Στην αρχή το σκοτάδι, κι έπειτα μία φωτισμένη ράβδος που διασχίζει οριζόντια τη σκηνή (διακρίνεις ελάχιστα τα χέρια που την κρατούν) να σηματοδοτεί την εισαγωγή σε έναν αλλόκοτο, παράδοξα ασταθή κόσμο. Έναν κόσμο που ορίζεται από τον νόμο της συνεχούς μεταμόρφωσης και εναλλαγής: από την κατασκευή στην αποσυναρμολόγηση, από τη νοσταλγία στο γέλιο, από την εμφάνιση στην εμβύθιση, από την αναγνώριση στο ανοίκειο. Τίποτα δεν μοιάζει να παραμένει σταθερό στους Τιτάνες του Ευριπίδη Λασκαρίδη.
Το σκηνικόΜεγάλα ορθογώνια κομμάτια φελιζόλ, γίνονται άλλοτε ρούχο, εμπόδιο, διαστημόπλοιο, εξομολογητήριο, τοίχος, αφρόλουτρο, τροφή ή χιόνι. Λάμπες φθορίου, προβολείς στο χέρι και ένας στρογγυλός κοίλος καθρέφτης πίσω ψηλά φωτίζουν και αντανακλούν παραμορφωμένα τα εν κινήσει ίχνη της παράστασης. Αριστερά μπροστά ένας όγκος χρυσός που μοιάζει στέρεος μέχρι να ανακαλύψεις ότι δεν πρόκειται παρά για ένα ελαφρύ τσαλακωμένο χρυσαφί εύπλαστο φύλο. Ένα σίδερο που ατμίζει, μία σιδερώστρα, μία κουρτίνα από πλαστικά φυτά, που όμως ο περφόρμερ τα ποτίζει, ένα ραδιοφωνάκι, ένας σκουπιδοτενεκές κι ένα τηλέφωνο δημιουργούνέναν «οικιακό» χώρο λίγο πιο πίσω.
Κι ακόμη, ανεμιστήρες και μία συστάδα από «θημωνιές», φωτισμένη από κάτω, που θα φιλοξενήσει για λίγο σαν ντουζιέρα ένα μπάνιο απόκοσμο. Θα μετατραπεί αργότερα, χωρίς εξήγηση, στην επιφάνεια ενός μηχανήματος φωτοτυπιών με τη συμβολή του ήχου και του φωτός.
Το παράξενο, ρευστό σύμπαν που έστησε στην κεντρική σκηνή της Στέγης ο Λασκαρίδης συμπληρώνουν: μία καρέκλα, ένα μπολ, ένα ποτιστήρι, ένα ζευγάρι κόκκινα βαράκια, ένα πριόνι, αρκετές περούκες και φορέματα, μία αφρικανική φιγούρα βουντού (καθώς μία από τις «θημωνιές» ζωντανεύει) ένα πλαστικό ακέφαλο στέρνο, δύο εμφατικά ψεύτικα στήθη, ένα άχρωμο λουλούδι, και μία ψάθινη σκούπα.
Στον ανοίκειο αυτόν ατμοσφαιρικό κόσμο κατοικούν δύο «παράξενα» πλάσματα. Μία φιγούρα λίγο «τρελούτσικη», απροσδιόριστα χαριτωμένη στις συχνές τις μεταμφιέσεις, που έχει την ικανότητα να μιλά και μία σιωπηλή πιο σκοτεινή, που φανερώνεται σαν σκιά μονάχα με τη βοήθεια κάποιου φωτός. Καθώς σιγά σιγά «συνηθίζεις» τη συνεχή αίσθηση ξαφνισμού, βουλιάζεις στην καρέκλα σου μέσα στο σκοτάδι.
Σύμπαντα απόκοσμα που συνομιλούν με την υπερβολή του καρναβαλικού και του θεάματος. Κόσμοι εύθραυστοι και ευμετάβλητοι και όμως παράλληλα αλλόκοτα στέρεοι και ανθεκτικοί. Πλάσματα, σκηνές, συμπεριφορές και εικόνες ικανά να πραγματοποιούν τη φαντασία με υλικά που συναντάμε στον καθημερινό μας κόσμο.
Όπως τα όνειρα, όπου οι τόποι εναλλάσσονται χωρίς εξήγηση, όπου οι γεωγραφίες και οι κανόνες τους επικαλύπτονται, όπου τα νοήματα συγκρούονται και αλληλοεξουδετερώνονται, όπου η αμφιβολία μετεωρίζεται ως η μόνη βεβαιότητα.
Χειρονομίες που κρύβουν μέσα τους άλλες χειρονομίες, εικόνες που κρύβουν μέσα τους άλλες εικόνες, πρόσωπα που κρύβουν μέσα τους ένα σύνολο από χαρακτήρες· Γλώσσα ασαφής και ωστόσο σε χρωματισμούς σχεδόν ρητά προσδιορισμένη· Σχήματα του ονείρου που αγκυρώνονται αποκλίνοντας στο πραγματικό, που μας καλούν σε μία περιπλάνηση χωρίς σκοπό, σε μία διαδρομή χωρίς χάρτες, ζητώντας μας να είμαστε θεατές-flaneur αντί για τουρίστες ή για «μόνιμοι κάτοικοι».
Το λεξιλόγιο του Ευριπίδη ΛασκαρίδηΟ Ευριπίδης Λασκαρίδης κατασκευάζει τα τελευταία χρόνια ένα ξεχωριστό και ιδιοσυγκρασιακό σκηνικό λεξιλόγιο. Ένα ιδίωμα αναγνωρίσιμο, που συμπυκνώνεται μέσα στα ιδιαίτερα πλάσματα που ενσαρκώνει εξαιρετικά ο ίδιος και ζωντανεύει μέσα στα φώτα της Ελίζας Αλεξανδροπούλου, τα κουστούμια του Άγγελου Μέντη, τη μουσική του Γιώργου Πούλιου, τη δραματουργική συνεισφορά του Αλέξανδρου Μυστριώτη.
Τίποτα δεν μοιάζει να είναι ακριβώς στη «σωστή» θέσηενώ έχεις συνεχώς την αίσθηση ότι τίποτα δεν βρίσκεται εκεί τυχαία. Ίσως γι’ αυτόσου προσφέρεται σαν ένα σύστημα ανοιχτό, επειδή είναι στη λεπτομέρεια του τέλεια οργανωμένο.Τόσο το έργο ως μορφή όσο και τα νοήματά του ανθίστανται σε απόπειρες μίας ταξινόμησης με σαφήνεια. Μοιάζει να ανήκει εξίσου την τέχνη του θεάτρου, του τσίρκο, του χορού, της μιμικής και της περφόρμανς.
Κι ακόμη και αν κάποιες «επινοήσεις» του, όπως μεταξύ άλλων η μεταμόρφωση, το θέαμα, η έκπληξη, το καρναβαλικό, το γκροτέσκο, η αλλοιωμένη «παράθεση» της ιστορίας της τέχνης, η γελοιότητα, δεν είναι όλες ως ευρήματα πρωτότυπες, ο χειρισμός και η πλαισίωσή τους σίγουρα είναι.
Έτσι, τα συμφραζόμενα, τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο,συνεχώς αυτό-εξουδετερώνονται και, καθώς βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση, μοιάζει αδύνατο να τα κωδικοποιήσουμε. Για να απολαύσεις μία παράσταση του Λασκαρίδη πρέπει να αποδεχθείς αυτή την κυλιόμενή τους υπόσταση, να συμφιλιωθείς με την ακαταστασία τους.
Η σημασία καθίσταται ασταθής, μετεωρίζεται σε ένα «περίπου»χωρίς όμως ποτέ πλήρως να μας την αρνείται. Οι «παραπομπές» του στον Βελάσκεθ (ίσως;) ή σε κάποια Μαντόνα βρεφοκρατούσα καταφάσκουν σε μία άπιαστη και ευέλικτη αναγνώριση. Αναγνώριση που μας προσφέρεται για λίγο για να σκοντάψει αμέσως μετά στην πολυσημία που την αναιρεί.
Δημιουργείται συνεχώς μία ένταση ανάμεσα στο θέαμα και το πραγματικό, στη σκηνή και την πλατεία, στη σκοτεινή αίθουσα του θεάτρου και τον κόσμο που μας υποδέχεται πάντα όταν βγαίνουμε από αυτό. Τα έργα του Λασκαρίδη δεν επιβεβαιώνουν ούτε όμως και υπονομεύουν αυτές τις σχέσεις.
Η ουτοπική τους διάσταση υλοποιείται διαλογικά. Μετεωρίζονται συνεχώς κάπου ενδιάμεσα. Ανοιχτά όπως είναι, συναντούν τα προσωπικά μας αξιακά συστήματα, τους δικούς μας τρόπους να βλέπουμε τον κόσμο, τις ίδιές μας φαντασίες να τον αντιμετωπίσουμε, να τον αλλάξουμε ή να ανταπεξέλθουμε.
Διαλεκτικά λοιπόν ζωντανεύουν αυτοί οι άλογοι κόσμοι. Διαλογικά με την πλατεία «ολοκληρώνονται» ή παραμένουν μόνιμα ατελείς και ανολοκλήρωτοι. Κόσμοι εμφατικά ετερογενείς από την πραγματική εμπειρία που διαπραγματεύονται με το τετριμμένο και το καθημερινό.
Υπάρχει άραγε τελικά κάτι που μας προτείνει ο Λασκαρίδης με τα έργα του; Θα κλείσω αυτό το κείμενο ψιθυρίζοντας πως αν υπάρχει κάτι, αυτό είναι να συμφιλιωθούμε με την πολυφωνία, την αμφιβολία και την πολλαπλότητα. Κι ακόμη, να αφαιρέσουμε από πάνω μας το άγχος για την τελειότητα, την αγωνία του να γίνονται όλα «καθώς πρέπει» και να εγγράφονται τελικά μόνο εκείνα που χρεώνονται ως σημαντικά.