Χρόνια πριν, όταν ακόμα ο Γιάννης Κακλέας ήταν ενεργός στον «Τεχνοχώρο», η διάθεση του να ανεβάσει τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού» του Ντάριο Φο, είχε εκπέμψει σήμα. ‘Εραστής’ της ιταλικής δραματουργίας (αρκεί να θυμηθεί κανείς τη σχέση του με τον Ντε Φιλίππο) ήταν αρκετή να τον ζεστάνει – παρόλα αυτά γρήγορα εγκατέλειψε το σχέδιο του ανεβάσματος του, θεωρώντας τότε πως ο Ντάριο Φο «ήταν πια παλιός, ένας συγγραφέας πιο μονοδιάστατος με την έννοια του ακραιφνώς πολιτικού».
Είκοσι (και βάλε) χρόνια μετά, αναθεωρεί και επιστρέφει στον Φο. Πλέον, η σάτιρα του «Αναρχικού» είναι μια αφορμή αλλά και συνάμα μια ορμή για να επανασυστήσει ένα σχόλιο στην κατάχρηση της εξουσίας «που είναι τόσο όμορφη» όπως ισχυρίζονται οι πρωταγωνιστές του.
«Δεν θέλω να φύγω! Νιώθω ασφάλεια στην Ασφάλεια!». Έρπων, τυλιγμένος παρακλητικά γύρω από τα πόδια του Φοίβου Ριμένα, ο Πάνος Βλάχος παραδίδεται στο όργανο της τάξης και μαζί στην κωμική υπερβολή. Ο αναρχικός που έχει τρυπώσει στην Γενική Ασφάλεια της Νάπολη ψάχνει τα σπίρτα του για να τα «γκρεμίσει όλα» και να «τα κάνει όλα μπουρλότο, όλα φωτιά». Η σκηνή του Γκλόρια βρίσκεται κάτω από την διαχρονική και σαρωτική γοητεία της αναρχικής δράσης με τον σκηνοθέτη της παράστασης, Γιάννη Κακλέα να εποπτεύει την λεπτομέρεια κάθε στιχομυθίας και κάθε δρώμενου με προτάσεις της τελευταίας στιγμής.
«Θέλω να δείχνετε όλοι σαν χαμένοι» φωνάζει από τις πρώτες σειρές της πλατείας, ενταγμένος κι ο ίδιος στην θεατρική ζάλη. Αφομοιώνοντας στα πεταχτά τις σκηνοθετικές οδηγίες, ο Πάνος Βλάχος με μια πυρετική ενέργεια σκαρφαλώνει σε σκάλες και κιγκλιδώματα, πετάει κάτω τηλέφωνα και ερμάρια της υπηρεσίας, σκίζει δημόσια έγγραφα, ανεβάζει τις καρέκλες πάνω στα γραφεία και στο λεπτό μεταμορφώνεται. Μεταμορφώνεται σε δικαστή – διχαστή (ένα ακόμα όργανο της διεφθαρμένης εξουσίας) που ισχυρίζεται πως «είμαι εγώ πάνω από το νόμο». Με αστυνομικές στολές, ο Θοδωρής Σκυφτούλης, ο Στέλιος Πέτσος και ο Κωνσταντίνος Μαγκλάρας εισβάλλουν στήνοντας μια σκηνή καταδίωξης που πιο πολύ μοιάζει σε μουσικό ιντερμέδιο.
Στον απόηχο του Γαλλικού Μάη, οι εργατικές και λαϊκές εξεγέρσεις στην Ιταλία είναι μαζικές, προκαλώντας την έντονη κρατική δυσφορία. Το αίμα όλων παγώνει με την τρομοκρατική επίθεση στο κέντρο του Μιλάνου, όταν μια βόμβα εκρήγνυται στο κτήριο της Αγροτικής Τράπεζας, αφήνοντας πίσω της 17 νεκρούς και 88 τραυματίες.
