Όταν ήταν πολύ πολύ μικρή ήθελε να γίνει συγγραφέας. Για την ακρίβεια, ανέθετε στη μητέρα της – την ηθοποιό Ναταλία Τσαλίκη – να γράφει και της υπαγόρευε παραμύθια και θεατρικά έργα. Αλλά, όπως ομολογεί, γρήγορα τα εγκατέλειπε, αφού δεν είχε επιμονή. «Το γεγονός ότι δεν διάβαζα βιβλία με εμπόδιζε να εξελίξω την σχέση μου με το γράψιμο. Πριν τέσσερα χρόνια – έχοντας πλέον μια πολύ στενότερη επαφή με την λογοτεχνία – η απόπειρά μου να διοχετεύσω την σύγχυση που, τότε, βίωνα στο χαρτί ήταν αρκετά πιο επιτυχημένη. Υπήρχαν λέξεις, υπήρχαν εικόνες μέσα μου. Καθώς και πολύ μικρότερη αντίσταση στην δυνατή εμπειρία της δημιουργίας. Συνέβη ανεμπόδιστα και ηδονικά», εξηγεί σήμερα η Ηρώ Μπέζου. Και κάπως έτσι γεννήθηκε το πρώτο της θεατρικό έργο με τον τίτλο «Οι ναυαγοί».
Ιστορία για τρειςΤο έργο που στις 18 Οκτωβρίου κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Τέχνης – και μάλιστα σε δική της συν – σκηνοθεσία – είναι η ιστορία ενός νέου που επισκέπτεται το σπίτι του συγγραφέα ο οποίος τον σημάδεψε με την πρόθεση να του πάρει συνέντευξη. Είναι η ιστορία του συγγραφέα που έχει απαρνηθεί την ιδιότητά του και παλεύει να επαληθεύσει την θεωρία του μέσα από μια θυσία. Είναι η ιστορία της κόρης του που αρνείται να ενηλικιωθεί και παλεύει σαν το θηρίο στο κλουβί.
«Εστιάζει στο τι σημαίνει “οικογένεια”, πώς να αγαπήσεις, πώς να συνδεθείς χωρίς να χαθείς μέσα στον άλλον, πώς να ζήσεις μόνος και παράλληλα μαζί» σχολιάζει η ίδια, διευκρινίζοντας πως την έλκει «οτιδήποτε σχετίζεται με την οικογένεια. Με σχέσεις γονέων και παιδιών, αδερφών, συντρόφων. Παίρνω τις ιστορίες των άλλων πολύ προσωπικά».
Ολομόναχοι ζητούν βοήθειαΈνας συγγραφέας, ένας δημοσιογράφος, ένα νεαρό κορίτσι: Οι ήρωες της Μπέζου συνομιλούν κάτω από το μοτίβο μιας τριπλέτας, αφού νιώθει πως οι σχέσεις των ανθρώπων λειτουργούν πάντα σε τριάδες, όχι σε ζευγάρια. «Έχει να κάνει μάλλον με το ότι ο άνθρωπος γεννιέται από δύο γονείς» παρατηρεί. «Δεν είμαστε ποτέ εντελώς μόνοι με τον άλλον, είμαστε πάντα τρεις: Εμείς οι δύο και το φάντασμα κάποιου τρίτου, με το οποίο συνδιαλεγόμαστε. Γι’ αυτό και σε πολλά θεατρικά έργα τα πρόσωπα είναι τρία. Το περιβόητο “τρίτο πρόσωπο”, που του αποδίδουμε την ιδιότητα του εραστή ή της ερωμένης, είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο. Αυτό συμβαίνει και στο έργο μας. Δεν πρόκειται για ερωτικό τρίγωνο. Πρέπει να υπάρχουν τρεις για να λυθεί η κατάρα των δύο. Είναι ναυαγοί γιατί είναι ολομόναχοι και αναζητούν τον τρόπο να κραυγάσουν για βοήθεια».
Νιώθω ότι δεν πρόκειται για μια επαγγελματική απόπειρα, αλλά για ένα προσωπικό βήμα. Ένα μοίρασμα, ένα άνοιγμα προς τον κόσμο
Παρότι αποτελούν την πρώτη της απόπειρα, οι «Ναυαγοί» προέκυψαν σε σύντομο διάστημα. Ίσως επειδή την τροφοδότησε η ανάγκη της να κατανοήσει και να εμβαθύνει σε ένα αγαπημένο πρόσωπο· αλλά σύντομα κατέληξε αντιμέτωπη με πολλά αγαπημένα πρόσωπα. «Δεν είναι αυτοβιογραφικό κείμενο» ξεκαθαρίζει. «Δεν αφηγούμαι γεγονότα που συνέβησαν, αλλά καταστάσεις που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Που έχουν ίσως συμβεί στα όνειρά μου».
Εμπιστοσύνη στους φίλουςΟ πρώτος που πήρε το έργο στα χέρια του ήταν και ο συν- σκηνοθέτης της παράστασης αλλά κυρίως ο καλύτερος της φίλος, Γιάννης Παπαδόπουλος – οι συστάσεις του οποίου στάθηκαν καθοριστικές για την τελική του μορφή. «Όχι απλώς ζήτησα την γνώμη των φίλων μου, αλλά εκείνοι με παρακίνησαν και επέμεναν να το ανεβάσουμε. Αν δεν ένιωθα ότι έχουν εμπνευστεί τόσο οι άνθρωποι που εκτιμώ και αγαπάω, δεν θα έπαιρνα αυτήν την πρωτοβουλία. Είναι πολύ μεγάλο και τρομακτικό βήμα για μένα» ομολογεί. Και το κάνει ακόμα πιο μεγάλο, δοκιμάζοντας παράλληλα την πρώτη της συνεργατική σκηνοθεσία – και μάλιστα με ηθοποιούς, οι οποίοι είναι εξίσου οικεία πρόσωπα και συχνά μοιράζονται την ίδια σκηνή.
Και σκηνοθέτηςΣτην παρθενική της εμφάνιση ως συγγραφέας παραδέχεται πως δεν θα αναλάμβανε μόνη της να σκηνοθετήσει «όχι μόνο για συναισθηματικούς αλλά και για πρακτικούς λόγους: Eίμαι απροπόνητη και ίσως όχι ιδιαιτέρως χαρισματική σε ό,τι έχει να κάνει με το εικαστικό κομμάτι, με τον κόσμο που οφείλει να δημιουργεί ένας σκηνοθέτης και που τον καθιστά καλλιτέχνη. Αυτό το κομμάτι το ανέλαβαν πολύ πιο δυναμικά ο Γιάννης με την Εύα (Γουλάκου) και τον Τάσο (Παλαιορούτα). Σε ό,τι έχει να κάνει όμως με τη δραματουργία και τη δουλειά με τους ηθοποιούς, δεν γινόταν να μην την επωμιστώ. Θα ήταν λάθος, γιατί γνωρίζω το έργο καλά. Και μου άρεσε πάρα, πάρα πολύ η διαδικασία αυτή. Δεν θα σκηνοθετούσα όμως έργο κάποιου άλλου. Τώρα αισθάνομαι ασφάλεια και αυτοπεποίθηση γιατί είναι δικό μου».
Αυτή η αίσθηση του προσωπικού, μιας δικής της δοκιμασίας την οδήγησαν να επιλέξει και τη συγκεκριμένη διανομή: Γιάννος Περλέγκας, Μιχάλης Τιτόπουλος. Σοφία Κόκκαλη. Χρειαζόταν δηλαδή, την πίστη μιας κοινής κατεύθυνσης, μιας συγγένειας και λιγότερο την προώθηση ενός επαγγελματικού βήματος. «Στην προκειμένη περίπτωση ειδικά νιώθω ότι δεν πρόκειται για μια επαγγελματική απόπειρα, αλλά για ένα προσωπικό βήμα. Ένα μοίρασμα, ένα άνοιγμα προς τον κόσμο. Επομένως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Μερικές φορές στην πρόβα, όταν κάτι καταφέρνουμε, ή όταν δυσκολευόμαστε, συνειδητοποιώ πόσο πολύτιμο είναι να δουλεύεις, να συμπορεύεσαι με ανθρώπους που έχετε κοινές επιθυμίες και κοινό αγώνα. Και νιώθω πληρότητα κι ευγνωμοσύνη – δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Αλλά πρέπει να πραγματοποιηθεί και μια παράσταση, οφείλουμε να ανοίξουμε την πόρτα στον κόσμο, την πόρτα προς τον κόσμο. Γι’ αυτό μιλάει το έργο μας. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο», σημειώνει.
Θα το ξανακάνειΠαρόλα αυτά, η Ηρώ Μπέζου είναι πρόθυμη να ξαναμπεί στην ίδια δημιουργική διαδικασία, αυτή της συγγραφής. «Θα το ήθελα πολύ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρόκειται για πειραματισμό» λέει. «Πώς θα μπορούσε να μην είναι πειραματισμός απ’ τη στιγμή που βουτάω σε εντελώς άγνωστα νερά; Θέλει μεγάλο θράσος, που αγνοούσα ότι έχω. Φυσικά έχω την επιθυμία να το ξανακάνω, γιατί μου έδωσε μεγάλη κι αναπάντεχη ευχαρίστηση. Εμπιστεύομαι τη ζωή ότι θα μου δείξει τον δρόμο».