Έχω την ανάμνηση να είμαι τεσσάρων-πέντε ετών, μόνη στο σπίτι της γιαγιάς μου στο χωριό, να κατασκευάζω ιστορίες και να σκηνοθετώ τους φανταστικούς-αόρατους φίλους μου. Έκανα συνεχώς ερωτήσεις, έλεγα ιστορίες, μιλούσα πάρα πολύ και οι γύρω μου θυμάμαι, μου έλεγαν συνέχεια, πως μάλλον θα ασχοληθώ με το θέατρο.
Υπάρχει μια εμπειρία που με καθόρισε αναφορικά με την πορεία των πραγμάτων ως τα σήμερα.Ήμουν δώδεκα ετών, ένας φιλόλογος ξεκίνησε ένα ολιγομελές τμήμα έκθεσης στην Σητεία της Κρήτης. Ήταν φίλος του πατέρα μου, ο οποίος θεώρησε καλή ιδέα το να συμμετέχω στο τμήμα αυτό. Την πρώτη μέρα μαθήματος, θυμάμαι να μπαίνω σε ένα δωμάτιο με μια τεράστια βιβλιοθήκη, η οποία απλωνόταν σε όλους τους τοίχους απ’ άκρη σ’ άκρη μέχρι το ταβάνι! Μου έδωσε να διαβάσω δύο βιβλία. Ήταν «Ο Έφηβος» του Ντοστογιέφσκι και «Η κόμη της Βερενίκης» του Γιώργου Γραμματικάκη. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Μανώλης Χατζηνάκης και μπορεί να μην το ξέρει, αλλά μου άλλαξε την ζωή.
και σίγουρα η ζωή μακριά από την πόλη με προίκισε με την άσβεστη αγάπη για την θάλασσα, για τους ανθρώπους που δουλεύουν με τα χέρια τους την γη, για τα μικρά καφενεία, όπου μυρίζει ελληνικός καφές και εφημερίδα. Η ζωή μακριά από την πόλη με προίκισε με πολύ χρόνο, για να κάνω ουσιαστικές φιλίες, για να εκτιμήσω τις ώρες κοινής ησυχίας, για να καλλιεργήσω και να διατηρήσω την μεγάλη υπομονή προς όλα. Φυτά, ζώα και ανθρώπους. Ταυτόχρονα, ως αντίδραση μάλλον, με προίκισε με την τεράστια ανάγκη κι επιθυμία να ταξιδεύω και να βλέπω πολλά διαφορετικά μέρη και πολιτισμούς. Ίσως γιατί οι άνθρωποι στην Κρήτη δεν μετακινούνται καθόλου μα καθόλου εύκολα.
Προσπάθησα πολύ να καταλάβω ποια εργαλεία, στον τρόπο που λειτουργεί η φιλοσοφία, θα ήταν χρήσιμα στην θεατρική δημιουργία. Τελικά στην δραματουργική επεξεργασία ενός κειμένου, αλλά και στις πολύ πρώιμες αναγνώσεις των θεατρικών έργων, η φιλοσοφία έχει σταθεί ως πολύτιμος σύμμαχος, γιατί με ωθεί σε μια περισσότερο σφαιρική κατανόηση του κειμένου, προτού αυτό γίνει πολύ προσωπικό.
Έχω κάνει κάποιες εμφανίσεις ως ηθοποιός και πριν τις σπουδές θεάτρου αλλά και μετά, ως επαγγελματίας πια.Το να παίζω στην σκηνή ήταν – και εξακολουθεί να είναι – μια πρόκληση αλλά και μεγάλη απόλαυση για μένα. Ωστόσο, σύντομα κατάλαβα ότι είχα την ανάγκη να δημιουργώ τις ιστορίες από το μηδέν, να κατασκευάζω κόσμους και να ανακατεύομαι σε πολλά περισσότερα “τμήματα” και στάδια μιας παραγωγής. Αυτό μου δίνει μεγαλύτερη χαρά! Επίσης, εάν κάποιος με υποχρέωνε να παίζω για μια ολόκληρη σεζόν τον ίδιο ρόλο τέσσερις φορές την εβδομάδα, πιστεύω θα πάθαινα κάποια πάθηση σχετική με την κλειστοφοβία. Μου αρέσουν οι εναλλαγές.
Η εργασία μου δίπλα σε αναγνωρισμένους σκηνοθέτες και ο ρόλος της βοηθού σκηνοθέτη είναι μια ολόκληρη προίκα.Δεν ξέρω πως να συμπεριλάβω σε λίγες γραμμές τον πλούτο της εμπειρίας που οι συγκεκριμένοι συνεργάτες μου προσέφεραν. Δίπλα στην Κατερίνα Ευαγγελάτου έμαθα την δουλειά σε βάθος. Είναι ανεκτίμητη η προσφορά της στην ζωή μου. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος με έμαθε να διαχειρίζομαι την έννοια της ελευθερίας και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης την γενναιοδωρία.