Δεκάδες αναρχικοί συλλαμβάνονται και ανακρίνονται από τις αρχές ως ύποπτοι για την επίθεση καθώς και για άλλες εκρήξεις που συνέβησαν τόσο στο Μιλάνο όσο και στη Ρώμη. Ανάμεσα τους, κρατείται και ο αναρχικός Τζουζέπε Πινέλλι που κατά την τρίτη ημέρα ανακρίσεων εκπαραθυρώνεται από τον τέταρτο όροφο της Αστυνομικής Διοίκησης της πόλης.
Ο θάνατος του Πινέλλι που καθόλου τυχαίος δεν ήταν – ούτε και αυτοκτονία όπως ισχυρίστηκαν οι επιθεωρητές – σηματοδότησε το πιο καθοριστικό συμβάν στην περίοδο των Μολυβένιων Χρόνων στην Ιταλία· με τον Πινέλλι να συμβολοποιείται ως πρόσωπο αντίστασης στην εξουσία. Ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του, ο Ντάριο Φο θα είναι ο πρώτος καλλιτέχνης που θα φιλτράρει τα γεγονότα της Πιάτσα Φοντάντα κατασκευάζοντας μια ανηλεή σάτιρα.
Πάνω σε αυτά τα γεγονότα και φυσικά πάνω στη συγγραφική δεξιοτεχνία του Φο, ο Γιάννης Κακλέας και η πρωταγωνιστική ομάδα της παράστασης καταθέτουν μια πρόταση διανθισμένη με δικά τους βιώματα και αντιλήψεις για την κρατική βία. «Είναι μια τεράστια ευκαιρία να επέμβουμε στο πρωτότυπο με στοιχεία από το χάος της κοινωνικής μας πραγματικότητας. Ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας το ζητάει» εξηγεί ο Γιάννης Κακλέας που υπογράφει και τη δραματουργική επεξεργασία του. Λαμβάνοντας υπόψιν πως αφετηρία τους είναι μια δολοφονία, ένα κατεξοχήν τραγικό γεγονός που μεταγγίζεται σε μια τρελή σάτιρα. «Δεν έχουμε στόχο να κουνήσουμε το δάχτυλο, ούτε να παρουσιάσουμε μια πολιτική μπροσούρα. Σ’ αυτή μας την πρόθεση μας ισορροπεί το παιχνίδι της κωμωδίας. Γι’ αυτό και η δική μας απόπειρα ακροβατεί ανάμεσα στην μπαλαφάρα και τη σοβαροφάνεια» καταλήγει.
Οι ήρωες – Οι ηθοποιοίΑπό την μια, ένας άνθρωπος χωρίς όρια, ένας τρελός· ένας ανθρωπότυπος με χαρακτηριστικά μανίας που αρνείται να υποταχθεί σε οποιαδήποτε νόρμα και αρχή. Από την άλλη, ένα καλά δομημένο σύστημα της εκτελεστικής, δικαστικής (και ελεγκτικής αν συμπεριλάβουμε και τον Τύπο) εξουσίας, με εκπρόσωπους όλων των βαθμίδων τυφλά υποταγμένων σε αυτό. Και εγένετο συνάντηση.
Σ’ αυτό το, εξ, ορισμού, αντιφατικό πλαίσιο καλούνται να δημιουργήσουν οι έξι πρωταγωνιστές της παράστασης: Πάνος Βλάχος, Φοίβος Ριμένας, Θοδωρής Σκυφτούλης, Ιφιγένεια Αστεριάδη, Κωνσταντίνος Μαγκλάρας, Στέλιος Πέτσος. «Παρά την μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει όλοι οι ήρωες της παράστασης, οι δήθεν παραβατικοί από τη μια και οι επιθεωρητές από την άλλη, δουλεύουν για να σατιρίσουν τις θέσεις της εξουσίας, αυτό το φρικτό ένστικτο που φυτρώνεται στην κοινωνία και όλοι μας – με μαθηματική ακρίβεια θα συναντήσουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας» εξηγεί ο Πάνος Βλάχος που ερμηνεύει τον Αναρχικό του Φο. «Είναι πρόσωπα που προτείνουν ένα τρόπο ζωής απέναντι στην κοινωνική βία – γιατί δεν μιλάμε μόνο για την κρατική βία αλλά και για την φασιστική νοοτροπία της κοινωνίας. Και, υπό αυτή την έννοια, δεν έχουν μόνο μια πολιτική διάσταση, δεν είναι δηλαδή, μόνο πολιτικά όντα, αλλά πραγματεύονται και υπαρξιακά αδιέξοδα» συνεχίζει.
