Ουτεσίτελνι .«…και στο παιχνίδι δε χωράνε συναισθηματισμοί. Το παιχνίδι δεν το ενδιαφέρει τίποτα. Φέρε τον πατέρα μου να παίξει χαρτιά μαζί μου και θα σου τον γδύσω. Αν δεν μπορείς, μην παίζεις! Εδώ είναι όλοι ίσοι.»
Η αδρεναλίνη της κομπίνας, η μαεστρία και η αρρώστια του τζόγου, η κάψα να εξαπατήσεις τους πάντες, αλλά να μην εξαπατηθείς εσύ ο ίδιος και η εμμονή του ανθρώπου για την επικράτηση απέναντι στον οποιονδήποτε «δίπλα», κυριεύουν την πένα του Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ κάπου στο 1836, για να γράψει μια δαιμονισμένη μυστήρια κωμωδία, που ακούει στο όνομα «Οι παίχτες».
Σ’ ένα απομακρυσμένο πανδοχείο της Ρωσίας, καταφτάνει ένας δεινός χαρτοπαίχτης, απατεώνας, και πλαστογράφος. Στόχος του, να βρει τα επόμενα θύματά του, και να τα «γδάρει». Αλλά δε θα είναι τόσο απλή υπόθεση. Στο ίδιο πανδοχείο διαμένουν δύο εξίσου δεινοί κομπιναδόροι, που γυρεύουν το ίδιο ακριβώς πράγμα με τον πρώτο: ένα λαχταριστό, αθώο και, φυσικά, κεφαλαιούχο θύμα. Οι δύο συναντούν τον ένα και σύντομα ενώνουν τις δυνάμεις τους, οδηγώντας την παράσταση σε ένα πανδαιμόνιο γεμάτο μπλόφες, ρίσκο, ανταγωνισμούς, συμμαχίες, εκπλήξεις κι ανατροπές, καθώς στο παιχνίδι μπαίνουν σιγά-σιγά όλοι οι παράξενοι ένοικοι που τριγυρνούν σ’ αυτό το μικρό και ήσυχο πανδοχείο.
Ζωντανή μουσική, αφηνιασμένοι ρυθμοί και σκοτεινό χιούμορ σε μια παράσταση – οφθαλμαπάτη, μια φαρσοκωμωδία καταστάσεων, για την τέχνη της εξαπάτησης: Παράσταση ή πραγματικότητα, ηθοποιός ή ρόλος, θύτης ή θύμα, αλήθεια ή ψέμα, όλα συγχέονται και τελικά, το μόνο που μένει είναι το παιχνίδι.