«Ενθύμιον Κιουτάχειας»: Πρόγευση ιωβηλαίου στο Μουσείο Μπενάκη
Μια έκθεση αφιερωμένη στα κεραμικά και στην αγγειοπλαστική παράδοση της Κιουτάχειας, με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας από την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό.
Στις 4 Ιουλίου συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη μέρα που ο ελληνικός στρατός, έπειτα από διήμερη μάχη, εισερχόταν στην Κιουτάχεια, πόλη στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, που κατείχαν μέχρι τότε τα κεμαλικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Ισμέτ πασά, που αργότερα πήρε το επώνυμο Ινονού. Ήταν η αρχή μιας προέλασης που θα συνεχιστεί προς τα βάθη της Μικράς Ασίας, για να σταματήσει στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, δύο μήνες μετά.
Η Κιουτάχεια αποτέλεσε από παλιά σταυροδρόμι σημαντικών εμπορικών δρόμων και ήδη από τον 15ο αιώνα ήταν γνωστό αγγειοπλαστικό κέντρο. Μάλιστα, τον 18ο αιώνα, όταν η φημισμένη αγγειοπλαστική του Ιζνίκ παρακμάζει, τα εργαστήρια της Κιουτάχειας διεκδικούν τη θέση της, παράγοντας μια μεγάλη ποικιλία αγγείων και πλακιδίων.
Στις αρχές του 20ου αιώνα γνωρίζει μια περίοδο ακμής, με αφορμή τις μαζικές παραγγελίες για την επένδυση τζαμιών, μνημείων και άλλων οικοδομημάτων, στο πλαίσιο του Πρώτου Εθνικού Αρχιτεκτονικού Κινήματος που ενσωμάτωνε στοιχεία της οθωμανικής και σελτζουκικής αρχιτεκτονικής. Τα σπουδαιότερα εργαστήρια αυτής της περιόδου, ήταν του Hafız Mehmed Emin Efendi, των αδελφών Hadji Minassian και του David Ohannessian, που συχνά συνεργάζονταν μεταξύ τους για την εκτέλεση μεγάλων παραγγελιών. Στο δυτικό άκρο της πόλης λειτουργούσαν εννέα αγγειοπλαστεία Ρωμιών, με σημαντικότερο τον Μηνά Αβραμίδη.
Φτάνοντας σε μια πόλη με τόσο μεγάλη παράδοση, οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες, που θα μείνουν στην πόλη για ένα χρόνο περίπου, εντυπωσιάστηκαν και οι «πορσελάνες» της έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς. Τα εργαστήρια της Κιουτάχειας, που κατά τη διάρκεια του πολέμου είχαν βρεθεί στα όρια της χρεωκοπίας, λόγω έλλειψης παραγγελιών και προσωπικού, άρχισαν να επαναλειτουργούν. Ανεξάρτητα αν οι αγγειοπλάστες ήταν αρμένιοι, μουσουλμάνοι ή τουρκόφωνοι ρωμιοί, στην αγορά της πόλης εμφανίστηκαν τα πρώτα κεραμικά με ελληνικές επιγραφές, που οι τεχνίτες τις αντέγραφαν χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα: «Ενθύμιον Κιουταχείας 1921» ή «Κατάληψις Κιουταχείας υπό του Ελλην. Στρατού, 4/7/921», λίγο πολύ όπως αυτά που μπορεί ο σύγχρονος τουρίστας να βρει σε όλα τα παραθεριστικά μέρη του κόσμου, μόνο με περισσότερη τέχνη και καλύτερα υλικά φτιαγμένα…
Σύντομα, τα κεραμικά αποκτούν περισσότερο αναμνηστικό χαρακτήρα, φέροντας πάνω τους μονάχα το όνομα της πόλης, καθώς και τα αρχικά ή και ολόκληρο το όνομα του ιδιοκτήτη, αν ήταν παραγγελία. Τα περισσότερα ήταν χρηστικά αντικείμενα όπως δίσκοι, φλυτζάνια, τσαγιέρες, πιάτα, βάζα, ανθοδοχεία, μποτίλιες νερού κ.λπ., αλλά και πιο ογκώδη, όπως τραπέζια με κεραμικές επιφάνειες.
Όταν κατέρρευσε το μέτωπο και ο ελληνικός στρατός κατοχής εκκένωσε την πόλη, τον Αύγουστο του 1922, οι ρωμιοί και οι Αρμένιοι κάτοικοι την εγκατέλειψαν και, μέσω Προύσας και Μουδανιών διαπεραιώθηκαν στην Ανατολική Θράκη και στη συνέχεια προς την Ελλάδα. Ο εθνικισμός και ο πόλεμος κατέστρεψε τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης, ενώ η κάποτε ακμαία αγγειοπλαστική της παρήκμασε, καθώς οι περισσότεροι και καλύτεροι τεχνίτες ήταν οι Αρμένιοι. Κάποιοι εξ αυτών εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ, όπου αναβίωσαν την αγγειοπλαστική παράδοση της Κιουτάχειας.
Από τους κατοίκους της πόλης που βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Από το 1923 ιδρύθηκαν εργαστήρια και εργοστάσια αγγειοπλαστικής στα οποία εργάστηκαν Έλληνες και Αρμένιοι τεχνίτες, επιχειρώντας να αναβιώσουν την κεραμική παράδοση της Κιουτάχειας. Τα μοτίβα που έφεραν μαζί τους έπρεπε τώρα να συνδιαλλαγούν με φόρμες που θα ανταποκρίνονταν στο ιδεολόγημα της «ελληνικότητας», που ήταν κυρίαρχο τη δεκαετία του ’30, προκειμένου να έχουν κάποια εμπορική τύχη…
Κομμάτι της ιστορίας της ΚαταστροφήςΑυτή την ιστορία, που σε ένα κομμάτι της συμπίπτει με την ιστορία της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής, επιχειρεί να αφηγηθεί, μέσα από τα κεραμεικά που παρουσιάζει, η έκθεση «Ενθύμιον Κιουτάχειας», που φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης μέχρι το τέλος του έτους. Την έκθεση επιμελήθηκε ο ερευνητής Ντίνος Κόγιας, ενώ την οργάνωση και τον συντονισμό είχαν η Μίνα Μωραΐτου, επιμελήτρια των συλλογών ισλαμικής τέχνης του Μουσείου Μπενάκη, και η Γκρέτα Βασιλείου, βοηθός επιμελητή.
Την έκθεση συνοδεύει πλούσια εικονογραφημένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη δίγλωσση έκδοση. Μέσα από το πρωτότυπο και εξαιρετικά γοητευτικό υλικό παρουσιάζονται, από τον επιμελητή της έκθεσης Ντίνο Κόγια, ποικίλες και άγνωστες πτυχές της κεραμικής της Κιουτάχειας (τέλος 19ου – αρχές 20ού αιώνα). H κεραμική εντάσσεται στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο αυτής της περιόδου, με ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο της κατοχής της πόλης από τον ελληνικό στρατό (Ιούλιος 1921 – Αύγουστος 1922).
Η έρευνα επεκτείνεται και στην διασπορά των προσφύγων στην Ελλάδα μετά το 1922, με εκτενή παρουσίαση της αγγειοπλαστικής εταιρείας «Κιουτάχεια ΑΑΕ», σε συνδυασμό με την προσαρμογή του οθωμανικού διακοσμητικού ρεπερτορίου στις νέες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες. Επίσης, στους Αρμένιους τεχνίτες που εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ, αλλά και στην ανασύσταση της κεραμικής τέχνης στην Κιουτάχεια στα πρώτα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας.
«Ενθύμιον Κιουτάχειας»
Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης, Ασωμάτων 22, 210-3251311
Διάρκεια: 17 Ιουνίου 2021 – 16 Ιανουαρίου 2022
Ώρες λειτουργίας: Πέμπτη – Κυριακή: 10.00-18.00