Ο υποψήφιος για Όσκαρ Τοντ Χέινς πέρασε την καραντίνα στο Λος Άντζελες βάζοντας τις τελευταίες πινελιές στο επερχόμενο μουσικό ντοκιμαντέρ του «The Velvet Underground». Μετά από την υπερενθουσιώδη υποδοχή που επιφύλαξε το κοινό του κινηματογραφικού φεστιβάλ των Καννών, το νέο του πορτραίτο για την πιο καθοριστική ροκ μπάντα της Νέας Υόρκης των 60s πρόκειται να προβληθεί σε επιλεγμένες κινηματογραφικές αίθουσες και παγκόσμια στο Apple TV+ από τις 15 Οκτωβρίου.
Μπορείτε να δείτε το επίσημο trailer του ντοκιμαντέρ εδώ: Η επίσημη σύνοψηΤο μουσικό συγκρότημα Velvet Underground δημιούργησε έναν νέο ήχο ο οποίος άλλαξε τον κόσμο της μουσικής παγκοσμίως κερδίζοντας του επάξια μια θέση ανάμεσα στις πιο αξιοθαύμαστες ροκ εντ ρολ μπάντες. Σε σκηνοθεσία του αναγνωρισμένου κινηματογραφικού δημιουργού Τοντ Χέινς («Carol», «I’m Not There»), το «The Velvet Underground» εξιστορεί πως το συγκρότημα έγινε ένας πολιτιστικός ακρογωνιαίος λίθος αντιπροσωπεύοντας ένα εύρος αντιθέσεων: Η μπάντα είναι σύγχρονη και συνάμα διαχρονική, λόγια και ρεαλιστική, με ρίζες στην υψηλή τέχνη και στην street culture.
Η ταινία περιέχει εκ βαθέων συνεντεύξεις με πρόσωπα-κλειδιά της εποχής, πολύτιμο ακυκλοφόρητο υλικό από εμφανίσεις, μια πλούσια συλλογή ηχογραφήσεων, φιλμ από τον Άντι Γουόρχολ και άλλη πειραματική τέχνη, η οποία δημιουργεί μια εμβυθιστική εμπειρία σε αυτό που το ιδρυτικό μέλος Τζον Κέιλ περιγράφει ως το δημιουργικό έθος της μπάντας: «Πως να είσαι κομψός και πως να είσαι κτηνώδης».
Όπως δήλωσε και ο σκηνοθέτης Τοντ Χέινς σε συνέντευξη του στο Indiewire, το ντοκιμαντέρ επιστρατεύει το στυλ μιας avant-garde ταινίας επειδή αυτός ήταν ακριβώς ο τρόπος που το κίνημα εμπότιζε τη μουσική των The Velvet Underground εκείνη την εποχή: «Το συγκρότημα διαμορφώθηκε από το avant-garde σινεμά και την κουλτούρα της Νέας Υόρκης της εποχής. Αυτό συνέβαινε με κάθε μέσο, είτε με τον Κέιλ να ζει με τον Τζακ Σμιθ στη Ludlow Street, είτε με την μπάντα να γράφει μουσική για μια σειρά πολυμεσικών ταινιών του Τζόνας Μέκας. Όλα είχαν να κάνουν με το να ξεπερνάς τα όρια».
Πηγή: Indiewire