Κυρίως για ποδόσφαιρο είχαμε μιλήσει με τον Nick Gold. Ήταν τότε στις Κάνες, στο Midem, το ετήσιο ραντεβού ανθρώπων της μουσικής από όλο τον κόσμο. Όπου μπορούσες να συναντήσεις τους πάντες και να ακούσεις τα πιο απίθανα πράγματα. Με αφετηρία τη μουσική. Ή και όχι. Ευκαιρία πάντως να πετύχεις καλλιτέχνες, μουσικούς, παραγωγούς και γενικά ωραίους τύπους που κυκλώνουν τη μουσική από πολλές και διάφορες πλευρές της.
Ένας από αυτούς και ο Nick Gold από την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία World Circuit. Αργότερα θα γινόταν ο άνθρωπος-κλειδί που θα άνοιγε διάπλατα την πόρτα της Κουβανέζικης μουσικής στον κόσμο. Ως… σωστός Άγγλος, ο Gold είχε επίσης να πει ένα σωρό πράγματα για Manchester, Liverpool, Arsenal… για το αγγλικό ποδόσφαιρο γενικά, φαν κι εγώ, τα λέγαμε πολλή ώρα. Το μουσικό του ενδιαφέρον εκείνη την εποχή ήταν στραμμένο κυρίως στην Αφρική. Και ήθελε να κάνει κάτι με μουσικούς από εκεί. Ίσως και με μουσικούς της Κούβας, που αγαπούσε πολύ να τους ακούει.
Tο φαινόμενο Buena Vista Social ClubO Nick Gold θα γινόταν ο παραγωγός του θρυλικού Buena Vista Social Club, που αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 25 χρόνια από την κυκλοφορία του. Ένα από τα πιο πετυχημένα άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής. Αν σκεφτεί κανείς το γκελ που έκανε στον κόσμο- μαζί με τα εκατομμύρια που έχει πουλήσει ως σήμερα.
Μαζί με τον Nick Gold, o μεγάλος Ry Cooder– από τις πιο ιδιαίτερες κιθάρες στο ροκ και πολλά ακόμη. Και ο Juande Marcos σε ρόλο διοργανωτή αυτής της απίστευτης περιπέτειας.
Για τα 25χρονα του άλμπουμ, ο Ry Cooder και ο Nick Gold σκάλισαν τις αυθεντικές ηχογραφήσεις και ετοίμασαν μια νέα Deluxe Remaster έκδοση, με κομμάτια από τα sessions του 1996 που δεν είχαν βγει τότε. Με νέα κείμενα να τις συνοδεύουν και φωτογραφίες που βλέπουμε πρώτη φορά, στο φρέσκο πακέτο Buena Vista.
Το Buena Vista Social Club μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν ταξίδεψε την μουσική της Κούβας- son, boleros, danzón…- σε όλο τον κόσμο. Έβγαλε σε περιοδείες τους απίστευτους μουσικούς του που, σε ηλικίες που άλλοι λένε παραμύθια στα εγγόνια τους, εκείνοι γέμιζαν αίθουσες και στάδια και τους αποθέωνε το κοινό.
Το ντοκιμαντέρ Buena Vista Social Club, του Wim Venders πίσω από την κάμερα, έδωσε στον κόσμο την πρώτη, πανοραμική εικόνα- μαζί με αυθεντικά κομμάτια ιστορίας της Κουβανέζικης μουσικής.
Κανείς από τους δημιουργούς του, πάντως, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι οι επτά μέρες που πέρασαν στα ιστορικά στούντιο Egrem της Αβάνας, θα ‘γεννούσαν’ ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Πώς ξεκίνησε…Και είχε ξεκινήσει κάπως έτσι: Ο Nick Gold αγαπούσε πολύ τις Κουβανέζικες μουσικές από τις δεκαετίες του 40 και 50 και είχε λατρεία στον Arsenio Rodriguez. Γνωστό και σαν “νονό της salsa”. H δύναμη, ο ρυθμός, οι μελωδίες, όλα αυτά και ακόμη πιο πολύ, οι ίδιοι οι μουσικοί τον ενθουσίαζαν.
“Ξέρεις”, του είπε κάποια στιγμή ο Juande Marcos που έπαιζε με τους Sierra Maestra και με τον οποίο μιλούσε ο Gold. “Πολλοί από τους μουσικούς του Arsenio ζουν ακόμη και παίζουν στην Αβάνα. Και ο Ruben Gonzalez ο πιανίστας; Και ο Ruben. Κάπου παίζει κι αυτός.”
Άρχισε έτσι να τους ψάχνει. Προς μεγάλη του χαρά, όντως, πολλά από τα είδωλά του ζούσαν. Είχαν αφήσει βέβαια πίσω τις καριέρες τους και έκαναν άλλες μικρές δουλειές. Τραγουδούσαν ή έπαιζαν σε μικρά μαγαζιά για να διασκεδάζουν τον κόσμο.
Γρήγορα μπήκε στο παιχνίδι ο Ry Cooder. Με τον οποίο ο Gold συνεργαζόταν στην παραγωγή του άλμπουμ Talking Timbuktu, του Μαλινέζου Ali FarkaTouré, μεταξύ άλλων. Ο σπουδαίος Ry Cooder αγόραζε φανατικά δίσκους των Κουβανών που έβρισκε στα δισκάδικα της Νέας Υόρκης, περήφανος για τη συλλογή του. Οπότε ήταν αμέσως ‘μέσα’.
Αρχικά η ιδέα ήταν να ηχογραφήσουν στην Κούβα με μουσικούς από την Αφρική μαζί και είχαν ‘κλείσει’ στούντιο για να το κάνουν. Κάποιοι από τους Αφρικανούς τα κατάφεραν. Και έτσι έγραψαν το Afro-Cuban All Stars άλμπουμ- αλλά άλλοι όχι. Υπήρχε πρόβλημα με τα διαβατήριά τους. Φάνηκε γρήγορα ότι δεν γινόταν να προχωρήσει περισσότερο εκείνη η ιδέα. Eίπαν ωστόσο, να κρατήσουν τους Κουβανούς. Είχαν όλοι τους άλλωστε εντυπωσιαστεί.
Τα θέματα με τα διαβατήρια και τα ταξίδια στην Κούβα ‘κολλούσαν’ αρκετά και υπήρχαν καθυστερήσεις. Αργότερα μάλιστα σε μια συνέντευξη που είχα κάνει με τον Ry Cooder, με αφορμή το My Nameis Buddy άλμπουμ του, μού είχε πει ότι κάποια στιγμή μεσολάβησε ο ίδιος ο Bill Clinton, τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών –και φαν της τζαζ… ο πρόεδρος με το σαξόφωνο- για να προχωρήσουν τα πράγματα.
Όλοι λοιπόν εκείνοι οι απίθανοι μουσικοί, οι φανταστικοί τραγουδιστές που είχαν αποσυρθεί, είχαν ξαφνικά την ευκαιρία να επιστρέψουν στη σκηνή.
Οι περιγραφές από τις συναντήσεις τους στο στούντιο της Αβάνας είναι συγκινητικές. Από την πρώτη στιγμή που πατούσαν το πόδι τους και έβλεπαν παλιούς φίλους και συναδέλφους που είχαν χαθεί με τον καιρό, το δωμάτιο γέμιζε συγκίνηση και συναίσθημα. Και οι ηχογραφήσεις έπιασαν ακριβώς αυτά. Επιπλέον, κάτι ακόμη ξεχωριστό. Ήταν η δυναμική των θρυλικών Egrem στούντιο, που είχαν μείνει ίδια όπως ήταν στην δεκαετία του 50 με την αυθεντική vintage ατμόσφαιρα. Και τον ήχο.
Τα δωμάτια, ψηλά και ευρύχωρα, τα πάντα μέσα εκεί φτιαγμένα από ξύλο. Με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να χαθεί αυτή τη μαγεία. Τα μικρόφωνα μάλιστα τοποθετήθηκαν ψηλά έτσι ώστε να ‘πιάνουν’ τον ήχο που έδινε όλος αυτός ο χώρος.
Η ψυχή όλης αυτής της υπόθεσης βέβαια ήταν οι άνθρωποι οι ίδιοι.
Είχαν στο μεταξύ εντοπίσει τον Compay Segundo, κάπου 80 χρονών τότε, που δεν ήθελε να ηχογραφήσει γιατί είχε δισκογραφικό συμβόλαιο. Χρειάστηκε να λυθεί και αυτό το θέμα.
Το πρώτο κομμάτι που ηχογράφησαν ήταν το Chan Chan… ψάχνοντας μάλιστα να βρουν φωνή. Εκεί μπαίνει στο σχήμα ο Ibrahim Ferrer καθώς ο Ry Cooder αναζητούσε μια πιο «απαλή» φωνή. Ο Ibrahim- είναι γνωστή η ιστορία- δεν ήθελε να ξανατραγουδήσει. Δεν είχε καμία όρεξη να μπει στο στούντιο. Είχε ζήσει περιπέτειες με την δισκογραφία και δεν τον ενδιέφερε να ξαναμπεί σε «μπελάδες». Ο Juande Marcos πήγε σπίτι του και τον βρήκε. Σχεδόν τον έσυρε στο στούντιο. Εκεί ήταν ήδη μαζεμένοι οι άλλοι. Πού να φανταζόταν ο γερο-Ibrahim τι ξεκινούσε εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
«Τραγούδησε ο Ibrahim και έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό», θυμάται ο Nick Gold, με αφορμή τα 25χρονα του άλμπουμ. «Όλοι! Γιατί δεν ήταν γνωστός σαν τραγουδιστής των bolero, τραγουδούσε ως τότε κυρίως up-tempo…ήταν κάτι σαν μυστικό αυτό, η αγάπη του για τα boleros. Και ο Ibrahimέγινε παγκόσμιος σταρ.»
Μουσικοί που δεν είχαν παίξει μαζί μοναδικοί, φωνές με ιστορία όπως η Omara Portuondo η μοναδική γυναικεία φωνή στο σχήμα, «έδεσαν» σε ένα εκρηκτικό σύνολο.
Ήταν η χημεία, ήταν η στιγμή, ήταν αυτό που βγήκε αμέσως και αβίαστα στο στούντιο μετά τις πρώτες κιόλας νότες, που τους κράτησαν μαζί. Το σίγουρο είναι πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν από την αρχή σχεδιασμένο. Αλλά κάπως έτσι γίνονται τα καλύτερα πράγματα.