Συν & Πλην: «Οι Ναυαγοί» στο Θέατρο Τέχνης
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση «Ναυαγοί» σε σκηνοθεσία των Ηρώς Μπέζου και Γιάννη Παπαδόπουλου που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης.
Η άφιξη ενός νέου δημοσιογράφου στο σπίτι ενός παροπλισμένου αλλά σημαντικού συγγραφέα αναστατώνει τους ρυθμούς του, καθώς ο δεύτερος ζει εκεί απομονωμένος με την ανήλικη κόρη του. Η ροή της προγραμματισμένης συζήτησης παίρνει άλλη τροπή, όταν ο δημοσιογράφος αποκαλύπτει πως είναι φανατικός θαυμαστής του συγγραφέα και πως μάλιστα στα νεανικά του χρόνια είχε γράψει μια συγκινητική επιστολή προς εκείνον, εκφράζοντας όλες τις προσωπικές σκέψεις για το έργο του. Στο εκρηκτικό δίπολο προστίθεται και η κόρη του συγγραφέα, ένα οξυδερκές αλλά και αφάνταστα κακομαθημένο κορίτσι που αλλάζει την ισορροπία μεταξύ των δύο ανδρών.
Η ηθοποιός Ηρώ Μπέζου δοκιμάζεται για πρώτη φορά στην συγγραφή και παραδίδει ένα κείμενο με ‘πρόσοψη’ την σχέση μεταξύ τριών άγνωστων, μεταξύ τους, ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, οι «Ναυαγοί» της είναι ένα έργο με φιλοσοφικές και υπαρξιακές διαστάσεις που θίγει σε μια ‘στατική’ συνθήκη μια σειρά ‘μεγάλων’ θεμάτων: Τον θεσμό της οικογένειας και το πλαίσιο… εγκλωβισμού των οικογενειακών δεσμών, την σχέση γονέα – παιδιού και δασκάλου ή μέντορα με το μαθητή του, την έμπνευση και τα αδιέξοδα της, το χτίσιμο και την αποδόμηση (ή και την θνητότητα) του καλλιτέχνη – μύθου. Και φυσικά τον έρωτα και την αγάπη, τις καταλυτικότερες δυνάμεις στη ζωή των ανθρώπων.
Πρόκειται για το πρώτο ανέβασμα του έργου στην ιστορική σκηνή του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης, διαχρονικά συνδεδεμένη με νέες δραματουργίες.
Μια ακόμα πλευρά του ταλέντου της εκθέτει η Ηρώ Μπέζου. Και σε αυτό της το εγχείρημα συσπειρώνει ένα δυναμικό θίασο γύρω της (Περλέγκας, Τιτόπουλος, Κόκκαλη) που αναδεικνύει τους στοχαστικούς και ενίοτε παιγνιώδεις χυμούς του κειμένου μέσα από ωραίες ερμηνείες. Η σκηνοθετική απειρία, ωστόσο, τόσο της ίδιας όσο και του Γιάννη Παπαδόπουλου είναι ορατή για να περιορίσει την τελική εμβέλεια της παράστασης.
Τα Συν (+) To έργοΣτην πρώτη της απόπειρα ως συγγραφέας, η Ηρώ Μπέζου δείχνει ότι δεν δοκιμάζει τη συγγραφή από απλή περιέργεια. Έχει σοβαρούς προβληματισμούς να καταθέσει, ωραία και πυκνή γλώσσα να διατυπώσει καθώς και ολοκληρωμένους ήρωες για να κυοφορήσουν όλα τα προηγούμενα. Το άχρονο πλαίσιο που τους τοποθετεί όσο και το ασαφές περιβάλλον φέρνει το κείμενο της σε μια λοξή και, ομολογουμένως, ενδιαφέρουσα συνομιλία με κλασικούς βορειο-ευρωπαίους συγγραφείς· αφού, εξάλλου, και η ίδια θίγει στο έργο της την επιρροή που ασκεί ένας κορυφαίος δημιουργός στον επίδοξο διάδοχο του. Αυτές είναι οι αρετές που υπερτερούν των αδυναμιών στη γραφή της. Και οπωσδήποτε δημιουργούν προσδοκίες για τη συνέχεια τους.