Η σκηνοθεσία ήταν από πολύ νωρίς ο στόχος.Αυτό που γεννήθηκε σαν ανάγκη αργότερα ήταν η συγγραφή. Η δημιουργία πρωτότυπης δραματουργίας. Η συγγραφή και διασκευή κειμένων που στην πρώτη τους μορφή δεν είναι αμιγώς θεατρικά και η μεταφορά τους στην σκηνή. Με συναρπάζει η μεταφορά συγκεκριμένων γεγονότων στην σκηνή, όπου ερχόμαστε πάντα αντιμέτωποι με το εδώ και το τώρα.
Δεν ήταν θεατρικό το κείμενο που με συντάραξε τελευταία.Είναι λογοτεχνικό και πρόκειται για το «Αβεσσαλώμ Αβεσσαλώμ» του Φώκνερ. Έχει κυκλοφορήσει σε μια υπέροχη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου από τις εκδόσεις Gutenberg και πρόκειται για ένα λογοτεχνικό κόσμημα. Μέσα από μια πολύπλευρη εξιστόρηση παρακολουθούμε την κοινωνική ανέλιξη ενός φτωχού άνδρα και τις βιβλικές συνέπειες των πράξεων του, στην ίδια του την ζωή αλλά και στην ζωή των κατοίκων μιας ολόκληρης πολιτείας. Είναι συγκλονιστικό ανάγνωσμα που μιλάει για την επιθυμία και για την απώθηση της.
Όχι δεν είναι τυχαία η επιλογή μιας γυναίκας συγγραφέως. Με ενδιαφέρει η γυναικεία ματιά σχεδόν αποκλειστικά αυτή την περίοδο. Ή για να το πω καλύτερα, με ενδιαφέρει να εντοπίσω τι πραγματικά είναι αυτό που ονομάζουμε γυναικεία ματιά. Υπάρχουν στοιχεία που αποτελούν την γυναικεία φύση, αρκετά αποκλεισμένα από την σύγχρονη κοινωνική σύσταση. Αποκλεισμένα λόγω συνηθειών ή και απαγορεύσεων που υιοθετούνται σε ίσες δόσεις κι από άνδρες κι από γυναίκες.
κυρίως στα σημεία όπου στέκεται αμφίθυμη ανάμεσα στην επιλογή να βρίσει ή να καταρρεύσει και επιλέγει να πει ένα αστείο. Την θαύμασα σε πολλά σημεία ως ηρωίδα. Παίρνει ένα χάπι κι αυτοκτονεί και δεν είναι καν εκεί το θέμα. Για αυτό μου φαίνεται πανέμορφο αυτό που έχει καταφέρει η Κιτσοπούλου. Δεν είναι ένα έργο για την αυτοκτονία. Βάζει μια γυναίκα να τα βάλει με όλες τις κοινωνικές συμβάσεις, νόρμες, παραδόσεις, ρίχνοντας πρώτα μια μούτζα στα μούτρα της και ύστερα μία προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι ένα έργο για την επιθυμία και για τον τεράστιο πόνο που νιώθουμε οι άνθρωποι, όταν αυτή μένει απαράδοτη.
Είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα καλλιτέχνης, ναι.Κυρίως γιατί δεν υπάρχει χώρος πραγματικά στα γυναικεία στοιχεία. Δεν εννοώ ότι δεν δίνονται ευκαιρίες σε γυναίκες καλλιτέχνες. Φυσικά και δίνονται και μάλιστα τώρα περισσότερο από παλιότερα. Όμως, για παράδειγμα, συχνά η γυναίκα καλείται να αφήσει την σεξουαλικότητα της εκτός εργασιακού πλαισίου ή καλείται να υιοθετήσει μια πιο ανδρική στάση στα πράγματα, ώστε σε πρώτο και πολύ επιφανειακό επίπεδο να μην την παρενοχλήσουν ή να μην την υποτιμήσουν. Είναι μεγάλη αυτή η συζήτηση και με πολλές προεκτάσεις.
Πιστεύω ότι κυριαρχεί ακόμα ένα αντιδραστικό αντανακλαστικό. Ήταν κατάφορα άδικη η στοχοποίηση του θεατρικού χώρου. Από την άλλη, υπήρξε μια γενικευμένη ανακούφιση σχετικά με κάποιες αποκαλύψεις, σαν να αποκαθίσταται η τάξη των πραγμάτων και όλοι είμαστε σε μια αναζήτηση του τι ορίζεται ως καλλιτεχνικό επαγγελματικό πλαίσιο και ποια είναι τα όρια της συμπεριφοράς μας μέσα σε αυτό και πιστεύω πως η συζήτηση αυτή είναι επίπονη μεν, αλλά μεγάλο κέρδος δε. Ζούμε στην εποχή που πρέπει να ξεμάθουμε πολλά, ευτυχώς.
Πιστεύω πως το metoo θα συνεχίσει για καιρό ακόμα να μας τροφοδοτεί.Είναι σημαντικό να κάνουμε χώρο στα θύματα και στις μαρτυρίες τους. Είμαστε ακόμα στην φάση της ανακάλυψης του συλλογικού τραύματος που έχει να κάνει με την ασύδοτη κακοποίηση. Βρισκόμαστε ακόμα μακριά από το στάδιο της επούλωσης. Χρειάζεται, επίσης, ψυχραιμία.
Επίσης, η λήθη που δημιουργεί το αδιάκοπο κυνήγι της επικαιρότητας και η τόση αχρείαστη εισροή πληροφορίας.