Η «Ειδύλλια Οδός» περνά από την Τεχνόπολη
Η ομαδική έκθεση σύγχρονης τέχνης «Ειδύλλια Οδός», με έργα 33 καλλιτεχνών από την Ελλάδα και το εξωτερικό, σε σύλληψη και επιμέλεια της Μαρίας Μαραγκού, θα φιλοξενηθεί για δύο σχεδόν μήνες στον πολιτιστικό χώρο του Δήμου Αθηναίων.
Οδός Παναθηναίων, Τριπόδων, Λεωκορίου, Διπύλου, Ειδύλλια. Ένα πέρασμα ήταν στην αρχαιότητα ο χώρος όπου σήμερα φιλοξενείται η Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, ο ίδιος όπου τον περασμένο αιώνα φιλοξενούνταν το Εργοστάσιο Αεριόφωτος, το Γκάζι που έδωσε και το όνομά της στην περιοχή. Ήταν ένα πέρασμα προς τον Πειραιά, την Ελευσίνα, προς τα προάστια της πόλης, από τις Ήριες Πύλες ή την Ιερά Οδό.
Συνομιλώντας με διαφορετικά υλικάΣτον ίδιο αυτό χώρο, όπου τα αρχαία ονόματα έχουν ξεχαστεί ή αποτελούν μονάχα πινακίδες στις γωνιές των σύγχρονων δρόμων, 33 καλλιτέχνες, από την Ελλάδα και το εξωτερικό, επιχειρούν να επαναπροσεγγίσουν τη συλλογική μνήμη της ομάδας, τον μύθο της καταγωγής, μέσα από τα έργα που παρουσιάζουν στην ομαδική έκθεση «Ειδύλλια Οδός», βασισμένη σε μια ιδέα και σε επιμέλεια της Μαρίας Μαραγκού.
Οι καλλιτέχνες χειρίζονται πολλά και διαφορετικά υλικά που χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη: χώμα, μαλλί, καλάμια, υφάσματα, μάρμαρο, άχυρα, κλωστές και βελόνες, αργαλειοί, μέσα από τα οποία συνομιλούν με το «παρόν του παρελθόντος» μας.
Με αφορμή την ομαδική αυτή έκθεση, που θα φιλοξενείται από τις 18 Ιανουαρίου έως τις 6 Μαρτίου 2022 στην αίθουσα του Μηχανουργείου και στο προαύλιό της στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, ρωτήσαμε τέσσερις καλλιτέχνες από τους συμμετέχοντες τι είναι γι’ αυτούς η Ειδύλλια Οδός. Πού βρίσκεται; Ποιο τοπίο διασχίζει και πού οδηγεί; Επιπλέον, καθώς στα έργα τους είναι έντονα παρούσα η «μνήμη θανάτου», αλλά και η έμφυλη διάσταση, τους ζητήσαμε να σχολιάσουν αυτήν την πλευρά του έργου τους.
Από τους τέσσερις καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες, η Ελένη Λύρα παρουσιάζει τις δικές της «Eρμές» (2021), δύο στήλες (γύψος, χρώματα σκόνες) διαστάσεων 150 x 57 x 36 εκ. και 150 x 36 x 21 εκ., με έντονα τα γυναικεία χαρακτηριστικά. Από τη μεριά της, η Μαλβίνα Παναγιωτίδη συμμετέχει με τα έργα «Nihil I» (155 x 78 x 69 εκ.) και «Nihil II», γλυπτά του 2020, κατασκευασμένα από φυσητό γυαλί, παραφίνη, χρώμα και φιτίλι. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου παρουσιάζει δύο «ταφάκια» από μαρμάρινους νεροχύτες, ένα αφιερωμένο στον Κώστα Ταχτσή και ένα αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, έργα και τα δύο της περιόδου 2021-2022. Τέλος, ο Σωκράτης Φατούρος εμπνέεται από έναν άλλο ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό και το έργο του «Πόρφυρας», παρουσιάζοντας ένα ομότιτλο «πορτρέτο ενός επιθανάτιου διαλογισμού», φτιαγμένο από πίσσα, μέταλλο, πετρώματα και επίχρισμα πορσελάνης (290 x 100 εκ.), δημιουργία του 2021-2022.
Η Ειδύλλια Οδός θα μπορούσε να είναι ένας δρόμος που ξεκινά από την αρχαιότητα και φτάνει μέχρι τη σημερινή εποχή. Ένας δρόμος πολιτισμού σ’ αυτή τη μακρά ανθρώπινη διαδρομή, που να συνδέει το χθες με το σήμερα. Κάπου εκεί θα βρίσκονταν και οι Ερμές στήλες, με τη σταυρόσχημη φόρμα και την υπερτονισμένη ταυτότητα του ανδρικού φύλου, για τις οποίες οι Έλληνες έτρεφαν συναισθήματα σεβασμού και λατρείας, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο βανδαλισμός τους να προκαλέσει τη λαϊκή οργή και τον τρόμο ενόψει μιας κρίσιμης εκστρατείας, με αποτέλεσμα να αναταράξει ολόκληρή την τότε πολιτική σκηνή.
Αυτή ακριβώς η ιστορία μού δημιούργησε πολλούς σύγχρονους συνειρμούς σε σχέση με την έννοια του ιερού, του σεβασμού των συμβόλων στη ζωή αλλά και στην τέχνη, μα πάνω απ’ όλα σκέψεις για τον βαθμό της κοινωνικής ανοχής απέναντι στη βία του τότε με το σήμερα. Δίπλα σε αυτές τις στήλες, λοιπόν, στη φανταστική μου διαδρομή, στο σήμερα, θα ήθελα να τοποθετήσω τις δικές μου σύγχρονες Ερμές, προσθέτοντας αυτή τη φορά θηλυκά στοιχεία, οι οποίες θα αποτελούν επίσης σύμβολα σεβασμού και λατρείας προς τη γυναικεία φύση, σε μια σύγχρονη όμως κοινωνία, σύμβολα που δεν θα σκεφτόταν ποτέ κανείς να βλάψει.
Μαλβίνα ΠαναγιωτίδηΕίναι η συλλογική μνήμη που διατρέχει τον ιστό της πόλης, της κοινωνίας, του σώματος. Έχει την ιδιότητα να επεκτείνεται, να μεταμορφώνεται, να διαβρώνεται, να σημαδεύει το σώμα της πόλης. Διασχίζει τόπους που εμποτίζονται από τη ζωντανή μνήμη, η οποία αρνείται να γίνει ιστορικό αφήγημα και συνεχίζει να γαντζώνεται στο παρόν και να συνδιαλέγεται με τους ζωντανούς εκεί όπου διασταυρώνονται ιστορικές πραγματικότητες και προβολές του φαντασιακού. Συνδέει όλα αυτά τα μέρη, που λειτουργούν ως σημεία επικοινωνίας του παρελθόντος με το παρόν, ως κομβικά σημεία στο χάρτη της συλλογικής μνήμης, συντηρώντας μια ανεπίσημη προφορική ιστορία, όπου τα όριά τους χάνονται μεταξύ κοινωνικών συμπεριφορών και συλλογικών φαντασιώσεων.
Τα έργα «Nihil I» και «Nihil II» είναι αλληγορίες των μηχανισμών των ενορμήσεων του Έρωτα και του Θανάτου και εκδηλώσεις των ενστικτωδών διαδικασιών τους στο πλαίσιο της κοινωνικο-ιστορικής παραγωγής. Η κοινή ενέργεια αυτών των ενορμήσεων του ψυχικού μηχανισμού μεταμορφώνεται συνεχώς μέσα στη φύση της κοινωνίας και μέσα από το τελετουργικό της καύσης του κεριού, τα γυάλινα λουλούδια και τα κέρινα τούβλα με την εφημερότητά τους και την ευθραστότητά τους αντανακλούν τη ζωντανή και ρευστή μνήμη. Τα έργα προσπαθούν να ενεργοποιήσουν αυτά τα κομβικά σημεία όπου οι δύο ενορμήσεις συναντιώνται και διασταυρώνονται, εκεί που όλα λιώνουν για να ξαναγεννηθούν και να ανθίσουν ξανά.
Η Ειδύλλια Οδός, για μένα, είναι ο δρόμος που συνδέει κατευθείαν τη σκέψη μου και την καρδιά μου με την κληρονομιά που δικαιούμαι σαν σύγχρονος Έλληνας (μέσω της γλώσσας μου και της παράδοσής μου). Το τι είναι αυτή η κληρονομιά ο καθένας το ορίζει ανάλογα με τις ανάγκες του και τα όνειρά του. Εγώ, π.χ., από μικρό παιδί, δίπλα στους αγίους και τη χριστιανοσύνη, έφτιαχνα με πηλό και πλαστελίνες τους αρχαίους θεούς, και μάλιστα είχα καθιερώσει ειδικό εορτολόγιο, όπου την τιμητική του είχε πάντα ο αγαπημένος μου θεός Ερμής, με τα φτερωτά πόδια και την εξυπνάδα του, τόσο που όταν οι δάσκαλοι παραπονιόντουσαν στους γονείς μου: «Είναι πολύ έξυπνος, αλλά δεν συγκεντρώνεται», ήμουν βέβαιος ότι ήταν κληρονομικό! Μεγαλώνοντας, όλα αυτά τα παιδικά τερτίπια η αφοσίωσή μου στην Τέχνη, αργότερα, τα ενσωμάτωσε, σαν δώρο λες, σε ένα σύμπαν δημιουργίας όπου είναι αδύνατον πια να οριοθετήσεις πού τελειώνει η φαντασία και πού αρχίζει η πραγματικότητα, καθιστώντας με τελείως ακατάλληλο για ντέτεκτιβ σε φιλμ νουάρ αλλά ιδανικό περιπατητή της Ειδύλλιας οδού, με ειδικότητα πηγαινέλα! Στο έργο που εκθέτω το παρόν με το παρελθόν γίνονται ένα, καθώς μέσα από την εικαστική γλώσσα με ταχύτητα φωτός εναλλάσσονται παραδοσιακά αρχαία υλικά με σύγχρονες ιδέες και σκέψεις για την ταυτότητά μας.
Είναι αδύνατον να μιλήσεις σαν καλλιτέχνης για τη ζωή, με οποιαδήποτε εκφραστική γλώσσα, χωρίς ταυτοχρόνως να συμπεριλάβεις την ίδια ποσότητα θανάτου στο πόνημά σου. Μάλιστα αυτό είναι και μια πράξη επαλήθευσης για το αν «στέκεται» ή όχι στα «πόδια» του το έργο σου. Αν ορίσουμε σαν παρελθόν τον θάνατο (μέγα σφάλμα) και σαν ζωή το παρόν (ακόμα μεγαλύτερο), αρχίζει η εμπλοκή, γιατί η μνήμη, που δεν κάνει διαχωρισμούς, αδυνατεί να λειτουργήσει δημιουργικά, αφού όλοι πια το ξέρουμε ότι σχετίζεται με το μέλλον περισσότερο απ’ ό,τι με το παρελθόν. Στο έργο που εκθέτω, η Ειδύλλια οδός (κατεύθυνσης διπλής) επιτρέπει πολλών ειδών συναντήσεις… Το αρχαίο μάρμαρο συναντά τα κεραμίδια της νέας Ελλάδας, αλλά οι γάτες τα στοιχειώνουν το ίδιο, όπως και οι κότες τσιμπολογάνε στις εξοχές της Ιεράς οδού αλλά και στη Νεάπολη Εξαρχείων, όπου παίζει κοριτσάκι η προγιαγιά μου Φανή Θηβαίου, ανάμεσα στα άλλα κορίτσια που έκαναν σκασιαρχείο στο διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη, γραμμένο πριν εκατό και βάλε… χρόνια και που σήμερα κατοικώ κι εγώ σε ένα στρόβιλο χρόνου κάτω από τον ίδιο ουρανό και προπαντός «Υπό την συκήν» την ιδία που είναι μάρτυρας της ζωής του Καβάφη, του Ταχτσή, του Πάνου Κούτρα, του Εγγονόπουλου, του Λαπαθιώτη… και της δικής μου… Μα τι ωραίο που τα συνδέει όλα αυτά η ίδια γλώσσα, και μάλιστα «Υπό την συκήν».
Η διαδρομή που «διαβαίνει» κάποιος που έχει οικειοποιηθεί τον θάνατο. Πού βρίσκεται; Ίσως στο σώμα. Ποιο τοπίο διασχίζει και πού οδηγεί; Τοπίο έρμαιο.
Το σώμα με φωτιά υφαίνει ιστορίες. Οι ιστορίες στοιχειώνουν όπως μια μάσκα νεκρική, η εξέλιξη, η έκβασή τους διεγείρουν την αναζήτηση. Είναι αποσπασματικές, ανεξιχνίαστες ‒θραύσματα αφηγήσεων‒ επιρρεπείς στη λήθη, αλλά θα σωθούν.