Συν & Πλην: «Η σιωπηλή λίμνη» στο «Επί Κολωνώ»
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση «Σιωπηλή λίμνη» σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη που ανεβαίνει στο Θέατρο «Επί Κολωνώ».
Ο ‘Οσκαρ είναι ένας φιλόλογος που έχει απομακρυνθεί από το λειτούργημα του. Αιτία, η βίαιη επίθεση ενός μαθητή του εν ώρα μαθήματος για μια ασήμαντη αφορμή. Το γεγονός παίρνει μεγάλες διαστάσεις όταν το περιστατικό κινηματογραφείται από κάποιους άλλους μαθητές και μεταδίδεται στα δελτία ειδήσεων. Παραιτημένος από την δουλειά και τη ζωή, ο Όσκαρ συναντάται ιεροτελεστικά, δύο φορές την εβδομάδα, με ένα παλιό του δάσκαλο. Η συνάντηση τους γίνεται σ’ ένα παγκάκι που βρίσκεται στις όχθες μιας έρημης και παγωμένης λίμνης.
Η καθημερινότητα του αλλάζει άρδην, όταν η Ιρένε, η μητέρα ενός αγοριού τον καλεί για να κάνει ιδιαίτερα στο γιο της. Σύντομα, ο Όσκαρ καταλαβαίνει πως το παιδί της Ιρένε δεν ζει. Κι, όπως όλα δείχνουν, έχει χαθεί πριν από πέντε χρόνια σε μια τρομοκρατική επίθεση…
Η «Σιωπηλή λίμνη» του Ισπανού Νταβίντ Ντεσόλα προσεγγίζει το θέμα της απώλειας, της μοναξιάς, του κοινωνικού αποκλεισμού και τους μηχανισμούς άμυνας και επιβίωσης που αυτά ενεργοποιούν προκειμένου κανείς να προχωρά στη ζωή. Και οι δύο βασικοί του ήρωες καταφεύγουν – με διαφορετικό τρόπο ο καθένας – στην φαντασία τους. Δημιουργούν, δηλαδή, μιαν άλλη πραγματικότητα, για να καλύψουν τους φόβους και να βρουν κάτι για να πιαστούν.
Ο πολυγραφότατος, διακεκριμένος τηλεοπτικός και κινηματογραφικός σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Ντεσόλα είναι εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς της πληθωρικής σκηνής της Βαρκελώνης. Στο αθηναϊκό κοινό συστήνεται με την «Σιωπηλή λίμνη» (μετάφραση Μαρία Χατζηεμννουήλ). Ένα κείμενο που ακροβατεί ανάμεσα στο δράμα χαρακτήρων, το υπαρξιακό δράμα ενώ κάνει νύξεις στο μεταφυσικό θρίλερ.
Εκμεταλλευόμενη το κλείσιμο ματιού του συγγραφέα προς το μεταφυσικό είδος, η σκηνοθέτις Ελένη Σκότη υιοθετεί την τεχνική της κλιμάκωσης του σασπένς. Συνάμα κάνει focus στους χαρακτήρες. Επιτυγχάνει, λοιπόν, να αναδείξει τόσο τους ηθοποιούς της όσο και τα θέματα του έργου μέσω της ρεαλιστικής καταγραφής και μιας ατμόσφαιρας μυστηρίου.
Παρόλα αυτά, τα δραματουργικά κενά και η πλαδαρότητα της αφήγησης από το μισό του έργου και μετά, την αναγκάζουν να περιοριστεί σε αυτό το επίπεδο λειτουργικότητας της παράστασης.
Τα Συν (+) Η θεματική του έργουΗ Ελένη Σκότη, συνδεδεμένη διαχρονικά με την ισπανόφωνη και μάλιστα άγνωστη (στην Ελλάδα) δραματουργία, κάνει για μια ακόμα φορά συστάσεις σε ένα νέο έργο. «Η σιωπηλή λίμνη» καταθέτει ένα καίριο προβληματισμό για την διαχείριση της απώλειας, της αποτυχίας και της μοναξιάς. Θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν η εξέλιξη της πλοκής δεν κατέφευγε σε μια κλισέ εκτόνωση.
Οι ερμηνείεςΑρκετά οφείλει η παράσταση στους ηθοποιούς της. Καταρχάς, στον Θανάση Κουρλαμπά που, με ρεαλιστικούς όρους, αποδίδει με φυσικότητα το ρόλο του ΄Οσκαρ τόσο στις δραματικές όσο και στις αυτοσαρκαστικές στιγμές του. Θαυμάσιος, με ερμηνευτικό κύρος και κωμική φινέτσα εμφανίζεται στο ρόλο του γηραιού δασκάλου ο Χάρης Τσιτσάκης. Η Παναγιώτα Βλαντή διατηρεί γενικώς μια καλή θερμοκρασία ερμηνείας στο ρόλο της Ιρένε. Υπολείπεται, ωστόσο, στο να φωτίσει την τραγικότητα μιας μητέρας που κρατάει το γιο της ζωντανό μόνο στη φαντασία της.
Η σκηνοθεσίαΜε βασικά εργαλεία τον σωστό ρυθμό, την γρήγορη εναλλαγή σκηνών και την καλή καθοδήγηση των ηθοποιών, η Ελένη Σκότη αφηγείται μια ιστορία που ενώ έχει θεματικό ενδιαφέρον. Δυστυχώς, αποδεικνύεται επίπεδη και πλαδαρή στην κορύφωση της. Κι αυτό, τελικώς, παγιδεύει όλη την παράσταση.
Ο φωτιστικός σχεδιασμός του Αντώνη Παναγιωτόπουλου συνεισφέρει στην ωραία, υποβλητική ατμόσφαιρα και λειαίνει κάπως την γραμμικότητα της αφήγησης.
Τα Πλην (-) Τα δραματουργικά προβλήματαΑντλώντας από την μεγάλη ισπανική παράδοση των σεναρίων όσο και των έργων που στηρίζονται στις ανατροπές του φινάλε, έτσι και η «Σιωπηλή λίμνη» επενδύει σε αυτό το δραματουργικό τέχνασμα. Για ένα μεγάλο μέρος παράστασης – και χάρη στη σκηνοθετική παρέμβαση, καλλιεργούνται προσδοκίες μιας ανατροπής στο θεατή. Παράλληλα, όμως, αναμασιόνται διαρκώς οι ίδιες πληροφορίες για τους χαρακτήρες. Από ένα σημείο και μετά, η αφήγηση εγκλωβίζεται σε μια στασιμότητα σαν την τεχνητή λίμνη (σημείο αναφοράς της πλοκής), «πετώντας» τον θεατή έξω. Οταν πια φτάνει η λυτρωτική (και ολίγον μελό) λύση του φινάλε είναι αργά.
Τα μουσικά μοτίβα (Στέλιος Γιαννουλάκης) επιχειρούν, όπως φαίνεται, να συντονιστούν με το κλίμα μυστηρίου που καλλιεργείται από την σκηνοθεσία. Η τακτική επανάληψη τους, όμως, καταλήγει κουραστική και μονότονη.
Το άθροισμα (=)Συστάσεις με καλούς όρους για ένα ενδιαφέρον θεματολογικά αλλά ελλειπές δραματουργικά έργο της ισπανικής σύγχρονης εργογραφίας.