Επαρκής, παρότι όχι ιδιαίτερα ευρηματικός, και ο Δημήτρης Παπανικολάου ενσαρκώνοντας τον πιο διάσημο των Λαβδακιδών, τον Οιδίποδα.
Σε χαρακτηριστική απόσταση από την απόδοση του υπόλοιπου συνόλου στέκεται ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης καθώς υιοθετεί ένα πομπώδες και φωνητικά ψεύτικο ύφος για να ερμηνεύσει τον Κρέοντα και δη στη μετάβαση του: Από μετριοπαθή μέλος του παλατιού, σε αλύγιστο εκτελεστή του γράμματος του νόμου. Στην απειρία του Βασίλη Ντάρμα μπορεί να αποδοθεί και η παντελής αδυναμία του να προσεγγίσει ένα πλάσμα που αυτοθυσιάζεται για το καλό της πατρίδας, τον Μενοικέα, γιο του Κρέοντα.
Ο ΧορόςΟι «Φοίνισσες» του Εθνικού θεάτρου αποτελούν έναν από τους πιο καλοδουλεμένους Χορούς τραγωδιών των τελευταίων ετών. Κι αυτό έρχεται ως συνισταμένη πολλών παραγόντων: Από τον τρόπο που εντάσσονται στην σκηνοθετική δομή, από το επίπεδο των φωνών τους, από την άψογη μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου και την κυκλοφορία τους στο χώρο της ορχήστρας σε κινησιολογία της Αμάλιας Μπένετ.
Έχουμε, φαίνεται, πολύ καλό υλικό και στη νεότερη γενιά ηθοποιών: Νεφέλη Μαϊστράλη, Ζωή Μυλωνά, Ελπίδα Νικολάου, Σταύρια Νικολάου, Κατερίνα Παπανδρέου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ελίνα Ρίζου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θάλεια Σταματέλου, Στυλιανή Ψαρουδάκη.
Η μουσικήΚατά τη δεύτερη συνεργασία με τον Γιάννη Μόσχο, μετά την αριστουργηματική απόδοση της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας» – και πάλι για το Εθνικό θέατρο – ο Θοδωρής Οικονόμου επιβεβαιώνει τη σημασία της καλής χημείας. Εδώ δίνει θαυμάσιες ανάσες στο λόγο, συχνά ερμηνεύει την εξέλιξη της πλοκής ή την υπογραμμίζει και συνθέτει μουσική που εξασφαλίζει άνετα την αυθυπαρξία της.
Τα σκηνικά – Οι φωτισμοίΕνώ το σκηνικό της Τίνας Τζόκα είναι μια λιτή κατασκευή που παραπέμπει στη είσοδο του παλατιού, μεταμορφώνεται συνεχώς για να εξυπηρετήσει τόσο τις βιντεοπροβολές όσο και τους φωτισμούς. Ειδική μνεία για το, οργανικά, προσαρμοσμένο βίντεο στη σκηνική δράση του Απόστολου Κουτσιανικούλη (αναβαθμίζει σημαντικά την αισθητική της παράστασης) όσο και για τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου που εξασφαλίζουν ατμόσφαιρες και αναδεικνύουν ένα παιχνίδι σωμάτων, φωτός και σκιάς.
Η μετάφρασηΗ σχέση μαθητή – μέντορα ανάμεσα στον Γιάννη Μόσχο και το Νικηφόρο Παπανδρέου βρίσκει στις «Φοίνισσες» μια ενδιαφέρουσα εκτόνωση. Θεατρολόγος, συγγραφέας, ακαδημαϊκός και ιδρυτής της φημισμένης Πειραματικής Σκηνής της Θεσσαλονίκης, ο Νικηφόρος Παπανδρέου προσφέρει μια λαγαρή και διαυγή μετάφραση στον Ευριπίδη και συγχρόνως απαλλάσσει το πρωτότυπο από μη λειτουργικά στοιχεία, παρέχοντας πολύτιμη βοήθεια στην σκηνοθεσία.
Η κίνησηΗ εκρηκτική γλώσσα της Αμάλιας Μπένετ, εδώ σε συνεργασία με την Αντιγόνη Γύρα, δίνει άλλο ένα καλό δείγμα της. Είναι ο σχεδιασμός της που δίνει εξαρχής την αίσθηση μιας παράστασης συνόλου και προσφέρει πολλά κλειδιά σκηνικής ύπαρξης στον Χορό.
Τα Πλην (-) Το έλλειμα της συγκίνησηςΣτην προσπάθεια να επιτευχθεί η εντελής παρουσίαση ενός έργου, συχνά υποβαθμίζεται η βαθύτερη αξία κάθε παράστασης: Τα πετάγματα συγκίνησης. Και στις «Φοίνισσες», παρότι τα τραγικά γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο και η ανθρώπινη μοίρα είναι μια αλληλουχία οδυνηρών χτυπημάτων, μοιάζουν (τουλάχιστον σε σημεία) να παραγκωνίζονται.
Τα κοστούμιαΣε μια από τις λιγότερο εμπνευσμένες στιγμές της, η Ιωάννα Τσάμη υπερφόρτωσε με στοιχεία και ύφασμα τις εμφανίσεις των πρωταγωνιστών, ποντάροντας ίσως στην εικόνα πλούτου των μελών του βασιλικού οίκου. Κάτω δε, από τις αντίξοες συνθήκες του καύσωνα, τα κοστούμια της θα ήταν σίγουρα αβάσταχτα για τους ηθοποιούς. Εξαίρεση αποτελεί η ενδυματολογία του Χορού.
Το άθροισμα (=)Μια σημαντική στιγμή για το Εθνικό θέατρο, ένα υψηλού επιπέδου βάπτισμα του Γιάννη Μόσχου στο αρχαίο δράμα.