Ο Θοδωρής Σκυφτούλης που βρίσκεται στον αντίποδα (ερμηνεύοντας τον διοικητή της Ασφάλειας) παρατηρεί και πως «ο εξουσιαστής έρχεται αναπάντεχα στη θέση του εξουσιαζόμενου. Και τότε στα πρόσωπο του δεν βλέπεις παρά ένα φοβισμένο ανθρωπάκο. Φυσικά, εδώ, στην παράσταση μας, βλέπουμε τη βία της εξουσίας μέσα από το φαρσικό τρόπο, τεντωμένη στα άκρα».
Πάνος Βλάχος: Είναι πρόσωπα που προτείνουν ένα τρόπο ζωής απέναντι στην κοινωνική βία – γιατί δεν μιλάμε μόνο για την κρατική βία αλλά και για την φασιστική νοοτροπία της κοινωνίας
Κατά την, Κακλέα προσέγγιση, οι ήρωες του Φο αναβιώνουν κλασικά αρχέτυπα – εκείνους που αντιστέκονται κι αυτούς που εξουσιάζουν. «Κοινώς, όλα τα πρόσωπα μας έρχονται από πολύ παλιά. Ξαφνικά, ο Ντάριο Φο μοιάζει με φίλο του Αριστοφάνη. Απλώς ντύνει τους ήρωες του στα ρούχα των ‘70s για να επικοινωνήσει ένα πολύ σοβαρό γεγονός. Γι’ αυτό κι εμείς αντιμετωπίζουμε τους χαρακτήρες σαν μια μάζωξη σαλτιμπάγκων που έρχονται από το βάθος των χρόνων για να αφηγηθούν μια ιστορία».
Έτσι, στο πρόσωπο του αναρχικού ο Πάνος Βλάχος αναγνωρίζει έναν τρελό, θεότρελο Γελωτοποιό. «Αυτός ο ήρωας, με όχημα την πλοκή, εξιστορεί τη γέννηση του γελωτοποιού όπου στόχος της ζωής του είναι το γέλιο. Όπως στόχος του είναι να κάνει το κοινό να σκεφτεί και να θυμώσει. Ο δικός μας ήρωας, θα μπορούσε να είναι ένας ζογκλέρ, ένας παλιάτσος, ένας σάτυρος ή ένας καλλιτέχνης του δρόμου, ένας stand up comedian – αν θέλουμε να δούμε τη διαδρομή του μέσα στο χρόνο».
Παραδοσιακός θιασώτης της κωμωδίας (από τα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα) ο Γιάννης Κακλέας πιστεύει πως πρόκειται για «το μοναδικό είδος που δρα πιο δυνατά και από έναν πυροβολισμό». Γι’ αυτό και στο νέο του εγχείρημα επιχειρεί με στοιχειώδη υλικά: Να αναδείξει μια πραγματικότητα με καυστικό χιούμορ αναγνωρίζοντας σχεδόν «μια ακτιβιστική λειτουργία στη δύναμη της θεατρικής πράξης».
Γιάννης Κακλέας: Επιχειρούμε με μια μαξιμαλιστική λογική. Έχουμε έντονη κινησιολογία, επενδύουμε στο σώμα του ηθοποιού, έχουμε μουσικό επί σκηνής, πολλά τραγούδια, προβολή video, γρήγορες εναλλαγές
Πως θα το επιτύχει αυτό; Ακολουθώντας το σκηνοθετικό, πλουραλιστικό μοτίβο που τον απασχολεί διαχρονικά, το ολικό θέατρο. «Επιχειρούμε με μια μαξιμαλιστική λογική. Έχουμε έντονη κινησιολογία, επενδύουμε στο σώμα του ηθοποιού, έχουμε μουσικό επί σκηνής, πολλά τραγούδια, προβολή video, γρήγορες εναλλαγές».
Ανοιχτός στις προτάσεις της ομάδας, επισημαίνει πως η παράσταση στηρίζεται σημαντικά στον αυτοσχεδιασμό και στον αυτοσχεδιασμό ιδεών. Κι αυτό του επιτρέπει σκηνοθετικά να περνάει με μεγαλύτερη άνεση από είδος σε είδος. «Δεν είναι ακριβώς φάρσα αλλά ούτε και μιούζικαλ, παρότι αντλεί στοιχεία και από τα δύο. Επίσης, ‘κλέβει’ από την κωμωδία χαρακτήρων, από το vaudeville και φτάνει μέχρι την commedia del arte και το ψυχολογικό θέατρο. Ο δικός μας αναρχικός είναι, σχεδόν, υβριδικός» εξηγεί.
Σε μια προσπάθεια να εξυπηρετήσει μια πιο ελεύθερη χωρική και χρονική τοποθέτηση της πλοκής, η σκηνογραφία (την συνυπογράφει η Ηλένια Δουλαρίδη και ο Γιάννης Κακλέας) διαφοροποιείται από τις συνήθεις απεικονίσεις του έργου, δηλαδή μέσα σε ένα κτήριο ή στο γραφείο της Ασφάλειας.
Αντίθετα, έχοντας στήσει ψηλές σιδεριές και σκαλωσιές, περιγράφουν την πίσω πλευρά ενός κτηρίου, παραπέμποντας στο δημόσιο (και κατ’ εξοχήν πολιτικό) χώρο. Οι μοναδικές μαρτυρίες ρεαλισμού στη σκηνογραφία είναι κάποια αντικείμενα γραφειακού εξοπλισμού, με καθαρά λειτουργικό χαρακτήρα. Την ίδια ώρα, τα κοστούμια της παράστασης (Ηλένια Δουλαρίδη κι εδώ) έχουν 70s χρώμα, αποτίοντας φόρο τιμής στην εποχή που γράφτηκε το έργο και συνέβη η τρομοκρατική επίθεση στο Μιλάνο.
Η μουσικήΟ έβδομος πρωταγωνιστής της παράστασης μοιάζει να είναι η μουσική του Βάϊου Πράπα. Σε ευθύ και απόλυτο διάλογο με τη σκηνική δράση αλλά και επί μέρους με τα λόγια των ηθοποιών, η πρωτότυπη σύνθεση του «έχει την αντίληψη της μουσικής μιας πλανώδιας μπάντας. Λειτουργεί ως ένα βασικό εργαλείο για να γεφυρώσει τους διάφορους τρόπους με τους οποίους επικοινωνεί τα μηνύματα του το έργο. Γι’ αυτό και παρακολουθεί πολύ στενά τους αυτοσχεδιασμούς στις πρόβες, τους υπογραμμίζει και τελικά ενισχύει το σκηνικό συμβάν» εξηγεί ο ίδιος ο συνθέτης που θα είναι παρών κι επί σκηνής.
Για την παράσταση γράφτηκαν και εννέα ολοκληρωμένα τραγούδια, τους στίχους των οποίων υπογράφει ο Πάνος Βλάχος με ξεκάθαρη σατιρική διάθεση.
«Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» του Ντάριο Φο κάνει πρεμιέρα στις 19 Νοεμβρίου στο θέατρο Γκλόρια (Ιπποκράτους 7, 210 3600832)
Παίζουν: Πάνος Βλάχος, Φοίβος Ριμένας, Θοδωρής Σκυφτούλης, Ιφιγένεια Αστεριάδη, Κωνσταντίνος Μαγκλάρας, Στέλιος Πέτσος
Μουσικός επί σκηνής: Βάϊος Πράπας
Σκηνοθεσία/Δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Κακλέας
Σκηνικά: Ηλένια Δουλαδίρη/ Γιάννης Κακλέας
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Μουσική σύνθεση: Βάϊος Πράπας
Στίχοι τραγουδιών: Πάνος Βλάχος
Χορογραφίες: Αγγελική Τρομπούκη
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου