Πήγαμε στο Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών Σάμου του Ιδρύματος Schwarz
To 11ο Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών Σάμου, με άξονα τη μουσική και πολιτιστική ανταλλαγή και συνύπαρξη, πραγματοποιήθηκε φέτος στο αρχαίο θέατρο Πυθαγορείου της Σάμου, από τις 7 έως τις 13 Αυγούστου 2021.
Είναι ιδιαίτερο το φετινό καλοκαίρι· πληθυντικά μέτωπα πυρκαγιών μετατρέπουν δάση σε στάχτες, εξορίζουν ζώα ενώ άνθρωποι στέκονται όρθιοι ασκώντας έμπρακτα αλληλεγγύη. Σαν παράλληλοι κόσμοι, πραγματοποιούνται ξανά, μετά από έναν χρόνο σιωπής λόγω της πανδημίας, συναυλίες, παραστάσεις, εκθέσεις και φεστιβάλ. Με ανάμεικτα λοιπόν συναισθήματα και χαμηλόφωνα γράφονται αυτές οι γραμμές-σημειώσεις για την 11η συνάντηση Ελλήνων και ξένων μουσικών στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου Πυθαγορείου της Σάμου, από τις 7 έως τις 13 Αυγούστου 2021 στα πλαίσια του Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών Σάμου (Samos Young Artists Festival).
Το Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών Σάμου ξεκίνησε το 2010 υπό την διοργάνωση και υποστήριξη του Ιδρύματος Schwarz. Στη σύγχρονη ξύλινη σκηνή που προστατεύει τα λείψανα του αρχαίου θεάτρου, μουσικοί διαφορετικών εθνικοτήτων και καλλιτεχνικών καταβολών παρουσιάζουν κάθε χρόνο πλούσιο και υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας πρόγραμμα σε ένα ετερογενές κοινό που συνθέτουν καλεσμένοι του ιδρύματος μουσικοί, κάτοικοι του νησιού και τουρίστες, ενήλικες και παιδιά. Το φετινό του πρόγραμμα, που «εκτείνεται από την προκλασική μουσική και το μπαρόκ μέχρι τη σύγχρονη δημιουργία», χωρίζεται σε δύο μέρη, επιλογή το καθένα των δύο καλλιτεχνικών διευθυντών, της Μάσα Ιλυάσοφ και του Αλέξη Καραϊσκάκη-Νάστου. Άξονας του φεστιβάλ είναι η μουσική και πολιτιστική ανταλλαγή και συνύπαρξη: καλλιτεχνών διαφορετικών εθνικοτήτων, μουσικών ιδιωμάτων, οργάνων διαφορετικών παραδόσεων αλλά και ιστορικών χρονικοτήτων.
Διαφορετικές όψεις της μουσικής δωματίουΦτάνω στο Πυθαγόρειο στις 11 Αυγούστου, μία εξαιρετικά ζεστή μέρα. Στο καταπράσινο αρχαίο θέατρο είναι λίγο πιο δροσερά. Διαφανείς ανακλαστικές επιφάνειες στο πίσω μέρος της σκηνής επιτρέπουν να δει κανείς μέρη του αρχαίου θεάτρου. Ο διακριτικός κόκκινος φωτισμός, τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων και η θάλασσα δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα που προκαλεί το κοινό να μιλά χαμηλόφωνα.
Η συναυλία ξεκινά την προγραμματισμένη ώρα. Ο Αλέξης Καραϊσκάκης-Νάστος προλογίζει τα τρία έργα, που αναδεικνύουν «διαφορετικές όψεις [της] μουσικής δωματίου», όπως μας προϊδεάζει ο τίτλος στο πρόγραμμα: το ημιτελές τρίο εγχόρδων του Σούμπερτ σε σι ύφεση μείζονα (αριθμός καταλόγου 471) γραμμένο το 1816, ένα ντουέτο με τίτλο «τα τραγούδια της Άγκαθα» σε τρία μέρη του Γκιγιώμ Κονεσόν, γραμμένο το 2008, και το κουαρτέτο για πιάνο σε σολ ελάσσονα έργο 25 που σύστησε τον Γιόχαν Στράους στους Βιενέζικους κύκλους το 1861.
