Τάκης Κανελλόπουλος: Ο τολμηρός «ποιητής» του ελληνικού κινηματογράφου
Με αφορμή τη γέννηση του βραβευμένου Έλληνα κινηματογραφικού δημιουργού Τάκη Κανελλόπουλου, κάνουμε μια αναδρομή στην πορεία ενός τολμηρού μοντερνιστή που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος γεννήθηκε, στη Θεσσαλονίκη, στις 26 Οκτωβρίου 1933. Όντας απόφοιτος του αμερικάνικου κολεγίου «Ανατόλια» της γενέτειρας του, ο Κανελλόπουλος, σε ηλικία μόλις 19 ετών, εργάσθηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», ενώ, παράλληλα, εντάχθηκε στους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης, η οποία εκείνη την εποχή γνώριζε μια ιδιαίτερη πολιτιστική άνθηση.
Καθώς, όμως, ο κινηματογράφος υπήρξε το μεγάλο όνειρό του, εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να ακολουθήσει κινηματογραφικές σπουδές στη Σχολή Σταυράκου, στην Αθήνα. Αργότερα θα μαθητεύσει κοντά σε σπουδαίους δημιουργούς, όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Νίκος Κούνδουρος, για να ολοκληρώσει την κινηματογραφική του εκπαίδευση στο στούντιο Μπαβάρια του Μονάχου.
Ένα νέο ταλέντο γεννιέταιΜε την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1958, εργάσθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας της Θεσσαλονίκης, σκηνοθετώντας και μεταφράζοντας θεατρικά έργα για το ραδιόφωνο. Το 1960 θα πραγματοποιήσει την παρθενική του σκηνοθετική εμφάνιση, στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου (Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), με το λαογραφικό και εθνογραφικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Μακεδονικός Γάμος», στο οποίο αναπαρίσταντο τα ήθη και τα έθιμα ενός γάμου στο χωριό Βελβεντό της Κοζάνης και το οποίο ενθουσίασε κοινό και κριτικούς, αποσπώντας το βραβείο Μικρού Μήκους.
Το ελπιδοφόρο αυτό ξεκίνημα του σκηνοθέτη είχε και συνέχεια. Αν και οι ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου, τη δεκαετία του 1960, δεν γνώρισαν εισπρακτική επιτυχία, ωστόσο, αγκαλιάστηκαν θερμά από τα φεστιβαλικά κυκλώματα, το καλλιτεχνικό στερέωμα και τις κινηματογραφικές λέσχες.
Το 1961 ακολούθησε ένα ακόμη ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Θάσος», ενώ το 1962, στην 3η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου ο Τάκης Κανελλόπουλος παρουσίασε την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Πρόκειται για την αντιπολεμική – αντιηρωϊκή ταινία «Ουρανός», η οποία με φόντο το μακεδονικό τοπίο και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζει την ιστορία πέντε χαρακτήρων οι οποίοι βιώνουν τη φρίκη του πολέμου, την κατάρρευση του μετώπου και τη συνεπακόλουθη υποχώρηση. Το σενάριο της ταινίας, γραμμένο από τον Γιώργο Κιτσόπουλο, βασίστηκε σε πραγματικές αφηγήσεις.
Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, το 1963, όπου υπήρξε υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα, λαμβάνοντας εγκωμιαστικά σχόλια από τους ξένους κριτικούς. Ενώ την ίδια χρονιά έλαβε το Αργυρό Βραβείο από το Φεστιβάλ της Νάπολης. Ακολούθησε το 1966 η ταινία «Εκδρομή», όπου η αντιπολεμική θεματολογία αναμειγνύεται με τον πόνο και το ανώφελο του έρωτα, μέσα από ένα ερωτικό τρίγωνο που δημιουργείται στη διάρκεια του πολέμου.
Για την «Εκδρομή» ο Τάκης Κανελλόπουλος βραβεύτηκε με τον Χρυσό Απόλλωνα της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθήνας, καθώς και με τιμητική διάκριση από το 7ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου.
Η επόμενη ταινία του, με τίτλο «Παρένθεση» (1968), βασίστηκε στην ταινία «Σύντομη Συνάντηση» του Ντέιβιντ Λην, η οποία με τη σειρά της αποτελεί διασκευή του θεατρικού έργου του Νόελ Κάουαρντ «Still Life». Πρόκειται για την τυχαία συνάντηση ενός άντρα και μιας γυναίκας και τα αισθήματα που αναπτύσσονται μεταξύ τους, μέσα από τις αναμνήσεις της ηρωίδας. Το φιλμ μοιράστηκε το βραβείο Καλύτερης Καλλιτενχικής Ταινίας με το «Κορίτσια στον Ήλιο» του Βασίλη Γεωργιάδη, στο 9ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου.
Η δεκαετία έκλεισε για τον σκηνοθέτη με ένα ακόμη ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για την Καστοριά, το οποίο, όπως και ο «Μακεδονικός Γάμος», τιμήθηκε με το βραβείο «Μικρού Μήκους Ντοκιμαντέρ» από το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου.
Το ποιητικό κινηματογραφικό σύμπαν του Τάκη ΚανελλόπουλουΣτο έργο του Τάκη Κανελλόπουλου πραγματοποιείται μια εικονογράφηση του χώρου της Βορείου Ελλάδος. Εδώ η Θεσσαλονίκη και η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας παρουσιάζεται είτε με εμφανή είτε με υπαινικτικό τρόπο, με το βροχερό, σκοτεινό και ομιχλώδες τοπίο να αποτελεί σήμα κατατεθέν. Οι υποβλητικές ταινίες του, επηρεασμένες από την λογοτεχνική και εικαστική παραγωγή της γενέτειρας του καθώς και από τον μοντερνιστικό κινηματογράφο του Αντονιόνι, του Ρεναί, του Τρυφώ και του ανατολικοευρωπαϊκού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960.
Στα χαρακτηριστικά της κινηματογραφικής γραφής του συγκαταλέγονται η ποιητικότητα και ο έντονος λυρισμός, η ελλειμματική αφήγηση, η έμφαση στο φυσικό τοπίο, η απουσία αιτιολογικής σύνδεσης των σκηνών, το έντονο στυλιζάρισμα στο παίξιμο των ηθοποιών, οι πειραματισμοί με τη φόρμα, η λιτότητα και το αυστηρό ύφος. Η μελαγχολία, η νοσταλγία, η μνήμη, ο πόνος, η απώλεια, η μοναξιά και η επώδυνη αναπόληση ενός ευτυχισμένου παρελθόντος αποτελούν μερικά από τα μοτίβα που συναντάμε στις ταινίες του. Η ανθρωπιά, η ειλικρίνεια και η ευαισθησία, καθώς και η απόρριψη των παραδοσιακών κινηματογραφικών συμβάσεων κυριαρχούν.
Η εμπορική αποτυχία των ταινιών του είχε ως αποτέλεσμα από ένα σημείο και έπειτα ο Τάκης Κανελλόπουλος να δυσκολεύεται να βρει χρηματοδότες για το έργο του. Τη δεκαετία του 1970, ο ίδιος αντιμετωπιζόταν από τους κινηματογραφικούς κύκλους ως υπερβολικά νοσταλγικός, ρομαντικός και παρωχημένος, ενώ οι ταινίες του έρχονταν αντιμέτωπες με ως επί το πλείστον αρνητικές αντιδράσεις, καθώς θεωρούταν ότι δεν ανταποκρίνονται στους προβληματισμούς που έθετε ο σύγχρονος κινηματογράφος όπως διαμορφώθηκε από την ανάδυση μιας νέας γενιάς δημιουργών που απάρτιζαν τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο (ΝΕΚ).
Οι τελευταίες ταινίες που παρουσίασε στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, η «Τελευταία Άνοιξη» (1972), η πρώτη του ταινία μυθοπλασίας χωρίς τον Γιώργο Κιτσόπουλο στο σενάριο, «Το Χρονικό Μιας Κυριακής» (1975) και το «Ρομαντικό Σημείωμα» (1978), αποδοκιμάστηκαν από το κοινό και αγνοήθηκαν από τα βραβεία. Ο δημιουργός περιήλθε σε μια κατάσταση κινηματογραφικής απομόνωσης και έτσι, το 1980, με τη «Σόνια», ολοκλήρωσε την κινηματογραφική του καριέρα και στράφηκε στη συγγραφή. Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «Του Έρωτα και της Αγάπης», κυκλοφόρησε το 1981.
Οι τελευταίες ταινίες του, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με πενιχρά μέσα, διαθέτουν έντονο το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας και της απλοποίησης ενώ υιοθετούν αποκλειστικά τα δυτικά κινηματογραφικά πρότυπα. Το κοινωνικό σχόλιο έμμεσο και αλληγορικό, με τα στοιχεία του πόνου και της αναπόλησης να εξακολουθούν να κυριαρχούν. Ο Τάκης Κανελλόπουλος πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου 1990, έχοντας αφήσει πίσω του ένα πρωτότυπο, απόλυτα προσωπικό και καλλιτεχνικό κινηματογραφικό έργο, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην μετέπειτα εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου, ασκώντας επιρροές σε δημιουργούς όπως ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος.