Πίνακες ζωγραφικής των Ιβάν Αϊβαζόφσκι, Βασίλι Πολένοφ, Πέτερ φον Ες και Χανς Κρίστιαν Χάνσεν, των Νικηφόρου Λύτρα, Θεόδωρου Ράλλη και Θεόδωρου Βρυζάκη, το μοναδικό γνωστό μπρούτζινο γλυπτό του γιου του Γύζη, Τηλέμαχου, και οι πρωτότυπες υδατογραφίες του ζωγράφου Λούντβιχ Κόλνμπεργκερ του 1834 είναι μερικά μόνο από τα 167 εκθέματα που παρουσιάζονται στην έκθεση «Η Ελλάδα μετά την Επανάσταση», στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.
Τα έργα που παρουσιάζονται στα Χανιά αποτελούν ένα μικρό μέρος από τα συνολικά 1.500 αντικείμενα της Συλλογής Τίνας και Μιχάλη Κρασάκη, η οποία έχει την έδρα της στην Κολωνία της Γερμανίας και παρουσιάζεται δημοσίως για πρώτη φορά, και μάλιστα στη γενέτειρα του συλλέκτη και δημοσιογράφου της Deutche Welle, Μιχάλη Κρασάκη, την Κρήτη. Για τη σημαντική αυτή έκθεση, είχαμε μια σύντομη συζήτηση με τον δημιουργό της Συλλογής Μιχάλη Κρασάκη, λίγο πριν από τα εγκαίνια της 30ής Οκτωβρίου.
Μια Κυριακή του 1971, στην Κολωνία, όπου σπούδαζα Ιστορία Τέχνης και Δημοσιογραφία, σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα. Πέρασα από μια πλατεία της γερμανικής αυτής πόλης, που είναι κέντρο καλών τεχνών, με πολυάριθμα μουσεία, γκαλερί και παλαιοπωλεία, στα οποία μπορεί κανείς να βρει πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, παλιά έπιπλα και κάθε τι άλλο που τέρπει έναν φιλότεχνο. Στην πλατεία αυτή γινόταν ένα υπαίθριο παζάρι αντικών, που μου τράβηξε την προσοχή. Εκεί αγόρασα κάποια πράγματα που μου άρεσαν, δύο χαρακτικά, έναν όμορφο καθρέπτη χειρός και ένα μπρούτζινο αγαλματίδιο. Μετά την πρώτη αυτή εμπειρία άρχισα να αναζητώ αντικείμενα περασμένων αιώνων, που με σαγήνευαν χωρίς να ξέρω το γιατί. Η περιέργεια κάποιου να γνωρίσει καλύτερα, να μάθει περισσότερα για ένα έργο τέχνης που τον ελκύει, που τον μαγνητίζει χωρίς να ξέρει αρχικά τον λόγο, είναι το πρώτο βήμα για να αρχίσει να ψάχνει εντατικά πράγματα που του αρέσουν. Αυτό συνέβη και με εμένα. Με τον καιρό η αναζήτηση άρχισε να γίνεται πιο συγκεκριμένη, πιο συστηματική ‒με βοήθησαν σε αυτό και οι σπουδές μου‒ και από τις αντίκες πέρασα στους πίνακες ζωγραφικής. Έτσι, η Συλλογή απέκτησε σιγά-σιγά ένα εύρος που ούτε κι εγώ μπορούσα να το φανταστώ πριν 50 χρόνια! Σήμερα περιλαμβάνει ελαιογραφίες, ακουαρέλες, σχέδια, εθνικές ενδυμασίες, παλαιότυπα, καλλιτεχνικές φωτογραφίες και πολλά άλλα αντικείμενα περασμένων αιώνων.
Στην έκθεση που φιλοξενείται στην Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων και τιτλοφορείται «Η Ελλάδα μετά την Επανάσταση» παρουσιάζονται αποκλειστικά έργα ή αντικείμενα που φιλοτεχνήθηκαν μετά το 1821;Εκτός από το περιηγητικό βιβλίο του Nikolas de Nicolay, που είναι έκδοση του 1576 και περιέχει 60 ολοσέλιδες ξυλογραφίες με ελληνικές και τουρκικές φορεσιές σε διακοσμητικά περιγράμματα, είναι δηλαδή ένα παλαιότυπο, που το συμπεριλάβαμε στην ενότητα των περιηγητών λόγω της πλούσιας εικονογράφησής του, που σκιαγραφεί τους τύπους των περιοχών οι οποίες περιλαμβάνονταν στην οθωμανική κυριαρχία του 16ου αιώνα, όλα τα άλλα εκθέματα έχουν φιλοτεχνηθεί μετά το 1821. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο επιλέξαμε ‒από κοινού με τον επιμελητή της έκθεσης και αντιπρόεδρο της Πινακοθήκης, κ. Δημήτρη Ανδρεαδάκη‒ τον τίτλο «Η Ελλάδα μετά την Επανάσταση», αποφεύγοντας βαρύγδουπους ορισμούς, θέλοντας έτσι να οριοθετήσουμε με σαφήνεια αλλά και με απλότητα το χρονικό πλαίσιο μιας ιστορικής διαδρομής μέσα από καλλιτεχνικές δημιουργίες περασμένων αιώνων.
Η ελληνική και φιλελληνική θεματολογία κατέχει σημαντικό μέρος της Συλλογής σας. Γιατί στραφήκατε προς αυτή τη θεματολογία; Τι σας συγκινεί σε αυτήν;Διεκδικούσα κάθε τι που σχετιζόταν με την ιστορία μας
Ήταν αναπόφευκτο, ότι μια μέρα το ενδιαφέρον μου ‒λόγω καταγωγής‒ θα στρεφόταν σε έργα τέχνης με ελληνική και φιλελληνική θεματολογία. Έτσι, όταν είδα κάποτε ‒πρέπει να ήταν το 1974‒ τον πίνακα ενός έλληνα ζωγράφου της Σχολής του Μονάχου να βγαίνει σε δημοπρασία από ένα γερμανικό οίκο, θεώρησα ότι ήταν για μένα θέμα τιμής ‒όχι βέβαια με την έννοια του αντιτίμου!‒ να τον διεκδικήσω. Δεν ήθελα να αφήσω κάποιο γερμανό φιλότεχνο να μας «πάρει» το έργο. Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια και τον απέκτησα. Από τότε άρχισα να ασχολούμαι πιο εντατικά με τους έλληνες ζωγράφους που έζησαν και δημιούργησαν τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα. Παράλληλα, διεκδικούσα στις δημοπρασίες του εξωτερικού και κάθε τι που σχετιζόταν με την ιστορία μας και τον ελληνικό πολιτισμό και ήταν φιλοτεχνημένο από ξένους καλλιτέχνες.
Διαθέτοντας πλέον έναν μεγάλο αριθμό αντικειμένων, η συλλεκτική δραστηριότητα μετατρέπεται, κατά κάποιον τρόπο, σε «επαγγελματική» δραστηριότητα. Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία επιλέγετε σήμερα να αγοράσετε κάποιο αντικείμενο; Μέσα στα χρόνια τα κριτήρια αυτά διαφοροποιήθηκαν;Όταν ο συλλέκτης μετατρέπεται σε «επαγγελματία», παύει να είναι συλλέκτης. Συλλέκτης είναι κάποιος που διψά για μάθηση, που αναζητά λεπτομέρειες γύρω από το έργο, τη ζωή του δημιουργού του, του ανθρώπου που το εμπνεύστηκε, που το φιλοτέχνησε, για την εποχή του, για τις σπουδές του, την πορεία του. Με λίγα λόγια, για κάθε τι που αφορά το αντικείμενο που ποθεί κάποιος. Δυστυχώς, πολλές φορές η απόκτηση ενός έργου τέχνης σχετίζεται με την επίδειξη δύναμης, με την καλλιέργεια του γοήτρου κάποιων οικονομικά εύρωστων ατόμων, που πιστεύουν ότι έτσι βελτιώνουν την εικόνα τους προς τα έξω. Θεωρώ ότι η αγάπη για την τέχνη, για τους δημιουργούς της και τα έργα τους, πρέπει να είναι αγνή και άδολη. Όσον αφορά τώρα τα κριτήρια ενός πραγματικού συλλέκτη, θα πρέπει να είναι ‒και να παραμένουν πάντα‒ τα ίδια: η ποιότητα και η αυθεντικότητα του έργου.
Είναι η πρώτη φορά που εκτίθεται δημοσίως ένα σημαντικό μέρος της Συλλογής. Πώς σκέφτεστε το μέλλον της;Θα ήταν ευχής έργο να παρέμενε η Συλλογή ακέραιη, να διατηρούσε δηλαδή όλες τις επιμέρους ενότητές της και να αποκτούσαν κάποτε απρόσκοπτη πρόσβαση σε αυτήν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι που αγαπούν την ιστορία και τις καλές τέχνες, και κυρίως τα παιδιά και οι νέοι.
«Η Ελλάδα μετά την Επανάσταση. Καλλιτεχνικοί θησαυροί από τη Συλλογή Κρασάκη»
Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων
Διάρκεια: 30 Οκτωβρίου 2021 – 30 Μαρτίου 2022