Κάθε θέατρο που ανοίγει, σηματοδοτεί ένα χαρμόσυνο νέο. Πόσω μάλλον όταν ανοίγει με σαφή, ερευνητικό προσανατολισμό, άρα και με πρόθεση να πάρει μεγαλύτερο ρίσκο μέχρι να βρει το κοινό του. Προσθέστε σε αυτό την συγκυρία: Μια εποχή όπου η τέχνη έχει συμμάχους μετρημένους στα δάχτυλα και απευθύνεται σε μια κοινωνία σε αναταραχή. Χρειάζεται, επομένως, τόλμη. Η χειρονομία του «Προσκηνίου» εμπίπτει σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες.
Και ο επιμένων (το ίδιο)Κι έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για μια αξιοπρόσεκτη παράσταση στο χειμερινό ρεπερτόριο – αυτή είναι η «Φαίδρα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζά που παρουσιάζεται στο «Προσκήνιο». Αλλά οφείλουμε να δούμε και το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται. Τόσο η «Φαίδρα» (στην εκδοχή της Μαρίνα Τσβετάγιεβα) όσο και το εγχείρημα επανίδρυσης του «Προσκηνίου» (των παραγωγών Τάγαρη) ξεκίνησαν να οργανώνονται πριν την σαρωτική έλευση της πανδημίας. Ωστόσο, κανείς (σκηνοθέτης και παραγωγός) δεν υποχώρησε του αρχικού σχεδιασμού. Απεναντίας, παρέμειναν συνεπείς σε αυτόν, τη στιγμή που για τους ίδιους λόγους πολλά θέατρα και επιχειρηματίες επέλεξαν τον πιο ανώδυνο δρόμο, την πιο εξωστρεφή δραματουργία. Η «Φαίδρα», πάντως, συναντάει την παλλόμενη καρδιά του μύθου μέσα σε μια εντελή εικαστικότητα.
Κατεβαίνεις τρία ή τέσσερα υπόγεια. Χάνεσαι για λίγο στο πάρκινγκ του Μεγάρου Μουσικής. Βρίσκεις το δρόμο για το Undergound, ή αλλιώς το Υποσκήνιο. Κι εκεί σε τυφλώνει ένα φως. Είναι μερικές φορές, που το θέατρο – όπου κι αν συμβαίνει – υπηρετεί μερικές αδιαπραγμάτευτες αξίες. Στην δική μας αργκό μπορείς να την ονοματίσεις και θεατρίλα. Και να είναι για καλό. Μυρίζει θεατρίλα, λοιπόν, ο μονόλογος «Έξι φορές» που τεχνηέντως σκηνοθετεί ο Γιώργος Νανούρης. Και η Όλια Λαζαρίδου φέγγει στο υπόγειο γι’ αυτό ακριβώς που είναι: Μια λαμπερή θεατρίνα που, κατά καιρούς, έχει ‘κρυφτεί’ σε πολλά υπόγεια και πατάρια αλλά το φως της εκεί, παραμένει αθεράπευτο. Καθόλου τυχαίο που η παράσταση θα συνεχιστεί και μετά το Μέγαρο Μουσικής στη σκηνή της «Αλκυονίδας», κάθε Δευτέρα και Τρίτη.
Σε όλα τα καλά έργα συμβαίνει αυτό: Να συναντούν την εποχή τους και να την κοιτάζουν στα μάτια. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και το κείμενο του Γιάννη Τσίρου «Αξύριστα πηγούνια» που ενώ γράφεται σε μια εποχή ευμάρειας – λίγο μετά το millennium – παρασταίνεται 17 χρόνια μετά, δίνοντας ξεκάθαρα την εντύπωση ότι αφουγκράζεται τους σημερινούς κραδασμούς.
Σε αυτό ασφαλώς ευθύνεται και η σκηνοθετική ευαισθησία του Γιώργου Παλούμπη που το χειρίζεται συναισθανόμενος το παλμό της εποχής: Τη γυναίκα ως θύμα και τον άνδρα ποτισμένο στις πατριαρχικές πρακτικές. Υπό αυτή την έννοια, δεν έχει σημασία μόνο για ένα δημιουργό να κρατάει ένα στέρεο έργο στα χέρια του, αλλά να ξέρει και τι να το κάνει. Ευτυχής η συγκυρία του νέου ανεβάσματος, λοιπόν, στο Μικρό Χορν. Με τους Γιώργο Πυρπασόπουλο, Ηλία Βαλάση, Στέλιο Δημόπουλο και Μαρία Νεφέλη Δούκα.
Στην ασφάλεια του θεάτρουΕίχαν δίκιο οι άνθρωποι του θεάτρου, όταν από πέρυσι διαμαρτύρονταν πως οι παραστατικές τέχνες είναι οι υγειονομικά οι πιο ασφαλείς από κάθε άλλη συνθήκη εξόδου. Έστω και με καθυστέρηση, επιβεβαιώνονται. Στους αμιγείς χώρους – όπου σημειωτέον η χρήση μάσκας είναι υποχρεωτική – ο έλεγχος είναι σχολαστικός τόσο στο πιστοποιητικό όσο και στην εγκυρότητα αυτού, κάνοντας τον θεατή να αισθάνεται πως τα μέτρα λαμβάνονται για να λειτουργούν. Σπάνιο ως ελληνικό παράδειγμα – κι όμως συμβαίνει.
Το φαινόμενο των μικτών θιάσωνΑπό την άλλη, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την εξής αντίφαση: Ενώ οι θεατές είναι υποχρεωμένοι να προσέρχονται σε θέατρα (σινεμά και άλλους χώρους πολιτισμού) μόνο ως εμβολιασμένοι ή νοσήσαντες, δεν είναι λίγοι οι θίασοι που λειτουργούν ως μικτά σχήματα. Τι σημαίνει αυτό; Κάποιοι ηθοποιοί παραμένουν ανεμβολίαστοι, νοσούν (συνήθως με πιο βαριά συμπτώματα) και η συνέχεια είναι λίγο – πολύ γνωστή. Ουκ ολίγες παραγωγές έχουν αναβληθεί για αργότερα δημιουργώντας καραμπόλα στις υποχρεώσεις άλλων ηθοποιών σε μελλοντικές παραστάσεις (προκειμένου να συμπληρωθεί η 14ημερη καραντίνα του νοσήσαντα) ή έχουν αναγκαστεί σε αντικατάσταση της τελευταίας στιγμής για να προλάβουν την ανακοινωμένη πρεμιέρα. Επίσης, δεν έχουν θέσει όλοι οι θεατρικοί παραγωγοί ως όρο τον εμβολιασμό των συντελεστών τους – ούτε καν στα κρατικά θέατρα.
Τίθεται, συνεπώς, ένα ζήτημα ισότιμης μεταχείρισης. Και σίγουρα ένα σοβαρό κενό στα πρωτόκολλα λειτουργίας των χώρων πολιτισμού που τόσο αγωνίστηκαν για ν’ ανοίξουν.