Μπορεί να ακούγεται και τετριμμένο αλλά το καλό θέατρο, τις περισσότερες φορές, έχει φτιαχτεί από παρέες. Μια τέτοια – και μάλιστα αντροπαρέα στα 30 something – ετοιμάζεται να μπουκάρει στο θέατρο της Κιβωτού κάθε Δευτέρα και Τρίτη ανεβάζοντας τους «Παίχτες» του Νικολάϊ Γκόγκολ.
Και μπορεί η πρόβα να μοιάζει απόψε με θηριοτροφείο και τα «ρε μα…» να ακούγονται στα διαλείμματα το ίδιο συχνά όσο και το κείμενο του Ρώσου λογοτέχνη αλλά ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιώργος Κουτλής είναι αποφασισμένος να παρουσιάσει ένα θέατρο ζωντανό. «Είναι ανάγκη να γιορτάσουμε τη δουλειά μας» λέει, και η φωνή του καλύπτεται από τον ορμητικό ήχο των ντραμς.
Γεύση από πρόβαΔίπλα στην πόρτα του προβάδικου, μια νύχτα στην οδό Λαμίας, μέσα σε ένα κάδο σκουπιδιών, χάσκουν μερικά money paper rolls. Θεωρητικά όλοι αυτοί οι τύποι που βρίσκονται στη σκηνή – Γιάννης Νιάρρος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Τζαβάρας, Γιώργος Μπουκαούρης και Χρήστος Στέργιογλου – για τα λεφτά τα κάνουν όλα. Η μήπως όχι;
«Πόσο θα ήθελα να τους γδύσω! Μόνο που το σκέφτομαι χτυπάει η καρδιά μου σαν τρελή, τρέμουν τα χέρια μου! Θέλω να τους μαδήσω!» φωνάζει με ασυγκράτητο ενθουσιασμό ο Βασίλης Μαγουλιώτης – αφού πρώτα έχει παραγγείλει κρασί, χαβιάρι, σολωμό και… «μερικές τραπουλίτσες». Οι κύριοι που πρόκειται να… γδύσει, είναι ο Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος. Οι δυο τους εμφανίζονται με κινήσεις γεμάτες κωμική χάρη αλλά και γκροτέσκα ένταση, ανταποκρινόμενοι στα «ιερά καθήκοντα» της χαρτοπαιξίας που μοιάζει να ορίζει την ύπαρξη όλων. «Κράτα για μια στιγμή ακόμα το ρεαλισμό» φωνάζει από το βάθος της αίθουσας, ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιώργος Κουτλής για να δοθεί η πάσα σε ένα σύντομο διάλλειμα. Κανείς, τελικά, δεν πηγαίνει στη θέση του αφού όλοι διερευνούν μικρές λεπτομέρειες της σκηνής.
Το έργοΛίγο πριν αποφοιτήσει από το Gitis, τη Ρωσική Ακαδημία Θεάτρου, ο Γιώργος Κουτλής είχε μεταφράσει τους «Παίχτες» του Νικολάϊ Γκόγκολ με σκοπό αυτή να είναι η πρώτη του σκηνοθεσία μόλις επαναπατριστεί. Tου άρεσε πολύ το έργο, λέει. Τελικά, τον πρόλαβε η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και το ντεμπούτο του με το «Παίζοντας το θύμα» – και πάλι σε ρώσικη δραματική των αδερφών Πρεσνιακόφ. Οι «Παίχτες» επανήλθαν σύντομα στο προσωπικό ‘ρεπερτόριο’ του, όταν συστήθηκε η ομάδα των πρωταγωνιστών. Δηλαδή προηγήθηκε η παρέα και πάνω σε αυτήν ταίριαξε η κλασική φάρσα.
Βασίλης Μαγουλιώτης: Είναι ένα καταπληκτικό στόρι με πολύ σασπένς και ανατροπές. Ένα ασταμάτητο, ιλιγγιώδες παιχνίδι εξαπάτησης. Τα πρόσωπα διψούν να εξαπατήσουν τους πάντες και η κομπίνα είναι γι’ αυτούς σκοπός ζωής
Ο Γκόγκολ στήνει ένα κυνηγητό για τον «κλέψα του κλέψαντος» σχολιάζοντας το πάθος του εθισμού και του αρρωστημένου ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων. Τοποθετεί τη δράση του σ’ ένα φτηνό πανδοχείο της επαρχιακής Ρωσίας, που γίνεται τόπος συνάντησης ενός έμπειρου χαρτοπαίχτη και μιας παρέας σεσημασμένων χαρτοκλεφτών, όπου βασιλεύει η διαφθορά και οι εξαρτήσεις. «Είναι ένα έργο με πάρα πολλά επίπεδα κι εγώ έχω μια μεγάλη αγάπη για το θέατρο μέσα στο θέατρο», εξηγεί ο σκηνοθέτης της παράστασης.
Μέσα στην άγρια φάρσα του ο Γκόγκολ παίζει με την αδρεναλίνη στις ψυχές των ανθρώπων που εδώ τροφοδοτεί το πάθος του τζόγου και «η ανάγκη να φάω τον άλλον. Για να αναδειχθώ ως ο ανώτερος, ως ο ικανότερος, ο πιο έξυπνος, ο πιο γρήγορος. Είναι ένα παιχνίδι σε τεντωμένο σχοινί και ο τζόγος αντανακλά το πρόβλημα κάθε εθισμού, μια προσπάθεια να κλέψεις τη μοίρα, άρα και τη ζωή» συνεχίζει ο Γιώργος Κουτλής.
Σε συνεργασία με τον ηθοποιό Βασίλη Μαγουλιώτη (πρωταγωνιστή του και στο «Παίζοντας το θύμα») ο οποίος υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, παρατηρούν πως «είναι ένα καταπληκτικό στόρι με πολύ σασπένς και ανατροπές. Ένα ασταμάτητο, ιλιγγιώδες παιχνίδι εξαπάτησης. Θα μπορούσε να έχει εμπνεύσει ταινίες όπως ‘Το κεντρί’ και το ‘Οcean’s Eleven’. Τα πρόσωπα διψούν να εξαπατήσουν τους πάντες και η κομπίνα είναι γι’ αυτούς σκοπός ζωής. Μας λένε πως γι’ αυτήν αξίζει να ζεις».
Οι ήρωες – Οι ηθοποιοίM’ έναν τρόπο, όλα τα πρόσωπα του στενού δημιουργικού πυρήνα της παράστασης συνδέονταν μεταξύ τους. Σπουδές, φιλίες, συνεργασίες έπλασαν μια παρέα που έφτασε να λέει «ας κάνουμε μια παράσταση μαζί». «Και το έργο έρχεται σχεδόν σαν αλληγορία σε αυτήν μας την επιθυμία αφού μιλάει για κάποιους τύπους που παίζουν» παρατηρεί ο Γιάννης Νιάρρος. Η κατακτημένη, σχεδόν, χημεία φάνηκε από τις πρώτες συναντήσεις της ομάδας. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής ομολογεί πως δεν μπόρεσε να κάνει «τραπέζι» – δηλαδή αναγνώσεις του έργου – αφού πρωταγωνιστές του άρχισαν να παίζουν το έργο.
«Οι ασκήσεις γνωριμίας έμοιαζαν να περιττεύουν» όπως σημειώνει και αυτό τους οδήγησε πολύ γρηγορότερα κοντά στα πρόσωπα των ηρώων: Ένα σύστημα ανθρώπων που γελοιοποιούνται υποσκάπτοντας ο ένας το συμφέρον του άλλου. «Μπορεί από γραφής οι χαρακτήρες να έχουν ελλείψεις για το ποιοι είναι ή από που έρχονται, αλλά σημασία έχει πως συναντώνται στην κατάσταση» σημειώνει ο Βασίλης Μαγουλιώτης. Και η κατάσταση εδώ αποκαλύπτει ήρωες βαθιά γελοίους που εθίζονται στην προσπάθεια να ταπεινώσουν ο ένας τον άλλο. Ξεχνώντας πως ελλοχεύει ο ίδιος κίνδυνος για όλους.
Γιώργος Κουτλής: Οι ‘Παίχτες’ είναι μια κωμωδία και ως δούρειος ίππος αποκαλύπτει πτυχές από τον ανθρώπινο ψυχισμό. Υπό αυτή την έννοια, η σκηνοθεσία μου είναι ένα τέχνασμα εξαπάτησης.
«Δεν είναι πολυδιάστατοι χαρακτήρες» προσθέτει ο Γιάννης Νιάρρος «αλλά χτίζουν την δράση τους σ’ ένα περιβάλλον έντασης και ανταγωνισμού και αυτό δίνει στον ηθοποιό την ελευθερία να παίξει στο 100% του. Να παίξει ακόμα και επιτηδευμένα κακά ή υπερβολικά. Να παίξει κι εδώ με τα όρια του».
Παρατηρώντας την ομάδα του, ο Γιώργος Κουτλής τους χαρακτηρίζει «ένα αμάξι με πολλούς ίππους στο οποίο εφαρμόζει τέλεια μια ιστορία εθισμού». Βεβαίως, αυτό φαίνεται να επηρεάζει και τις ερμηνευτικές ποιότητες από ηθοποιό σε ηθοποιό, όπως διαπιστώνει ο Βασίλης Μαγουλιώτης: «Αυτή η σύνθεση μας εξασφαλίζει μεγάλη χαρά γιατί από την πρόβα κιόλας μας ενώνει η αγάπη και ο θαυμασμός του ενός για τον άλλον. Είναι μεγάλη η χαρά να βλέπεις τους φίλους σου, να παίζουν τόσο ωραία. Το μόνο που θέλεις να κάνεις είναι να τους δώσεις μια αβάντα κι αυτό είναι λυτρωτικό συναίσθημα» λέει, υπονομεύοντας μ’ έναν τρόπο τους ήρωες που ερμηνεύουν, πρόσωπα ακραίου ανταγωνισμού.
Η σκηνοθεσίαΗ ιδιάζουσα συνθήκη της φιλίας οδηγεί τον Γιώργο Κουτλή σε μια σπάνια, για σκηνοθέτη, παραδοχή. Πως «αυτή είναι μια παράσταση που έχουμε φτιάξει παρέα». Παρόλα αυτά – κι ενώ λαμβάνει υπόψιν την σύνθεση της ομάδας – ο σχεδιασμός του είναι στέρεος. Τον απασχολεί το αίσθημα της σκηνοθεσίας να αιωρηθεί ανάμεσα στην αδρεναλίνη, στον υποκριτικό αυτοσχεδιασμό, το στοιχείο της μουσικής, της κίνησης. Και ταυτόχρονα της ανάδειξης όλων των ειδών που φιλτράρονται μέσα στο έργο: Από το γκροτέσκο και το μυστήριο έως το μελόδραμα και το ψυχολογικό θέατρο.
«Υπάρχει ένας σκηνοθετικός πλουραλισμός και η ανάγκη να είναι όλα τα επίπεδα του έργου ορατά. Οι ‘Παίχτες’ είναι μια κωμωδία και ως δούρειος ίππος αποκαλύπτει πτυχές από τον ανθρώπινο ψυχισμό. Υπό αυτή την έννοια, η σκηνοθεσία μου είναι ένα τέχνασμα εξαπάτησης. Εμφανίζονται στοιχεία εκεί που κανείς νόμιζε πως δεν υπήρχαν».
Η αισθητική της παράστασηςΤόσο τα σκηνικά της ‘Αρτεμις Φλέσσα όσο και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη γεννούν στοιχεία δραματουργίας. Το σκηνικό θα προβάλλει ως open stage με διάφορα επίπεδα που από τη μια θα εξυπηρετούν ρεαλιστικά την πλοκή κι από την άλλη θα αναδεικνύουν τις ποιητικές αναλογίες του έργου. Στο κέντρο της σκηνής, θα είναι στημένα τα ντραμς του Γιώργου Μπουκαούρη καθώς ο ρυθμός θα είναι κλειδί στην εξέλιξη της παράστασης.
Σύμφωνα με το σκηνοθέτη της παράστασης, Γιώργο Κουτλή, η μουσική είναι ένας επιπλέον χαρακτήρας του Γκόγκολ. Γι’ αυτό κι επιστρατεύει το μουσικό Αλέξανδρο Δράκο Κτιστάκη με την οδηγία να επενδύσει μουσικά την παράσταση λες και πρόκειται για κινηματογραφικό soundtrack. «Κάναμε τρομερή μελέτη πάνω στη δραματουργία. Παρακολουθούμε τη δράση διαρκώς, ώστε θα έλεγα ότι ελάχιστα κομμάτια της παράστασης δεν έχουν μουσική» παρατηρεί ο ίδιος. Στο μοτίβο της εξαπάτησης και η μουσική «έρχεται να δηλώσει κάτι άλλο από αυτό που συμβαίνει επί σκηνής».
Ο Κτιστάκης εισάγει πολλά και εκ διαμέτρου αντίθετα μουσικά είδη – από deep house, μέχρι thrash metal, αυτοσχεδιασμό κρουστών και χορωδιακά στοιχεία. «Είδη που μπορεί να μην ταιριάζουν μεταξύ τους αλλά στηρίζουν τα διάφορα στοιχεία της δραματουργίας». Σημαντικό ρόλο στην live εκτέλεση της μουσικής εκτός από τον ντράμερ Γιώργο Μπoυκαούρη, έχουν οι ηθοποιοί Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος και Γιάννης Νιάρρος.
H κινησιολογίαΜεγάλο μερίδιο στις ερμηνείες των ηθοποιών διεκδικεί η κινησιολογία που υπογράφει ο ηθοποιός και χορογράφος Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου. «Η παράσταση θα έχει πολλή κίνηση, στα όρια του χοροθεάτρου. Θα μπορούσα να πω ότι σε σημεία θυμίζει τους DV8. O λόγος μπαίνει μέσα στην κίνηση» σημειώνει.
Παρότι είναι η πρώτη φορά που χορογραφεί κωμωδία, ο Βαρδαξόγλου επιδιώκει «μια δεξιοτεχνία στην κίνηση των ηθοποιών που εξυπηρετεί την αφήγηση». Όντας και ο ίδιος ηθοποιός αντιλαμβάνεται γρήγορα την κινησιολογική επεξήγηση που χρειάζεται ο λόγος, ασφαλώς με παιγνιώδη διάθεση.
«Οι παίχτες» του Νικολάϊ Γκόγκολ κάνουν πρεμιέρα στις 25 Οκτωβρίου στο Θέατρο Κιβωτός (Πειραιώς 115, Γκάζι, 2103427426)
Σκηνοθετεί ο Γιώργος Κουτλής.
Δραματουργική επεξεργασία: Βασίλης Μαγουλιώτης
Παίζουν οι: Γιάννης Νιάρρος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Τζαβάρας και Γιώργος Μπουκαούρης, guest star ο Χρήστος Στέργιογλου