Αμάλ, περπάτα και μην γυρίζεις πίσω
Γιατί η τέχνη που ακούει την κοινωνία δεν έχει να φοβάται τίποτα. Τι μάθαμε από το δρώμενο της περιπατητικής πορείας της κούκλας Αμάλ.
Πρώτα ήταν κάποιοι ιεράρχες. Εκείνοι που επιμένουν στο δόγμα και όχι στην ουσία της πίστης. Ακολούθησαν οι συνωμοσιολόγοι· αυτοί που βλέπουν σκοτεινά κέντρα αποφάσεων ακόμα και πίσω από ένα καλλιτεχνικό δρώμενο με αμιγώς ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά. Κι ύστερα ήταν οι οργανωμένοι μισαλλόδοξοι, οι τυφλοί φανατικοί. Αυτοί που είναι διατεθειμένοι να βγουν στο δρόμο, να πλακωθούν και να πλακώσουν στο ξύλο, να πετάξουν πέτρες και αυγά σε μια ειρηνική πομπή τέχνης καθώς παιδιά – κυρίως παιδιά – την απαρτίζουν. (Το δυστύχημα είναι πως έχουν και παιδιά στο σπίτι).
Στόχος μιας θλιβερής μειοψηφίαςΗ Αμάλ, η μαριονέτα – σύμβολο και πύκνωση της παιδικής προσφυγιάς, αναχώρησε προχθές από το λιμάνι του Πειραιά και την Ελλάδα. Το ταξίδι της, ειδικά στην ενδοχώρα, δεν ήταν καθόλου ανέφελο. Εκδιώχθηκε, λοιδορήθηκε, απαγορεύτηκε, θεωρήθηκε ως απειλή, παράγοντας αλλοίωσης ιδεών και εδραιωμένων ηθών. Και να σκεφτεί κανείς πως όλα αυτά συνέβησαν από μια, μόνο, θλιβερή κι επικίνδυνη μειοψηφία η οποία βλέπει παντού εχθρούς· ακόμα και στο πρόσωπο μιας κούκλας με ξύλινα πόδια που περπατάει στους δρόμους της Λάρισας, της Ελευσίνας, του Πειραιά.
Αναρωτιέται κανείς αν ένα παιδί, ένα πραγματικό παιδί – με χέρια και πόδια από σάρκα και κόκκαλα – την αντικαθιστούσε. Ένα παιδί ανάμεσα στα χιλιάδες που βρίσκονται μόνα και αβοήθητα εκεί έξω, έχοντας διανύσει αμέτρητα χιλιόμετρα, από ξηράς και θαλάσσης, χωρίς κάποιον να τα προστατεύσει, έρμαια της φτώχειας, της κακουχίας, των κυκλωμάτων trafficking και των δουλεμπόρων, πιθανά θύματα βιασμών ή άλλων αδιανόητων κακοποιήσεων. Στην πραγματικότητα, η Αμάλ είναι όλα αυτά τα παιδιά του κόσμου. Είναι μια απόπειρα χωρητικότητας όλων αυτών των τραγικών ιστοριών που ανώνυμα κι αθόρυβα περπατούν δίπλα μας ή αιχμαλωτίζονται σε μεταναστευτικές δομές, σκοτώνοντας ό,τι παιδικό επιβιώνει μέσα τους.
Μια καλλιτεχνική δράση ανθρωπιάςΣε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, η Αμάλ είναι μια ανανεούμενη παράσταση δρόμου. Μια περιπατητική καλλιτεχνική δράση που επιχειρεί, περιοδεύουσα, να εκπαιδεύσει την ανθρωπιά και να ψηλώσει τον δείκτη ευαισθησίας μας στον ανθρώπινο, στον παιδικό πόνο. Κι όλοι όσοι βαφτίστηκαν διώκτες της είναι, προφανώς, ανίκανοι να κατανοήσουν την τέχνη ως μέσον προς αυτές τις κατευθύνσεις.
Πόσες φορές, εκπρόσωποι της Εκκλησίας δεν έχουν στραφεί κατά έργων τέχνης με το επιχείρημα της προσβολής των θρησκευτικών ηθών; Πόσες φορές, ακροδεξιά στοιχεία δεν έχουν αποπειραθεί να φιμώσουν – με την γνωστή μέθοδο του ανεξέλεγκτου μένους – παραστάσεις που αφηγούνται ιστορίες για το διαφορετικό; Είναι αυτός ο σφυγμός της ελληνικής κοινωνίας; Ασφαλώς και όχι. Ωστόσο, κάθε μορφή ακρότητας, εκφράζεται παραδοσιακά με πολύ θόρυβο – συχνά και με βία. Καταφέρνοντας να συσκοτίσει κι άλλο τον θολό μας ορίζοντα.
Η τέχνη δεν φοβάταιΕξ ορισμού, ο δρόμος της Αμάλ – και κάθε Αμάλ – δεν ήταν στρωμένος με ρόδα. Εξάλλου, αν ήταν, η χειρονομία αυτή (που ξεκίνησε από τα βάθη της Μέσης Ανατολής και θα καταλήξει στο Μάντσεστερ) θα έμοιαζε περιττή. Αλλά η τέχνη ποτέ δεν περισσεύει. Πόσω μάλλον, εκείνη που ακούει τη φωνή της κοινωνίας, τους ψιθύρους και τις κραυγές της ανάγκης, τους βάζει πόδια και τους λέει «περπάτα». Αυτή η τέχνη δεν έχει τίποτα να φοβάται, τελικά.
Κάπου πέτυχα μια φωτογραφία όπου ένα κοριτσάκι – Ελληνόπουλο αλλά μελαχρινάκι – κρατούσε στην αγκαλιά της μια κούκλα. Ένα πάνινο, μικρό ομοίωμα της μαριονέτας Αμάλ είχε στριμωχτεί κάτω από τη μασχάλη της. Στο άλλο χέρι, ένα λευκό περιστέρι από χαρτί. Αυτά περί χωρητικότητας.