Οι ερμηνείεςΣε «οικογενειακό περιβάλλον» εξελίσσεται η πλοκή· από οικεία πρόσωπα της συγγραφέα και των σκηνοθετών ερμηνεύεται. Κι αυτό φαίνεται να λειτουργεί ευεργετικά αφού και από τους τρεις καλούς ηθοποιούς της διανομής απελευθερώνεται μια ζεστασιά και μια γλυκιά τρυφερότητα τόσο προς τους ήρωες τους, όσο και προς το δραματουργικό υλικό συνολικά.
Συγκεκριμένα, ο Γιάννος Περλέγκας από τον ρόλο του σοφού και καταξιωμένου συγγραφέα αποδεικνύει πως διαθέτει το ερμηνευτικό κύρος που έχει ανάγκη ο χαρακτήρας του. Γίνεται ακόμα πιο γοητευτικός όταν τον εγκαταλείπει λυτρωτικά στην απομυθοποίηση. Άξιος συμπαίκτης του – ειδικά στους εναλλασσόμενους μακροσκελείς φιλοσοφικούς διαλόγους – ο Μιχάλης Τιτόπουλος. «Χωνεύει» το επώδυνο πέρασμα του ανθρώπου που αισθάνεται πως χρειάζεται καθοδήγηση για να προχωρήσει στη ζωή του, μέχρι τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσει πως ο ίδιος, εν αγνοία του, έχει αποτελέσει φωτεινή έμπνευση για κάποιον άλλον.
Τέλος, η Σοφία Κόκκαλη είναι απολαυστική, καταφέρνει να κερδίσει το γέλιο του κοινού και ίσως να αποφορτίσει την στοχαστική βαρύτητα του έργου. Αυτό, ωστόσο, δεν δικαιολογεί τα υστερικά ξεσπάσματα και τις κωμικές ακρότητες που επιφυλάσσει στην ηρωίδα της. Αντίθετα, την αδικεί ως μια, δίχως βάθος, καρικατούρα.
Η ανάγκη να διατυπωθούν οντολογικά ερωτήματα μπορεί να οδηγήσει ένα, λιγότερο πεπειραμένο, συγγραφέα στη χρήση λέξεων και φράσεων με στόμφο. Αυτή είναι η πρώτη παγίδα στην οποία πέφτει η Ηρώ Μπέζου. Ταυτόχρονα δε, υποκύπτει στην επανεξέταση των ίδιων θεμάτων με αποτέλεσμα την, κατά τόπους, φλυαρία. Ωστόσο, η πιο προβληματική εστία του κειμένου εντοπίζεται στα ζητήματα που ναι μεν, θίγονται ακροθιγώς αλλά τελικά χάσκουν εκεί, μετέωρα.
Η σκηνοθεσίαΠολλές από τις αμηχανίες που συναντάμε στη διαχείριση των κειμένων… σαλονιού είναι εμφανείς και εδώ. Ως κυριότερες αναδεικνύονται, αφενός η γραμμική παράθεση σκηνών και αφετέρου η οργάνωση του υλικού, όχι ως μια ρέουσα πλοκή αλλά ως μια σειρά από πυρετώδεις φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις. Επιλογές που υποβαθμίζουν την γενικότερη σκηνοθετική προσπάθεια (συν-σκηνοθεσία Ηρώς Μπέζου και Γιάννη Παπαδόπουλου), η οποία περιστρέφεται γύρω από τις, ομολογουμένως, καλές ερμηνείες.
Ένα ενδιαφέρον συγγραφικό ντεμπούτο που οφείλει πολλά στην τριάδα των πρωταγωνιστών του.