Συν&Πλην: «Συμφορά από το πολύ μυαλό» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση «Συμφορά από το πολύ μυαλό» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων.
Ο Τσάτσκι, ένας νεαρός Ρώσος αριστοκράτης, ευφυής, χαρισματικός, με την επιθυμία να γνωρίσει τον κόσμο και την δίψα για γνώση, επιστρέφει στην Μόσχα μετά από τρία χρόνια περιπλάνησης στο εξωτερικό. Τότε, ανακαλύπτει πως τα πράγματα έχουν απομακρυνθεί πολύ από αυτά που γνώριζε. Η αγαπημένη του Σοφία Πάβλοβνα έχει συνάψει σχέσεις με τον Μολτσάλιν έναν παρείσακτο κι αδίστακτο υπάλληλο στην υπηρεσία του πατέρα της Φάμουσοφ. Την ίδια ώρα, όλος ο κοινωνικός περίγυρος της τάξης τους, βουλιάζει στην κενοδοξία. Ο Τσάτσκι, ποτισμένος από προοδευτικές ιδέες, διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι γύρω του ξοδεύουν το χρόνο της ζωής τους καταναλώνοντας μόδες χωρίς να πιστεύουν σε τίποτα. Απεναντίας, οδηγούνται μόνο από το συμφέρον, την υποκρισία, τις συμβάσεις και τη ματαιοδοξία τους. Την ίδια ώρα που εκείνοι ερμηνεύουν την πολύπλοκη σκέψη του ως τρέλα, προκειμένου να τον απομονώσουν. Ματαιωμένος ο Τσάτσκι αναγκάζεται να εγκαταλείψει και πάλι την πόλη του.
Σχεδόν διακόσια χρόνια πριν, ο Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ χτίζει ένα πανόραμα των ηθών της παλιάς Μόσχας, οργανώνοντας με μεγάλη ακρίβεια μια παρέλαση ηρώων και ανθρωπότυπων σύμβολα της αστικής ρωσικής ζωής της εποχής του – της οποίας και ο ίδιος αποτελούσε μέλος.
Στα χρόνια του Γκριμπογέντοφ (γράφει το έργο το 1823) η ρωσική ιστορία διένυε μια πολύ δυναμική φάση. Ήταν μια εποχή εθνικής αφύπνισης όπου νέες ιδέες και καλλιτεχνικά ρεύματα διασταυρώνονταν με τις παλιές αντιλήψεις, προκαλώντας συχνά οξείες συγκρούσεις. Αφουγκραζόμενος αυτούς τους κραδασμούς και με το βλέμμα στις τεχνικές της ευρωπαϊκής κωμωδίας, ο Ρώσος συγγραφέας αποτυπώνει μια νέα γλώσσα για τα δεδομένα του 19ου αιώνα σε μια κοινωνική σάτιρα με τραγικά, ρομαντικά και ποιητικά στοιχεία.
H παράστασηΟ Στάθης Λιβαθινός επανακάμπτει σκηνοθετικά, πάνω σε ένα διττό άξονα προτεραιοτήτων: Από τη μια, να συνδεθεί με το παρελθόν του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων και με το έργο του Λευτέρη Βογιατζή και από την άλλη να θρέψει τις προσωπικές αναφορές του στη ρωσική δραματουργία (Μπουλγκάκωφ, Ντοστογιέφσκι, Πούσκιν, Γκόγκολ, Γκόρκι, Τσέχωφ).
Η πρόταση του είναι ολοκληρωμένη, υψηλής αισθητικής και γενικά συνεπής στους στόχους της – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν λείπουν τα προβλήματα. Στη διάθεση του έχει ένα καλοκουρδισμένο σύνολο ερμηνευτών – οι περισσότεροι της νεότερης γενιάς – αλλά δεν αποφεύγεται το φαινόμενο της άνισης απόδοσης που συχνά χαρακτηρίζει τους πολυπληθείς θιάσους. Επιπλέον, το έργο μοιάζει να έχει την ανάγκη μιας γενναίας επεξεργασίας για να περιοριστούν τα πιο λόγια σημεία του και, κατά συνέπεια, η διάρκεια της παράστασης.