Ένα έργο στραμμένο στον κλασικισμό, καθώς ο πολύ νεαρός Σούμπερτ ακολουθεί το ύφος και τη φόρμα που κληροδότησαν οι βιεννέζοι μουσουργοί, την κλασσική φόρμα δανείζεται και ο Μπραμς στο κουαρτέτο του, καθώς αποτίνει στους ίδιους συνθέτες φόρο τιμής. Επέλεξε ωστόσο να οργανώσει την αρμονία, να αναπτύξει τα μοτίβα, τις μελωδικές φράσεις και τα θέματα, τα οποία εναλλάσσει ανάμεσα στα όργανα με την ελευθερία και την εκφραστικότητα του ρομαντισμού και ένα σύγχρονο, «νεομεταρομαντικό», σε «απολύτως τονικό» ιδίωμα, όπου τις δύο πρώτες ονειρικές και άλλοτε έντονα ρυθμικές κινήσεις, ακολουθεί μία περισσότερο ζωηρή.
Διαβάζουμε ότι οι τέσσερις μουσικοί, ο Δημήτρης Καρακαντάς (βιολί), η Λεά Ενινό (βιόλα), ο Ζερεμί Μπιγιέ (βιολοντσέλο) και η Αλεξία Μουζά (πιάνο) συναντιούνται για πρώτη φορά μαζί. Ένα σύντομο residency που φιλοξενήθηκε στα «Μουσικά δωμάτια», τους δύο άρτια εξοπλισμένους χώρους προβών του Ιδρύματος Schwartz στη Χώρα της Σάμου, που παρέχουν εξαιρετικές ακουστικές συνθήκες, καθώς και από ένα πιάνο με ουρά έκαστο, ένα σετ ντραμς και στο άμεσο μέλλον επαγγελματικές δυνατότητες ηχογράφησης.
Ακούγοντας τους νέους μουσικούς δεν θα μάντευε εύκολα κανείς την σύντομη διάρκεια της γνωριμίας τους. Η επικοινωνία τους διακρίνεται από αμεσότητα, οικειότητα και αμοιβαιότητα· έχεις έντονα την αίσθηση ότι γίνεσαι κοινωνός μίας ανταλλαγής μεταξύ ίσων. Αναδεικνύουν σε κάθε έργο τη δομή, τα μοτίβα, τις φράσεις, τα θέματα, τη μελωδική και ρυθμική συνοχή, τις εναλλαγές, τις εκφραστικές επιλογές στις ταχύτητες, τις δυναμικές, το τέμπο, στοιχεία που αναγνωρίζουν περισσότερο εξοικειωμένοι. Ταυτόχρονα, συνυφαίνοντάς τα καταθέτουν μία ολοκληρωμένη καλλιτεχνική πρόταση για κάθε έργο, που συνεπαίρνει ακόμη και τους λιγότερο μυημένους. Σαν να αναδεικνύει η άψογή εκτέλεσή καθενός από τα έργα, μία εφήμερη μεν, ισχυρή δε συμμαχία.
Τους ακούω συγκεντρωμένα και, την ίδια στιγμή, τους παρακολουθώ με προσοχή. Ό,τι πιο προνομιακό άλλωστε σε μία συναυλία είναι, πέρα από την αμεσότητα του ζωντανού ήχου, η συμ-παρουσία με τα σώματα των ερμηνευτών. Η άμεση, ισχυρή κοινή παρουσία τους δίνει ορατότητα ταυτόχρονα στη μουσική αλλά και στη μεταξύ τους ομοθυμία. Τα έμπειρα ενεργά σώματά τους στη σκηνή, υλοποιούν έναν ιδιαίτερο χορό και καθώς συγχρονίζονται εμφανίζουν τη σωματική διάσταση της μεταξύ τους σύμπνοιας, σαν μια ιδιαίτερη σωματική εκδοχή της μουσικής. Σώματα ταυτόχρονα χαλαρά και ζωηρά, συγκεντρωμένα και συνεχώς σε ροή.
Η σωματικότητα αυτή επηρεάζεται, συνειδητοποιώ, εξίσου από το ρεπερτόριο αλλά και από την υλικότητα κάθε οργάνου, τον όγκο του, τους τρόπους αφής του, την τεχνική που «επιβάλλει».
Lachrimæ Lyræ – Δάκρυα της ξενιτιάςΗ βιόλα ντα γκάμπα (σε διαφορετικά μεγέθη) και η κωνσταντινουπολίτικη λύρα που συνυπάρχουν στη σκηνή στις 12 Αυγούστου, έχουν από τεχνικής απόψεως, παρόλο το διακριτά διαφορετικό τους ηχόχρωμα, αρκετά κοινά: «ο ερμηνευτής κρατάει το δοξάρι με την ίδια στάση, με την παλάμη του χεριού προς τα επάνω, ενώ αμφότερα τα όργανα έχουν σχήμα αχλαδιού και είναι χορδισμένα με ανάλογο τρόπο» διαβάζουμε στο πρόγραμμα.
Το μπαρόκ L’ Archèron (Φρανσουά Ζουμπερ-Καγιέ, Ωντ-Μαρί Πιλόζ, Σάρα Φαν Αουντενχάουφε, Ανδρέας Λινός) και ο Σωκράτης Σινόπουλος ερμηνεύουν το έργο Lacrimae ή Επτά δάκρυα του John Downland σε μία ιδιαίτερη σύνθεση με αυτοσχεδιασμούς και ελληνικούς χορούς. Διανοίγουν γέφυρες ανάμεσα σε παράλληλους, φαινομενικά αντιθετικούς κόσμους, συνδέουν διακριτές γεωγραφίες, δημιουργούν αρμούς σε διαφορετικές στιγμές της μουσικής ιστορίας, ενώ την ίδια στιγμή πειραματίζονται, διευρύνοντας τις δυνατότητες κάθε οργάνου.
Μία συναυλία περισσότερο γαλήνια, εσωστρεφής, που διαστέλλει με τον μοναδικό τρόπο που μόνο η μουσική μπορεί, τον χρόνο και τον χώρο, ενώ μεταφέρει κυματοειδώς την ταλάντωση των χορδών εσωτερικά, στα σπλάχνα της πλατείας. Αντίστοιχα τα λιγότερο κινητικά, σε σχέση με την προηγούμενη μέρα σώματα των μουσικών καθρεφτίζουν αυτή την εσωστρέφεια, ενώ ζωηρεύουν κάπως περισσότερο τις στιγμές των χορών οπότε, ιδιαίτερα του Σωκράτη Σινόπουλου που μοιάζει να απολαμβάνει με χαρά μίαν ελευθερία. Πλάι στην εσωτερικότητα διακρίνω ένα ιδιαίτερο, παιχνιδιάρικο χιούμορ σε αυτή την ατμοσφαιρική συναυλία που επιβεβαιώνει η επιλογή του encore.
Feast of the human voiceΗ τρίτη και τελευταία μέρα του φεστιβάλ κλείνει με μία «γιορτή της ανθρώπινης φωνής». Ένα «ποτ πουρί» με έργα Μότσαρτ, Πέρσελ, Ρουτζιέρι, Σούμπερτ, Χατζιδάκη, Νάιμαν και Στράους, με την καταπληκτική φωνή του εξαιρετικού κόντρα τενόρου Χαβιέρ Σαμπάτα, τον Πάνο Ηλιόπουλο στο τσέμπαλο, καθώς και μουσικούς που έπαιξαν σε προηγούμενες συναυλίες (Αλεξία Μουζά, Ζερεμί Μπιγιέ , Ανδρέα Λινό , Σάρα Φαν Αουντενχάουφε και Ωντ Μαρί Πιλόζ). Το κονσέρτο ξεκινά απρόβλεπτα με τον ήχο της καμπάνας που σημαίνει κάποιον εσπερινό. Οι μουσικοί στη σκηνή περιμένουν να σβήσει η αντήχησή της, δίνοντας το στίγμα της δικής μας σιωπηλής, ενεργητικής ακρόασης. Όλα είναι παρόντα: η καθαρή άρθρωση, η διαλογική βαθιά τους επικοινωνία, οι εκδοχές της σωματικότητας της μουσικής τους, η επίδραση της φωνής στα δικά μας σώματα.
Μετά το Lindenbaum του Σούμπερτ μας περιμένει μία έκπληξη, ένα ιδιαίτερο μουσικό χιούμορ, ίσως όχι αναγνωρίσιμο ως αστείο στο σύνολο των θεατών. Ο Πάνος Ηλιόπουλος συνθέτει αυτοσχεδιάζοντας ένα πρελούδιο και μία φούγκα, βασισμένα αντίστοιχα στις μελωδίες του «Κύκνου» και του «Ελέφαντα» από το Καρναβάλι των ζώων του Σεν Σανς, (το 2021 ονομάζεται «χρονιά Σεν Σανς» λόγων των εκατό χρόνων από το θάνατό του συνθέτη) δίνοντας έτσι το στίγμα της συναυλίας. Πρόκειται για να κονσέρτο με ιδιαίτερες ενορχηστρώσεις. Η επιλογή τριών τραγουδιών από τον Μεγάλο Ερωτικό του Χατζιδάκι («Με την πρώτη σταγόνα της βροχής», «Σ’ αγαπώ» και «Πέρα στο θολό ποτάμι»), μεταγραμμένων για μπαρόκ σύνολο από τον Μιγκέλ Ανρύ και σε μετάφραση Ιάσονα Μαρμαρά, εμφανίζει αυτό το ιδιαίτερο παιχνίδι και στο μη εξειδικευμένο κοινό.
Στη λογική αυτή της συνάντησης, το έργο του Νάιμαν που επιλέχθηκε μελωποιεί «στίχους» του Μότσαρτ, το Morgen του Ρίχαρντ Στράους ερμηνεύτηκε σε ενορχήστρωση για μπαρόκ σύνολο (του Πάνου Ηλιόπουλου), όπως επίσης και μια δεύτερη εκδοχή του έργου Music for a while του Πέρσελ, μετά την πρόσκληση από το ζωηρό χειροκρότημα του κοινού –το ακούσαμε αρχικά για τσέμπαλο και βιολοντσέλο. Κλείνοντας τη συναυλία ο Σαμπάτα, επιβεβαίωσε αυτήν την επιλογή νέων ενορχηστρώσεων.
Έχοντας πια στις αποσκευές μου και τις τρεις συναυλίες, καθώς ο Αύγουστος οδεύει στο τέλος του και επιστρέφουμε στο αστικό τοπίο, σκέφτομαι, πέρα από την διάθεση να ακούσω ξανά πολύ μουσική, ίσως και να ξαναπαίξω αν βρεθεί χρόνος, τη σημασία αυτών των μουσικών συναντήσεων. Αν σε έναν τόπο όπως η Αθήνα θα ήταν σημαντικές, για έναν τόπο όπως η Σάμος μοιάζουν πολύτιμες, καθώς η εξαιρετικά υψηλή τους ποιότητα συνδυάζεται με το πολύ χαμηλό κόστος εισιτηρίου που τις καθιστά προσβάσιμες σε όλους.
Πλάι σε αυτές τις σκέψεις, ξαναθυμάμαι την αίσθηση του να παίζεις μαζί. Η εμπειρία της συνύπαρξης με ίσους όρους που προσφέρει η «μουσική δωματίου» για εκείνους που παίζουν, οι τρόποι με τους οποίους ακούς εξίσου ενεργά τις φωνές των άλλων με την προσοχή στραμμένη στη δική σου παρτιτούρα, με κάνει να σκέφτομαι ότι είναι ίσως ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα συλλογικού πράττειν: ανάμεσα σε ανθρώπους πολλών εθνικοτήτων που στρέφονται με ενδιαφέρον σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, άλλες γεωγραφικές περιοχές, πολλαπλά μουσικά ιδιώματα. Αναγνωρίζω τις ιδιαίτερες συνθήκες, το μικρό του μέγεθος και τις κοινές συνήθειες που συνδέουν όσους το μοιράζονται. Η εκπαίδευση της μουσικής διαμορφώνει άλλωστε κοινούς τρόπους του ζειν.
Παρόλα αυτά, σκέφτομαι ότι είναι ένα γοητευτικό σχήμα συνάντησης, μία πρόταση συμβίωσης, μία εφαρμοσμένη μορφή συμμαχίας. Κι έτσι, μοιάζει συμβατός ο τρόπος με τον οποίο μετά από κάθε συναυλία το спокойной ночи, Gute Nacht. και bonne nuit μπερδεύεται με την καληνύχτα.