Στα compilation που έκανε ως τυπικός έφηβος – με Iron Maiden, Manowar και Metallica – υπήρξε και μια κασέτα μ’ ένα αναπάντεχο side b. Αυτή η κασέτα είχε τη μουσική των «Γάμων του Φίγκαρο» του Μότσαρτ που ο ίδιος άκουσε κατά τύχη σε ένα σπίτι. Κι έτσι, ενώ ακόμα ο Θάνος Παπακωνσταντίνου δηλώνει ξεκάθαρα το metal παρελθόν του (αρκεί να παρατηρήσεις τις μαύρες μπότες και τα δαχτυλίδια που φοράει στα χέρια του) η όπερα συνεχίζει έκτοτε να συνοδεύει τα ακούσματα του· σχεδόν σαν ‘ροζ εξομολόγηση’ στο hard core υλικό για τα Walkman του.
Η αρχή με τον ΜοντεβέρντιΌταν, λοιπόν, το 2017, ήρθε η πρόταση συνεργασίας από τον διευθυντή ορχήστρας Μάρκελλο Χρυσικόπουλο για τον «Ορφέα» του Μοντεβέρντι στο Μέγαρο Μουσικής, ο Θάνος Παπακωνσταντίνου ήταν ήδη πολύ διαβασμένος. «Μπορεί να μην έχω παίζω μουσική, ωστόσο γνωρίζω πολύ καλά τα έργα, τους συνθέτες και τις διάφορες εκτελέσεις. Είχα δώσει άπειρα χρήματα σε παραγγελίες cd αφού το κλασικό ρεπερτόριο δεν ήταν αυτονόητο για τα δισκάδικα της Λάρισας, της πόλης όπου μεγάλωσα» εξηγεί.
Τέσσερα χρόνια μετά – κι αφού η υποδοχή του «Ορφέα» ήταν παραπάνω από ενθουσιώδης – ο Θάνος Παπακωνσταντίνου έχει ήδη υπογράψει τη σκηνοθεσία σε ένα μιούζικαλ, τους καθηλωτικούς «Στοιχειωμένους» του Δημήτρη Μαραμή, καθώς και δύο ακόμα όπερες: Τον «Θρίαμβο της Ιουδήθ» για λογαριασμό της Λυρικής Σκηνής που μόλις προβλήθηκε σε παγκόσμια μετάδοση από το φημισμένο Mezzo TV και τον «Αργό Σίδηρο» του Άντη Σκορδή για το Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρια. Σήμερα, φτάνει στην τέταρτη οπερατική του σκηνοθεσία με το νέο έργο του Γιώργου Κουρουπού «Ελπίς πατρίδος», μια όπερα για την Ελληνική Επανάσταση σε λιμπρέτο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου – και πάλι με ανάθεση του Μεγάρου Μουσικής.
«Επικοινωνώ πολύ με την όπερα, είναι ένα είδος που αγαπώ πολύ και δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε ευκαιριακή η ενασχόληση μου μαζί της», σημειώνει ο σκηνοθέτης καθώς τα δείγματα γραφής του στο εξαιρετικά απαιτητικό αυτό είδος πυκνώνουν και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Λάτρης της μεγάλης κλίμακας – έχει ήδη σκηνοθετήσει την «Ηλέκτρα» στην Επίδαυρο για το Εθνικό Θέατρο, την «Μετατόπιση προς το Ερυθρό» για το Φεστιβάλ Αθηνών και την «Αποκάλυψη» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση – ο Παπακωνσταντίνου αισθάνεται πως βρίσκεται στο στοιχείο του, από τη στιγμή που η όπερα μεταφράζεται στην πιο ογκώδη παραγωγή που μπορεί να έχει υπό τον έλεγχο του ένας σκηνοθέτης. Μια τυπική παραγωγή όπερας μπορεί να έχει έως και 50 άτομα επί σκηνής, χωρίς κανείς να υπολογίζει την ορχήστρα που συνήθως ξεπερνάει τους 20 μουσικούς.
«Αγαπώ πολύ τη μεγάλη κλίμακα, τη θεωρώ ιδανική συνθήκη. Είναι μια πλήρης ανάπτυξη ενός οράματος. Η εμπειρία των παραστάσεων που στριμώχνονται σε μικρούς χώρους μου έχει δείξει πως αλλιώς ανασαίνει μια δουλειά στο σωστό χώρο. Είναι κι αυτός ένας λόγος που με έλκουν τα μεγάλα project, παρότι κατανοώ πως λίγες τέτοιες παραγωγές έχουν τη δυνατότητα να ανέβουν στην Ελλάδα. Εξάλλου, δεν είμαστε Βερολίνο» παρατηρεί.
Οι προκλήσεις της όπεραςΤην ίδια ώρα, είναι σε θέση να αναγνωρίζει πως τα μεγάλα καράβια έχουν και μεγάλες φουρτούνες, διαπιστώνοντας κατ’ επανάληψη πως η όπερα είναι μια σοβαρότατη άσκηση αντανακλαστικών, ετοιμότητας, ακρίβειας, ελέγχου, υπομονής και διαχείρισης. «Η σκηνοθεσία μιας όπερας είναι ένας μεγάλος αγώνας δρόμου. Απαιτεί εξαιρετικά καλή προετοιμασία σε διαφορετικά πεδία καθώς μας δίνεται πολύ λιγότερος χρόνος για να συνδεθούν όλα τα κομμάτια του παζλ: Η μουσική, οι ερμηνείες, η αισθητική άποψη, τα τεχνικά εργαλεία. Σκηνοθετώντας κανείς όπερα πρέπει να έχει πολλά εναλλακτικά σχέδια σκηνοθεσίας σε περίπτωση που, επί του πρακτέου, κάτι δεν λειτουργήσει» τονίζει.
Η βασική διαφορά με το θέατρο μεγάλης κλίμακας είναι, σύμφωνα με τον Θάνο Παπακωνσταντίνου, ο διαφορετικός κώδικας των τραγουδιστών και των ηθοποιών – τη στιγμή δε που και ο ίδιος ανήκει στην δεύτερη κατηγορία. «Από την άλλη, ενώ στο θέατρο πασχίζεις να δημιουργήσεις μια σκηνοθετική παρτιτούρα, στην όπερα την έχεις έτοιμη και μάλιστα είναι προκαταβολικά εξαίσια».
Συνομιλώντας με τους συνθέτεςΌταν μάλιστα ανεβάζει ένα νέο μουσικό έργο όπως το τωρινό «Ελπίς Πατρίδος» του Γιώργου Κουρουπού, ο σκηνοθέτης μοιράζεται την αίσθηση μιας δημιουργίας με τον εκάστοτε συνθέτη. «Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ζύμωση όταν μου δίνεται η δυνατότητα να συνομιλήσω με τον συνθέτη. Έρχεται κάτι εξίσου ζωντανό πέραν από το σκηνοθετικό όραμα. Απλώς ο σκηνοθέτης, παραμένει ο κακός της υπόθεσης γιατί τις περισσότερες φορές διαχειρίζεται κι ένα πλάνο υλοποίησης που έχει να κάνει με τον προϋπολογισμό μιας παραγωγής» εξηγεί.
Στην περίπτωση της νέας παραγωγής του Μεγάρου, ο Θάνος Παπακωνσταντίνου έχει και πάλι την ευκαιρία – όπως συνέβη στην περσινή του σκηνοθεσία στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Εθνικού Θεάτρου που μεταδόθηκε μόνο on line – να μπει σε μια διαδικασία αναστοχασμού για το ποιοι είμαστε.
«Αυτά τα θέματα μας φέρνουν κοντά με μια πιθανή διάψευση: Στο πως ιδρύθηκαν κράτη με το όνειρο μιας εθνικής ουτοπίας, στο πως εξελίχθηκαν στο σημερινό μοντέλο και τελικά στην μεγάλη αναρώτηση για τον κόσμο που ζούμε ή που θέλουμε να ζήσουμε». Έχοντας, ήδη, κάνει μια επαρκή προετοιμασία ιστορικής έρευνας της εποχής με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού, ο σκηνοθέτης ξαναπλησιάζει με άλλο βλέμμα ζητήματα για τα οποία, όπως λέει, έχουμε μια αμυδρά εντύπωση, φορτισμένη από τη σχολική προσέγγιση. «Έχουμε ανάγκη από αφορμές να φωτίσουν με διαφορετικό τρόπο θέματα για την ιστορία και την παράδοση μας που έχουμε τοποθετημένα στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης μας, χωρίς να τους επιτρέπουμε να μας τροφοδοτούν».
Ακόμα και στη θεματική της Ελληνικής Επανάστασης, ο Θάνος Παπακωνσταντίνου δεν διστάζει να φέρει την πιο σκοτεινή ματιά του, εκεί όπου η αγριότητα συνδιαλέγεται με την νεορομαντική ομορφιά. Διαμορφωμένο από καιρό το αισθητικό του στίγμα, κομίζει εικονοκλαστικές ποιότητες στις παραστάσεις του που θεωρεί ότι μπορούν να ταιριάξουν παντού: Στο «καυτό» θέμα της Επανάστασης, το οποίο συχνά καθηλώνεται σε συντηρητική αντιμετώπιση αλλά και στο είδος της κλασικότροπης όπερας. «Δεν αντιμετωπίζω την όπερα ως μουσειακό είδος. Φυσικά, είναι ένας πολύ σκληρός κώδικας βασισμένος σε συγκεκριμένες παραδόσεις, αλλά παντού σε μεγάλες παραγωγές του εξωτερικού η φόρμα προσέγγισης της έχει μετακινηθεί. Ο Ρομέο Καστελούτσι, ο Μπομπ Γουίλσον, ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι δίνουν πολλά ανανεωτικά δείγματα για το πού μπορεί να οδηγηθεί το είδος».
Παρά την λειτουργία του ως σκηνοθέτης ερμηνείας, σπεύδει τα ξεκαθαρίσει πως «παρά το προσωπικό μου πρίσμα, δεν υπονομεύω ποτέ τα θέματα ενός έργου. Εξάλλου, η μουσική και ο ήχος είναι το πιο ισχυρό υλικό της όπερας. Σε εξουδετερώνει σε κλάσματα δευτερολέπτου».
Η όπερα «Ελπίς Πατρίδος» του Γιώργου Κουρουπού σε λιμπρέτο Ιουλίτας Ηλιοπούλου και σκηνοθεσία του Θάνου Παπακωνστατίνου κάνει πρεμιέρα στο Μέγαρο την Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου και επαναλαμβάνεται την Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου (20.30). Οι δύο παραστάσεις εντάσσονται στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων του Μεγάρου για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.
Σκηνικά και κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Συμμετέχουν οι λυρικοί τραγουδιστές: Τάσης Χριστογιαννόπουλος (βαρύτονος), Θεοδώρα Μπάκα (μεσόφωνος), Τάσος Αποστόλου (μπάσος), Ειρήνη Καράγιαννη (μεσόφωνος), Βασίλης Καβάγιας (τενόρος), Γιάννης Καλύβας (τενόρος), Πέτρος Μαγουλάς (μπάσος), Άρτεμις Μπόγρη (μεσόφωνος) και Μιχάλης Ψύρρας (βαρύτονος).
Την προετοιμασία των τραγουδιστών έχει αναλάβει ο Γιάννης Τσανακαλιώτης.
Λαμβάνει μέρος η Χορωδία της ΕΡΤ (μουσική διεύθυνση: Δημήτρης Κτιστάκης).
Την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης.