Χωρίς παραστασιακό παρελθόν, αναγκάζεσαι να κοιτάζεις το παρόν. Αυτή ήταν και είναι, εξάλλου, η καταλυτική δύναμη της πανδημίας: Να σηκώσει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο πριν και στο σήμερα, να μας καθηλώσει στο εδώ και τώρα και να παρουσιάσει το αύριο ως ένα μεγάλο ερωτηματικό. Μοναδική σταθερά, η αγάπη να γράφουμε για το θέατρο και η σύζευξη των καλών συναδέλφων που κάθε χρόνο συμμετέχουν σε παρόμοια καλέσματα.
Αναμετριόμαστε με το παρόν, λοιπόν, με τις παραστάσεις που είδαμε τους τελευταίους τρεις μήνες της σεζόν (και της πρώτης χειμερινής σεζόν μετά την εμφάνιση του covid) και προτείνουμε τις τρεις (ή και περισσότερες εννοείται) παραστάσεις που ξεχωρίζουμε για την ώρα. Καλά Χριστούγεννα!
Κατερίνα Ανέστη, γράφει στο iefimerida και το Blue Magazine
Τρεις στιγμές, θεατρικές στιγμές, από αυτές που ξέρω ότι θα έχουν διάρκεια στον χρόνο, θα ακολουθούν τον θεατή με πολλούς τρόπους.
«Εγκάρσιος Προσανατολισμός», του Δημήτρη Παπαϊωάννου (Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση). Δηλώνω αδυναμία σύνθεσης ολοκοληρωμένων προτάσεων για να περιγράψω το τελευταίο έργο του Δημήτρη Παπαϊωάννου, του αλχημιστή της παγκόσμιας σκηνής. Κύματα εικόνων μοναδικού λυρισμού, χιούμορ, αισθητικής, πλήθος αναφορών στην ομορφιά την προαιώνια και στο εσωτερικό τικ τακ που μας κινεί τώρα με τον Βιβάλντι να περιστρέφεται στον αέρα. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ένας μαέστρος της σκηνής με τρόπο που δεν είδαμε ποτέ πριν – σαν να πήρε το νήμα από εκεί που το ακούμπήσε ο Ρόμπερτ Γουίλσον και με τον δικό του τρόπο το οδηγεί σε νέα ύψη. Αποκαλύπτει νέα σύμπαντα.
«Κομμώτριες Μεταπολίτευση» του Μιχαήλ Μαρμαρινού (θέατρο Θησείον). Εδώ είμαστε, εδώ ακουμπάμε ακόμα. Η Μεταπολίτευση, είναι το μπιζέλι στο στρώμα που κοιμόμαστε, είναι τα υγρά μάτια της νοσταλγίας και της εξιδανίκευσης, είναι το πρόσχημα, το καύσιμο, το άλλοθι. Ο Μαρμαρινός με ιδανικό και ακομπλεξάριστο τρόπο, χωρίς να εγκλωβιστεί σε ιστορικούς καθωσπρεπισμούς, βουτώντας στο συναίσθημα που βιώθηκε και έγινε πόρος στο δέρμα, απολαμβάνοντας την μυθολογία του τι είναι η Μεταπολίτευση, μας οδηγεί μέσα σε μια αφήγηση που φεύγοντας καταλαβαίνεις ότι δεν ήταν του Μαρμαρινού. Αλλά δική σου.
«Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή (Θέατρο Παλλάς). Διότι το μνημειώδες όταν συναντά ένα κείμενο που αποτελεί κεντρικό νευρώνα των Ελλήνων, δίνει ένα αποτέλεσμα που σε διαπερνά. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης πήρε με απόλυτο σεβασμό το έργο του Κώστα Ταχτσή, αλλά δεν το κόλλησε σαν εύθραστο τσιγαρόχαρτο στην σκηνή. Μπήκε μέσα του και ενεργοποιώντας ένα μοναδικό σε όγκο και ταλέντο θίασο έφτιαξε την διαρκή πολαρόιντ της Ελλάδας μέχρι λίγο μετά τον πόλεμο. Και είδαμε φιγούρες γυναικών και ανδρών που ήταν γιαγιάδες, θείοι, κουμπάροι, ακούσαμε φωνές και γκρίνιες και ιστορίες που ακόμα αναβλύζουν στα οικογενειακά τραπέζια. Είδαμε τις ζωές που συνθέτουν την καθημερινή αφήγηση μας, πίσω από τον ακαδημαϊσμό της επίσημης ιστορίας.
Αναστασία Καμβύση, γράφει στο «Marie Claire»Θα είμαι αιώνια ευγνώμων στον Μιχαήλ Μαρμαρινό για τις παραστάσεις-μικρόκοσμους που στήνει, δελεάζοντας με να πέσω όπως η Αλίκη στην κουνελότρυπα για να δω ξανά το παρελθόν, να αισθανθώ ότι ανήκω, σε ένα λαό, σε μια γενιά, σε μία ομάδα ανθρώπων που αντιλαμβάνονται τον κόσμο με παρόμοιο τρόπο. Είμαι περίεργη πως βλέπουν, ακούν και βιώνουν την παράσταση άνθρωποι που έχουν γεννηθεί μετά τη δεκαετία του ‘80. Γεννήθηκα το 1969 και νιώθω πως αυτές “Οι κομμώτριες” έκοψαν τα μαλλιά μου το 1988 και τα έβαψαν για πρώτη φορά το 2001, τη χρονιά που είδα στο ίδιο θέατρο τον “Εθνικό ύμνο”, που ποτέ δεν θα ξεχάσω. Αυτές οι «Κομμώτριες» με κοίταξαν κατάματα μέσα από τα μάτια έξι φανταστικών ηθοποιών που χορεύουν και κάνουν παρκούρ ανάμεσα στους θεατές, συνομιλούν με οθόνες, τραγουδούν, απορούν, θυμούνται. Αγάπησα τη μουσική του Larry Gus που κατάφερε και “ανέβηκε” πάνω από τον οδοστρωτήρα των τραγουδιών που δεν μπορείς παρά να σιγοτραγουδήσεις. Φεύγοντας από την παράσταση πήρα μαζί μου την εικόνα εκείνου του τραπεζιού, του στρωμένου με όλα τα ποτά που ήπιαμε, που δεν ήπιαμε και που θα πιούμε, ίσως, όταν καταλάβουμε πότε τελειώνει η Μεταπολίτευση.
Στο ατέλειωτο πάρτυ που είναι οι «Παίχτες» (Κιβωτός) μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Κουτλή, το γέλιο ξεκινά στα πρώτα δευτερόλεπτα της παράστασης και σταματά λίγες μέρες αφότου την έχεις δει, ίσως. Είναι τέτοια και τόση η ενέργεια των εφτά ηθοποιών πάνω στη σκηνή, που ο θεατής παίρνει λίγη μαζί του για το σπίτι. Η καρδιά του έργου χτυπάει στο ρυθμό της μουσικής του Αλέξανδρου Δράκου-Κτιστάκη που παίζουν επί σκηνής οι ηθοποιοί-rock star. Ήταν όλοι τους υπέροχοι και λαμπεροί μέσα στην αδρεναλίνη τους, αλλά ο Γιάννης Νιάρρος, ένας Μικ Τζάγγερ στη Ρωσία του 19ου αιώνα, και ο Ηλίας Μουλάς, μοναδική καρικατούρα βουτυρομπεμπέ, είναι λόγοι για να ξαναδείς την παράσταση.
Νομίζω πώς κάθε φορά που πηγαίνω να δω μία εκδοχή του «Γυάλινου Κόσμου» του Τένεσι Γουίλιαμς πιο πολύ από όλους τους ήρωές του αδημονώ για τη μητρική φιγούρα της Αμάντας, αυτής της καταπιεστικής μητέρας που λυγίζει από το βάρος των περασμένων μεγαλείων του Αμερικανικού Νότου και προσπαθεί να το φορτώσει στα παιδιά της, πνίγοντάς τα στις μεγάλες προσδοκίες της. Η Αμάντα της Άννας Μάσχα στην παράσταση του Γιώργου Νανούρη (Θέατρο Αλκυονίς) ήταν υπέροχα εύθραυστη μέσα στην ατσάλινη σιγουριά της για το πώς θα έπρεπε να είναι η ζωή. Αστραφτερή και αιθέρια, στο κέντρο ενός ονειρεμένου καστ ηθοποιών, στροβιλίστηκε με χάρη ανάμεσα στο ρεαλισμό και την αυταπάτη. Ήταν μια παράσταση στημένη σε κιαροσκούρο, στην οποία ακόμη και οι σκιές είχαν για λίγο μία ευκαιρία στην αγάπη.
Γιώργος Μητρόπουλος, γράφει και μεταδίδει στο EuronewsΣε μια χρονιά θεατρικά “κουτσουρεμένη”, αυτές είναι πέντε παραστάσεις που ξεχώρισα τη φετινή σεζόν και συνεχίζουν να παίζονται:
«Πόσο κοστίζεις να ζεις» (Θέατρο Πόρτα). Ο Θωμάς Μοσχόπουλος μας συστήνει το βραβευμένο έργο της Μαρτίνα Μάγιοκ επιλέγοντας τέσσερις νέους, εξαιρετικούς ηθοποιούς. Τέσσερις άνθρωποι παλεύουν με τα θέλω τους, με τις φυσικές και ψυχολογικές τους «αναπηρίες», με την σκληρότητα της ζωής, προσπαθώντας να επικοινωνήσουν, να δημιουργήσουν σχέσεις, να αγαπήσουν.
Οι «Παίχτες» (Θέατρο Κιβωτός). Ο Γιώργος Κουτλής μετατρέπει το μυθιστόρημα του Νικολάι Γκόγκολ σε μια εκρηκτική ροκ παράσταση που έχει γίνει το φετινό talk of the town, με διαρκή sold out. Και οι επτά ηθοποιοί-μουσικοί τα δίνουν όλα επί σκηνής από το πρώτο λεπτό, ξεδιπλώνοντας τα μυστικά της χαρτοπαιξίας, της μπλόφας και της εξαπάτησης. Απίστευτη ενέργεια, ευφυείς αυτοσχεδιασμοί, αναρίθμητα κωμικά γκαγκ, καταιγιστικός ρυθμός σε μιακωμωδία που δεν αφήνει κανένα ασυγκίνητο.
«Φαίδρα» (Θέατρο Προσκήνιο). Ο Δημήτρης Καραντζάς εστιάζει στην ιστορία της Φαίδρας και του Ιππόλυτου, μέσα από τη γραφή της Μαρίνας Τσβετάγιεβα. Παρουσιάζει ένα άρτιο θέαμα, μια τελετουργία, όπου κυριαρχεί το ερωτικό πάθος, το αρχέγονο ένστικτο και η έντονη σωματικότητα. Ένα απόλυτα στιλιζαρισμένο ανέβασμα που ξεχωρίζει για την υποβλητική του ατμόσφαιρα και τις ολοκληρωμένες ερμηνείες.
«Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» (Θέατρο Γκλόρια). Ο Γιάννης Κακλέας «πειράζει» το διάσημοέργο του Ντάριο Φο, τονίζοντας τα κωμικά στοιχεία του έργου και επενδύοντας στη μουσική. Ο Πάνος Βλάχος, σε δαιμονισμένη φόρμα, δίνει την πιο ολοκληρωμένη του ερμηνεία στο θέατρο. Ο Φοίβος Ριμένας και οι υπόλοιποι ηθοποιοί συμβάλλουν στο απολαυστικό αποτέλεσμα, σ’ αυτή την σκληρή σάτιρα της αστυνομικής βίας. Μια παράσταση με εξαιρετικό ρυθμό, δύναμη και μαύρο χιούμορ.
«Συμφορά από το πολύ μυαλό» (Θέατρο της οδού Κυκλάδων). Ο Στάθης Λιβαθινός παίρνει την σκυτάλη από τον Λευτέρη Βογιατζή και παρουσιάζει την καυστική κωμωδία του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ για τα ήθη της ρωσικής αριστοκρατίας του 19ου αιώνα. Με βάση την εξαιρετική μετάφραση της Έλσας Ανδριανού, την έξυπνη και λειτουργική σκηνογραφική ιδέα της Ελένης Μανωλοπούλου, ο καλοκουδισμένος θίασος μας αποκαλύπτει μια διεφθαρμένη κοινωνία που ζει σε μια απατηλή μακαριότητα και τη συντριβή ενός ρομαντικού, ερωτευμένου νέου, που τα βάζει μαζί της. Μια παράσταση-χορογραφία, σαν όπερα δωματίου.
Το θέατρο επέστρεψε δυναμικά. Οι πρώτες εντυπώσεις είναι απρόσμενα θετικές, η ανταπόκριση του κοινού μεγάλη (ειδικά το καλοκαίρι που μας πέρασε). Όμως μπαίνουμε σε μία εντελώς νέα και άγνωστη εποχή. Ας αναλογιστούμε στο γιατί και πώς ανεβαίνει ένα έργο και κυρίως ας συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας σε όλους τους τομείς. Το κοινό στη νέα φάση μπορεί να είναι και πιο εκλεκτικό.
«Φαίδρα» (Προσκήνιο, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς). Παρακολουθώντας την παράσταση στο θέατρο της οδού Καπνοκοπτηρίου, νιώθεις ότι έχεις μεταφερθεί σε μια σημαντική σκηνή του εξωτερικού. Κάδρα εικαστικής τελειότητας, άκρως συγκινητική λυρική πνοή. Ακόμη και αν έχεις ορισμένες αντιρρήσεις ως προς τη στυλιζαρισμένη προσέγγιση του κειμένου της Τσβετάγιεβα, δεν μπορείς να αγνοήσεις την εμμονική στη λεπτομέρεια και με άπειρο μόχθο καμωμένη παράσταση.
«Η φάρμα των ζώων» (Εθνικό Θέατρο- Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης) Ευφυής πρωτότυπη διασκευή του διαχρονικού αριστουργήματος του Όργουελ. Ο ηλεκτρισμένος θίασος υπηρετεί απόλυτα το όραμα του ταλαντούχου σκηνοθέτη, θυμίζοντάς μας πάντα ότι: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα».
«Συμφορά από το πολύ μυαλό» (Θέατρο Οδού Κυκλάδων, Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός) Οι καλύτερες δουλειές του Λιβαθινού είναι αναμφίβολα πάνω σε ρώσικα κείμενα. Υπέροχα δεμένος 13 μελής θίασος (σπάνιο για ιδιωτικό θέατρο και μικρή σκηνή), δουλεμένος έτσι ώστε να μεταφέρει το βιτριολικό πνεύμα του Γκριμπογέντοφ. Και, μαζί, η γέννηση ενός χαρισματικού πρωταγωνιστή, του Δημήτρη Φιλιππίδη.
Στα συν οι γεμάτες ενέργεια παραστάσεις των «Παιχτών» του Γκόγκολ (Κιβωτός, Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής) και του «Τυχαίου θανάτου ενός αναρχικού» του Ντάριο Φο (Γκλόρια, Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας), οι υποδειγματικές ερμηνείες στους «Λήμαν Μπράδερς» (Ιλίσια, Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος) και η δουλειά συνόλου στο τρυφερό σύγχρονο έργο της Μαρτίνα Μάγιοκ «Πόσο κοστίζει να ζεις;» (Πόρτα, Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος).
Γεωργία Οικονόμου, γράφει στο News 247
Η δυστοπική σιωπή με την οποία ξεκίνησε η φετινή θεατρική χρονιά, κάνει πολύ αμήχανη την ανασκόπησή της. Ουσιαστικά μπορούμε να μιλήσουμε για το “ζωντανό” θέατρο του τελευταίου τριμήνου, το οποίο μας εξέπληξε ευχάριστα, χτυπώντας μας σαν τσουνάμι έμπνευσης και δημιουργίας. Δυσκολεύτηκα πολύ στην επιλογή, γιατί πραγματικά η πλειοψηφία των παραστάσεων που είδα ήταν εξαιρετική. Τρεις συν μία λοιπόν:
Η «Φαίδρα» (Προσκήνιο) του Δημήτρη Καραντζά αποτελεί αφενός μεν έναν προσωπικό σκηνοθετικό άθλο, αφετέρου δε μία εξαιρετική γνωριμία, με το έργο της Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Εικόνες υψηλής αισθητικής και πέντε σπουδαίοι ερμηνευτές που “κεντούν” με τις ερμηνείες τους.
«Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού» (Γκλόρια) από την άλλη είναι η παράσταση αντίδοτο στην πανδημία. Ο Γιάννης Κακλέας “κοιτά” κατάματα το ρηξικέλευθο κείμενο του Ντάριο Φο και κάνει μία απολαυστική διασκευή που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο, ενώ ο Πάνος Βλάχος κάνει την προσωπική υποκριτική του υπέρβαση και “σαρώνει” τα πάντα στο διάβα του.
Το «Θέλω να σου κρατάω το χέρι» (θέατρο Άλφα- Ληναίος-Φωτίου) με τον Τάσο Ιορδανίδη και τη Θάλεια Ματίκα είναι ένα φρέσκο νεοελληνικό έργο του πρώτου που εστιάζει στο σύγχρονο ζευγάρι με μία οξυδερκή ματιά που πραγματικά εκπλήσσει.
Δεν μπορώ, τέλος, να μην αναφερθώ στον «Εχθρό της Τάξης μας» που σκηνοθετεί η Γεωργία Μαυραγάνη στην εφηβική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Μία παράσταση που δίνει δημόσιο λόγο στη φωνή των εφήβων με τρόπο συγκλονιστικό και που επιτέλους απαντά στο τι σημαίνει εφηβικό θέατρο.
Νίκος Ρουμπής, γράφει στο deBopΘέτοντας ως βασικό κριτήριο για τις προτάσεις δουλειές που απευθύνονται σε ευρύ κοινό (διαφορετικά και η υψηλής αισθητικής «Φαίδρα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά έχει θέση στις επιλογές) οι τρεις συστάσεις της, εν εξελίξει, θεατρικής σεζόν έχουν ως εξής:
«Η φάρμα των ζώων» (Εθνικό Θέατρο): Ο Άρης Μπινιάρης δεν σταματάει να μας εκπλήσσει. Έτσι και εδώ με τη νέα του δουλειά παραδίδει μια άκρως ενδιαφέρουσα και ολοκληρωμένη σύγχρονη πρόταση σε ένα κλασικό κείμενο, αμιγώς συμβολικό. Με φρέσκια οπτική και γρήγορους ρυθμούς το αλληγορικό παραμύθι για μεγάλους αποκτά διάσταση ολόπλευρα δεκτική, εξελίσσεται σε σπουδαία παράσταση.
«Η τριλογία των Λήμαν Μπράδερς» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου (θέατρο Ιλίσσια): Το άγνωστο κείμενο του Μασσίνι, η απόδοσή του και οι τρεις εξαιρετικοί ερμηνευτές σε πολλαπλούς ρόλους (Αργύρης Ξάφης, Μιχάλης Οικονόμου, Μάκης Παπαδημητρίου) ανεβάζουν το επίπεδο από την απλή εξιστόρηση μιας οικογενειακής ιστορίας στην απεικόνιση της παγκόσμιας οικονομικοκοινωνικής κρίσης των δύο τελευταίων αιώνων, παραδίδοντας ένα εμπνευσμένο «μάθημα» γνωριμίας γεγονότων με διεθνές αντίκτυπο, χωρίς διδακτικούς τόνους. Οι ανατροπές και τα εμπόδια είναι συνεχή, προκύπτουν ωστόσο σε πλαίσιο γλυκιάς ηρεμίας και ευαίσθητης οπτικής.
«Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα (θέατρο Γκλόρια): Ωραία θεατρική στιγμή, βασιζόμενη σε ένα έργο παλαιότερης εποχής, δοσμένο με έμπνευση και ευφάνταστο τρόπο βρίσκει απήχηση στους θεατές του σήμερα, καθώς εξελίσσεται σε μια ευφυή, αριστοφανικού προτύπου, κωμωδία της σύγχρονης εποχής. Η μοντέρνα οπτική, οι αξιέπαινες, δεμένες ερμηνείες, με εκείνην του Πάνου Βλάχου να εξελίσσεται σε ένα one man show, δεν θα αφήσουν κανέναν θεατή ασυγκίνητο.
Γιώργος Σαρηγιάννης, γράφει στο totetartokoudouni.blogspot.com
Έχω τρομάξει… Όχι μόνο από τον κορωνοϊό. Αλλά και από τον θεατρικό πληθωρισμό που επανήλθε δριμύτερος -τρομακτικό! Αλλά η καραντίνα μ’ έκανε ν’ αλλάξω νοοτροπία: Εκείνη η αγωνία πότε θα προλάβω να δω αυτή ή την άλλη παράσταση πάει πια. Έχω σοβαρότερα προβλήματα να επιλύσω. Είδα, λοιπόν, από την αρχή της σεζόν, λίγες παραστάσεις. Και από αυτές ξεχώρισα τρεις -όσες ακριβώς μου ζήτησαν το monopoli.gr και η Στέλλα Χαραμή να σας προτείνω. Με τη σειρά που τις είδα:
«Μια γερμανίδα γραμματέας» του Κρίστοφερ Χάμπτον (σκηνοθεσία Γιάννης Μόσχος, «Ιλίσια/Βολανάκης»). Για την Ρένη Πιττακή, που, οδηγημένη από τον Γιάννη Μόσχο, κατεβάζει στο κοινό μοναδικά το μονόλογο αυτό περί «καθημερινού φασισμού», μιας υπέργηρης κάποτε γραμματέα του Γκέμπελς.
«Φαίδρα. Ψίθυροι στο δάσος» της Μαρίνα Τσβετάεβα (σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς, «Προσκήνιο). Για τη σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά που στιλιζάρισε, όπως του ταίριαζε, το μεσοπολεμικό ποιητικό κείμενο της Τσβετάεβα δημιουργώντας, με ένα κουιντέτο εξαιρετικών ηθοποιών, ένα άκρως ποιητικό αποτέλεσμα.
«Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς Γκριμπογέντοφ (σκηνοθεσία Στάθης Λιβαθινός, «Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής»). Για την έξοχη παράσταση που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός, χωρίς να φοβηθεί τη σύγκριση με την ιστορική παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή στο ίδιο θέατρο, ενορχηστρώνοντας ένα έξοχο σύνολο νέων ηθοποιών και αναδεικνύοντας σε πρωταγωνιστή, ως Τσάτσκι, τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Φιλιππίδη.
Όλγα Σελλά, γράφει στην Athens Voice
Προλάβαμε και είδαμε πολλές παραστάσεις το 2021, σε πιο compact ρυθμό, αφού κι αυτή η χρονιά κουτσή ήταν θεατρικά. Ξεκινάω αμέσως μ’ αυτές που ξεχώρισα, που δεν είναι τρεις, αλλά τέσσερις (μου ήταν αδύνατον να παραλείψω κάποια από αυτές):
Τον «Προμηθέα» του Νίκου Καραθάνου (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση), γιατί ήταν η πιο ιδιοφυής, η πιο εύστοχη, η πιο τρυφερή και η πιο σύγχρονη διασκευή αρχαίου δράματος.
Τη «Φαίδρα» της Μαρίνας Τσβετάγιεβα, δια χειρός Δημήτρη Καραντζά, που εγκαινίασε τη νέα φάση του θεάτρου «Προσκήνιο». Γιατί μετέδωσε με ποιητική σκηνική ακρίβεια και ευαισθησία την ποίηση του κειμένου (με τις ερμηνείες, το σκηνικό, το ρυθμό, την αισθητική).
Τη «Φάρμα των ζώων» του Τζορτζ Όργουελ και του Αρη Μπινιάρη (Εθνικό Θέατρο), γιατί απέδωσε με τη σύγχρονη θεατρική γλώσσα και με αξεχώριστες ερμηνείες, τη διαχρονία, τη μελαγχολία, την ελπίδα αλλά και τη θλίψη αυτού του εμβληματικού κειμένου.
Τους «Παίχτες» του Νικολάι Γκόγκολ και του Γιώργου Κουτλή (Κιβωτός), για τη φρεσκάδα, τη μοναδική σκηνική ενέργεια, για τις ερμηνείες, την εύστοχη ανάγνωση και την επιτυχημένη αναγέννηση του κειμένου.
Μάρη Τιγκαράκη, γράφει στο Monopoli.gr
Μετά τη θεατρική παγωνιά του προηγούμενου χειμώνα, το πολύ καλό «ζέσταμα» που μας έκανε το Φεστιβάλ Αθηνών -ειδικά τον Σεπτέμβριο- μας οδήγησε στα θεατρικά φουαγιέ με χαρά, μάσκες και… μεγάλες προσδοκίες. Αν και είναι πολύ νωρίς για να κάνουμε ταμείο, οι παρακάτω παραστάσεις δύσκολα θα βγουν από την κορυφή της -δικής μου- λίστας με τα φετινά «αγαπημένα»:
Ο «Προμηθέας» του Νίκου Καραθάνου στη Στέγη -«άνοιξε» για μένα τη σεζόν- και ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη. Θα θυμάμαι αυτή την παράσταση για την ποιητική και συνάμα ανθρώπινη διάσταση που έδωσε ο Καραθάνος στον Αισχύλειο ήρωα και για το συγκλονιστικό μουσικό σύμπαν που έστησε γύρω του ο Άγγελος Τριανταφύλλου.
«Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού» στο θέατρο Γκλόρια: Για τη φρέσκια, μουσική προσέγγιση του Γιάννη Κακλέα στο σατιρικό έργο του Ντάριο Φο, το οποίο μπολιάζει με εύστοχες αναφορές στη δική μας πραγματικότητα και την έξοχη, πολύπλευρη παρουσία του Πάνου Βλάχου που πρωταγωνιστεί, τραγουδάει, παίζει μουσική και υπογράφει τους στίχους των τραγουδιών.
Ο «Καρυοθραύστης» χορογραφημένος από τον Κωσταντίνο Ρήγο στη Λυρική Σκηνή γιατί μας έβαλε με τον καλύτερο τρόπο στο γιορτινό κλίμα και μας ξαναθύμησε την απόλαυση των μεγάλων, εντυπωσιακών θεαμάτων που μας στέρησε το lockdown.
Τέλος από τα αφιερώματα στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, θα θυμάμαι την παράσταση των Μιχαήλ Μαρμαρινού και Ακύλλα Καραζήση, «Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει το μέλλον. Γυναίκες προετοιμάζονται για την επανάσταση κι εγώ, κάτι θα σκέφτομαι» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ για την ιδιαίτερη –κριτική προσέγγιση στα ιστορικά γεγονότα.
Στέλλα Χαραμή, γράφει στο Monopoli.gr
Ευχόμουν η πανδημία να είχε επιδράσει ως παράγοντας αναθεώρησης για το ελληνικό θέατρο – μεταξύ άλλων πάνω σε αυτή την εκρηκτική παραγωγή παραστάσεων που το χαρακτηρίζει. Από την άλλη, η εμπειρία των κλειστών θεάτρων έθρεψε, όπως όλα δείχνουν, μια άκρατη και τελικά υπετροφική επιθυμία για επάνοδο – που ομολογώ πως για πρώτη φορά βλέπω με κατανόηση. Σ’ αυτό το αχανές πλαίσιο, έχοντας προλάβει να παρακολουθήσω κάτι περισσότερο από είκοσι παραστάσεις μέσα σε τρεις μήνες, βγήκα στο φουαγιέ ειλικρινά χορτασμένη από:
Τους «Παίχτες» του Νικολάϊ Γκόγκολ (Κιβωτός, Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής). Είναι αλήθεια πως ο Γκόγκολ προσφέρεται για λοξές ματιές αλλά αυτή η θύελλα ενεργητικότητας του συγκεκριμένου ανεβάσματος ήταν αναπάντεχη. Ένα διασκεδαστικό μεθύσι, ένας πυρετώδης ροκ ίλιγγος που σε σέρνει από τη μύτη, χωρίς να χάνεται η επαφή με τον πυρήνα του έργου. Θα μιλάμε για καιρό για την πρωταγωνιστική ομάδα των Γιάννη Νιάρρου, Αλέξανδρου Χρυσανθόπουλου, Ηλία Μουλά, Βασίλη Μαγουλιώτη, Χρήστου Στέργιογλου. Όσο για το σκηνοθέτη Γιώργο Κουτλή μπαίνει επάξια στα νέα next big things της σκηνοθεσίας.
Τη «Φάρμα των ζώων» του Όρσον Γουέλς (Εθνικό Θέατρο, Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης). Η οπτική Μπινιάρη έρχεται εδώ ξεσκονισμένη αξιοποιώντας τα πιο ωφέλιμα συστατικά της: Μουσικός παλμός και μουσικότητα του λόγου, υψηλή παραστασιακή ένταση. Σε αυτά προστίθεται μια ελκυστική pop αισθητική και όλα μαζί παρασύρουν ένα καλοκουρδισμένο, από κάθε άποψη, θίασο. Αστεράκι ερμηνείας στον Προμηθέα Αλειφερόπουλο, τον Κώστα Μπερικόπουλο και τον Μιχάλη Βαλάσογλου.
Το «Πόσο κοστίζει να ζεις;» της Μαρτίνα Μάγιοκ (Θέατρο Πόρτα, Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος). Ψαράς επιδόσεων πολύτιμων και συχνά άγνωστων δραματουργιών, ο Θωμάς Μοσχόπουλος επιβεβαιώνει τη φήμη του με το πιο τρυφερό υλικό που έχει προτείνει τα τελευταία χρόνια. Ένα βλέμμα βαθιάς κοινωνικής και υπαρξιακής ευαισθησίας, μια χειρονομία ορατότητας στους αποκλεισμένους συνανθρώπους και μια άξια ομάδα νεότερων ερμηνευτών (Αμαλία Καβάλη, Μελαχροινός Βελέντζας, Ειρήνη Μακρή, Φώτης Στρατηγός).
Τον «Προμηθέα» του Αισχύλου (Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος). Αν δεχθούμε πως η πιο σκληρή δομή της θεατρικής ιστορίας είναι η τραγωδία, φαντάζεται κανείς πόσο δύσκολη είναι η διάρρηξη της. Ο Νίκος Καραθάνος πιο προσωπικός από ποτέ και με το φορτίο της απώλειας στους ώμους μιλά με όρους υπερεαλισμού για την ήττα του πάσα ένα καθώς αγωνίζεται για ανάσες ελευθερίας. Μαζί με σταθερούς συνεργάτες: Χρήστος Λούλης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Κότσιφας. Πέμπτος πρωταγωνιστής: Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου.