Βασιλιάς Όττο
Το ποδοσφαιρικό θαύμα του Ρεχάγκελ και την εθνικής Ελλάδας στα γήπεδα της Πορτογαλίας το καλοκαίρι του 2004.
Το καλοκαίρι του 2004 η Ελλάδα άφησε άφωνη την ποδοσφαιρική Ευρώπη. Οι θεατές ανά τον κόσμο παρακολούθησαν με δυσπιστία και δέος το αουτσάιντερ του θεσμού, μία ομάδα που δεν είχε μέχρι τότε ούτε νίκη σε σημαντική διοργάνωση, να κερδίζει τους γίγαντες της Ευρώπης. Ο αρχιτέκτονας πίσω από αυτό τον απροσδόκητο θρίαμβο ήταν ο Γερμανός προπονητής Όττο Ρεχάγκελ.
Το κερδισμένο στοίχημαΔεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι το Α και το Ω του ανεπανάληπτου θριάμβου ήταν ο Ρεχάγκελ. Με ικανοποίηση διαπιστώνουμε ότι το ντοκιμαντέρ του ελληνογερμανού σκηνοθέτη κινείται προς την σωστή κατεύθυνση αν και υπάρχει μια διάθεση εξιδανίκευσης της κατάστασης, παρουσιάζοντας την συγκεκριμένη φουρνιά παικτών ως μια από τις κορυφαίες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ας δεχτούμε ότι είναι μια ατυχής εκτίμηση αν και εκ του αποτελέσματος κάποιοι θα ισχυριστούν ότι αυτή είναι η αλήθεια. Όμως οι γνώστες του ποδοσφαίρου ξέρουν πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Τι έγινε λοιπόν και τούτη η απλώς καλή ομάδα έφτασε στην κορυφή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου; Ως ένα βαθμό η απάντηση δίνεται στην περιγραφή της προσωπικότητας του Γερμανού πρωτομάστορα.
Έχοντας σημειώσει τεράστιες επιτυχίες στις μη παραδοσιακά ισχυρές γερμανικές ομάδες που ανέλαβε, ο Ρεχάγκελ πήρε το καλοκαίρι του 2002 το ρίσκο να αναλάβει ένα ακόμη αουτσάιντερ, την αδύναμη ελληνική ομάδα ποδοσφαίρου. Οι εκ διαμέτρου αντίθετες κουλτούρες ενώθηκαν, μίλησαν την ίδια γλώσσα και έγραψαν μαζί ένα νέο κεφάλαιο στην Ελληνική μυθολογία, αλλά ο μύθος αυτός είχε τη σφραγίδα του ξεροκέφαλου αλλά λάτρη της πειθαρχίας «Βασιλιά Όττο», που δεν μάσησε από τα «μεγάλα» ονόματα (έξω ο Γεωργάτος, αναπληρωματικοί οι Τσιάρτας και Ντέμης κ.ο.κ) κι έφτιαξε τη δική του ομάδα. Των πιστών και πιο μέτριων στρατιωτών που πίστεψαν το όραμα του και το υπηρέτησαν με αυταπάρνηση κι αυτοθυσία.
Έτσι δημιουργήθηκε μια συμπαγής ομάδα που δύσκολα μπορούσε να χάσει. Αν σε αυτό προσθέσεις και την εύνοια της τύχης σε συνδυασμό με τις ψυχολογικές ντόπες του προπονητή πριν από κάθε «τελικό», έχεις μια σχεδόν πλήρη εικόνα του «τι ζήσαμε τότε». Για τα παρασκήνια, τις εξομολογήσεις και το ξαναζωντάνεμα εκείνων των ανατριχιαστικών στιγμών το φιλμ αξίζει και με το παραπάνω.