Η παράσταση υλοποιείται με επιχορήγηση του ΥΠΠΟΑ.
INSEQS, του Δημήτρη Μυτιληναίου σε έναν πρώην εκθεσιακό χώρο αυτοκινήτων στο Κουκάκι
Ο χορογράφος και χορευτής Δημήτρης Μυτιληναίος παρουσιάζει το νέο του έργο “ΙΝSEQS” σε έναν πρώην εκθεσιακό χώρο αυτοκινήτων, για τέσσερις παραστάσεις.
Ο χορογράφος και χορευτής Δημήτρης Μυτιληναίος, μετά το “hardly the same: a dance guide to mess up body & mind”, παρουσιάζει το νέο του έργο “ΙΝSEQS” σε ένα πρώην εκθεσιακό χώρο αυτοκινήτων, για τέσσερις παραστάσεις από 1 έως 4 Δεκεμβρίου στις 21:00.
Ένα απομεινάρι κλασικής χορογραφικής σύνθεσης που επιχειρεί να αναδείξει την ομορφιά της αμηχανίας.
Η ομάδα, αποτελούμενη από πέντε χορεύτριες-ές, έναν δάσκαλο καράτε που ενίοτε χορεύει και τέσσερις μουσικούς, ενορχηστρώνει μία φαινομενικά “ακαδημαϊκή” παράσταση – που, ενώ παίζει με όρους θεάτρου ποικιλιών (“variétés”), δοκιμάζει συγχρόνως να αρθρώσει μία ιδιότυπη σκηνική γλώσσα.
Το έργο δανείζεται τη δομή ενός μαθήματος κλασικού χορού και εκτυλίσσεται με διαδοχικά “νούμερα”. Κάθε “νούμερο” φέρει τον δικό του κόσμο, καθένας-μία από τους-ις ερμηνευτές-ριες σηκώνει το δικό του-ης σταυρό και τελικά πίσω από όλα κρύβεται το μπαλέτο. Η – ειδικά γραμμένη για την παράσταση – noise-punk μουσική των Rita Mosss συνοδεύει τους-ις χορευτές-ριες και ξεσκεπάζει την ταραχή τους, διασκευάζοντας μοτίβα από το κλασικό ρεπερτόριο και παρτιτούρες για μπαλετικές ασκήσεις.
Παρουσιάζοντας μια σειρά «κακοποιημένων» ασκήσεων που εκτελούνται ενώπιον κοινού, (με την παραδοχή ότι το μάθημα αποτελεί την πρώτη χορογραφία που εκτελεί κανείς και άρα το αρχέτυπο για κάθε χορογραφία), το έργο, εντέλει, επανεξετάζει τον σωρό κρυπτογραφημένων πληροφοριών που συνθέτουν το χορευτικό σώμα και τα είδη βλέμματος που αυτό προσκαλεί.
«Το Inseqs ή “Inorganic Sequences” προκύπτει από τη φαντασίωση ενός “ανόργανου μπαλέτου”. Η λέξη “ανόργανο”, είναι ένας χαρακτηρισμός που δεν χρησιμοποιείται δόκιμα στις πρακτικές χορού, μια και παρανοείται ως αντίθετο του “οργανικού” (αυτού δηλαδή που δουλεύει αρμονικά ως “όργανο” και παράγει επιτυχώς κάποιου είδους “έργο”).
Αν δεχτούμε, λοιπόν, την κακή χρήση της λέξης, ένα “ανόργανο” κινητικό υλικό τίθεται πάντα σε αντιδιαστολή με το εκάστοτε ζητούμενο (το αντίστοιχο “οργανικό” κινητικό υλικό). Έτσι, ακόμα κι αν μοιάζει με το επιθυμητό, δεν επιτυγχάνει κάποιον(ους) από τους καταστατικούς του στόχους.
Πεδίο εφαρμογής των παραπάνω γίνεται η τεχνική του κλασικού χορού. Ένα παραδοσιακό μάθημα μπαλέτου εμπεριέχει υποχρεωτικά μία ορισμένη, αλλά σχετικά ευέλικτη σειρά ασκήσεων με αντικειμενικό στόχο να προετοιμάσει το σώμα «στην μπάρα» ώστε να καταφέρει προοδευτικά να στήνεται σωστά «στο κέντρο» και τελικά στον αέρα. Κάθε άσκηση αποτελεί μοναδικό τμήμα του συνόλου, διαθέτει εσωτερική δομή και συγκεκριμένες προθέσεις, εξασκεί κινητικούς συντονισμούς και συγκεκριμένες μυϊκές λειτουργίες.
Έτσι, βλέπω την κινησιολογία και τη μέθοδο που προτείνει το μπαλέτο υπό το πρίσμα του τριγώνου «όργανο – εργασία – απόδοση». Ζητούμενο είναι η ανατροπή των a priori τρόπων με τους οποίους οι έννοιες αυτές ενεργοποιούνται για τον-ην κάθε ερμηνευτή-ρια, καθώς και η εμφάνιση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν εκτελώντας τη σειρά κινήσεων που τους ανατίθενται.
Στον κλασικό χορό, θεμελιώδεις στόχοι είναι ο ακριβής συντονισμός πολλαπλών, διακριτών οδηγιών και η απόκρυψη της δυσκολίας/προσπάθειας. Η χορογραφική διαδικασία που ακολουθούμε επαναχρησιμοποιεί τους παραπάνω στόχους, τους καθαιρεί, τους θέτει ως προβλήματα και εφαρμόζει πιθανές λύσεις.