Τα Συν (+) Η σκηνοθεσίαΓύρω από ένα παλαιού τύπου ρολόι μετεωρίζεται η προβληματική του Στάθη Λιβαθινού για την πινακοθήκη των ηρώων του Γκριμπογέντοφ. Και μοιάζει αυτό να δίνει το σήμα μιας κυκλικής ροής και παρουσίασης τους, του τρόπου που διαπλέκονται σταδιακά μέχρι να συνθέσουν ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο μιας κοινωνίας σε ηθική παρακμή. Πρόσωπα ενός βαθέως παρελθόντος και συνάμα παρόντα (και διαχρονικά) γίνονται φορείς πότε του τραγικού και πότε της φιλοσοφικής σάτιρας με ηθοποιούς ικανοποιητικής ενέργειας και σωστά οδηγημένους στο διττό ύφος και στον έμμετρο – άρα και μουσικό – λόγο. Παρόλα αυτά, το εγχείρημα υπονομεύεται από τη δραματουργική διαχείριση του κειμένου.
Η μετάφρασηΗ Έλσα Ανδριανού παραδίδει μια νέα έμμετρη μετάφραση πάνω στο πρωτότυπο του Γκριμπογέντοφ με εξαιρετικό γλωσσικό ενδιαφέρον, πυκνή και ποιητική και με τα απαραίτητα πετάγματα ελαφρότητας.
Η πλειοψηφία των ερμηνειώνΕδώ έχουμε μια παραδοξότητα: Ενώ η σκηνική παρουσία του 13μελούς θιάσου σε σκηνές συνόλου πετυχαίνει το στοίχημα της συνοχής, κάποιες επιμέρους ερμηνείες είναι συμβατικές. Περιορίζεται, λοιπόν, το ερμηνευτικό ενδιαφέρον σε λιγότερους ηθοποιούς.
Λάμπει ο Νέστωρας Κοψιδάς με την εκφραστική του ευγλωττία και με το πάθος που υπερασπίζεται την οπισθοδρομική φύση του Φάμουσοφ. Η Ιωάννα Κολλιοπούλου παιγνιώδης, κινησιολογικά ευρηματική και φρέσκια, σαν κουκλίτσα πάνω σε μουσικό κουτί, ερμηνεύει την Σοφία Πάβλοβαν ως την μεγαλύτερη διάψευση ανάμεσα στους ήρωες του Γκριμπογέντοφ. Η Νεφέλη Μαϊστράλη αποδίδει ιδανικά το ρόλο της υπηρέτριας μέσα από μια κωμική απελπισία που σημαδεύει τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Στοιχεία κόμικ και επίγνωση της μετριότητας του ήρωα του φέρνει ο Παναγιώτης Παναγόπουλος στο Συνταγματάρχη Σκαλοζούμπ. Το ναρκισσισμό της αριστοκρατίας ενσαρκώνει με φινέτσα η Αθανασία Κουρκάκη ως Νατάλια Ντμιτρίβνα. Ο Γιλμάζ Χουσμέν διακρίνεται για την πλέον φαρσική εμφάνιση της παράστασης ως ο ιδεολόγος Ρεπετίλοφ . Η Λιλλύ Μελεμέ παρά το μικρό ρόλο της της Χλιόστοβα κάνει αναγνωρίσιμη την εμπειρία και τη δυναμική της. Τέλος, ο Θέμης Θεοχάρογλου κερδίζει με τη σωματικότητα του στο ρόλο του Ζαγκορέτσκι.
Όσο για τον πρωταγωνιστή της παράστασης, τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Φιλιππίδη στον κρίσιμο ρόλο του Τσάτσκι, φέρει μεν μια εκτιμητέα ερμηνευτική φλόγα αλλά η παρωχημένη υπερδραματοποίηση της φωνής του αδικεί την προσπάθεια του.
Παρά την μικρή κλίμακα του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων και την παραδοσιακή δυσκολία της διαχείρισης του, η Ελένη Μανωλοπούλου προτείνει μια ταιριαστή και συνάμα ατμοσφαιρική σκηνογραφία που ορίζεται από ένα αντικέ ρολόι, τοποθετημένο στη βάση της σκηνής. Πλάϊ σε αυτό σχεδιάζει υψηλής αισθητικής κοστούμια με κάποια κλεισίματα ματιού στην μοντερνικότητα.
Τα Πλην (-)Η ευκαιρία για μοντάζ στα πιο φιλολογικά σημεία του έργου χάθηκε. Διαφορετικά, θα είχε εκσυγχρονίσει τόσο τη σχέση του έργου με το σήμερα και συνάμα θα είχε συνεισφέρει στον ρυθμό και στη μικρότερη διάρκεια της παράστασης.
Το άθροισμα (=)Δραματουργικό σαμποτάζ σε μια ατμοσφαιρική, ικανοποιητικά παιγμένη και ωραίας αισθητικής επανένωση ενός κλασικού έργου με τον θεατρικό τόπο που το πρωτοσύστησε.