Το μποέμ προσκύνημα του Ρένου Χαραλαμπίδη σε μια σκληρή πόλη και στους ρομαντικο-κυνικούς πλάνητες των zeros, τα «Φτηνά Τσιγάρα» έχει γνωρίσει από καιρό την καταξίωση του cult. Κι έτσι, μαζί με κάτι τολμηρούς που χτύπησαν tattοο με θρυλικές ατάκες της ταινίας στο σώμα τους – όπως το epic «μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγματα του κόσμου: Στιγμές» – προστέθηκαν και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ακόμα που την είδαν στο You Tube. Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώνει εδώ, ξεπληρώνοντας ένα happy ending στην, τότε αποτυχημένη, έξοδο της ταινίας στα αθηναϊκά σινεμά. Όμως, όχι. Η ζωή της επιφύλασσε και κάτι ακόμα. Γιατί «η ζωή ξέρει» όπως εξακολουθεί να λέει ακούραστα και γοητευτικά ο Χαραλαμπίδης.
Από τις 16 Φεβρουαρίου τα «Φτηνά Τσιγάρα» (που γενικά κάνουν κακό στην υγεία) γίνονται τραγούδια και αφηγήσεις του λυρικού θεάτρου. Η Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής φροντίζει γι’ αυτό, όπως και ο Κωνσταντίνος Ρήγος που τα σκηνοθετεί, ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος που τους (ξανα)γράφει μουσική και ο Πέτρος Βουνισέας που τα διασκευάζει – ή καλύτερα – τα μεταγράφει σε λιμπρέτο. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης φυσικά, ανεβαίνει στη σκηνή ως μια υπόμνηση του flauner παρελθόντος του (μετά ήρθαν οι hipster). Και οι τέσσερις τους, μας μιλούν για τις δυο ζωές των «Τσιγάρων» – που, παρότι, φτηνά δεν λένε να σβήσουν.
Ρένος Χαραλαμπίδης: Ο αφηγητής της παράστασης, ο σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής και εμπνευστής της ταινίαςΤο Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη που κέρδιζε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1997 θα τον έβαζε σε ένα δημιουργικό μονοπάτι – ο ίδιος το ονομάζει «σκοτεινό» – που γρήγορα θα τον οδηγούσε στα «Φτηνά τσιγάρα». Κι από την εκρηκτική αποδοχή, το ίδιο γρήγορα θα ερχόταν και η απογοήτευση. «Σε κάθε μου προσπάθεια, επιχειρώ να έρχομαι σε επαφή με το κοινό· φαίνεται πως τότε το είχα παρακάμψει. Ίσως, δεν ήταν καλό το timing. Η ταινία δεν άρεσε ούτε στο κοινό, αλλά ούτε στους κριτικούς και γενικά είχα πάρει πολύ αντιφατικά μηνύματα. Θυμάμαι, να κάθομαι στις πίσω θέσεις κάποιων άδειων σινεμά που έπαιζαν τα ‘Φτηνά Τσιγάρα’ και στο τέλος, αυτοί οι λίγοι θεατές, να σηκώνονται όρθιοι για να χειροκροτήσουν. Πληγώθηκα πολύ, αλλά το πήρα απόφαση. Δεν είχα κάνει μια ταινία που θα άλλαζε το ρου του ελληνικού σινεμά. Ταινίες κάνουμε στο φινάλε, όχι κάτι καθοριστικό» λέει 20, και κάτι, χρόνια μετά ο Ρένος Χαραλαμπίδης· ο ρομαντικός και ιδιόρυθμος flauner της Αθήνας που παράπαιε λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, αλλά εκείνος επέμενε να αναγνωρίζει εκεί μια μαγεία. «Σαν κινούμενο γλυπτό» στην πόλη – έτσι έβλεπε τον ήρωα του.
Σήμερα, που η Αθήνα έχει αλλάξει και τα «Φτηνά Τσιγάρα» έχουν καταξιωθεί απροσδόκητα χάρη στα new media, o Χαραλαμπίδης την συναντά με τον τρόπο που κάποιος παρατηρεί τη ζωή του από ψηλά. «Με ξεπερνάει η νέα μορφή που δίνεται στο έργο, έχει μια πρωτοτυπία και μιαν αλλόκοτη ζωντάνια. Με γεμίζει αυτοπεποίθηση για το προσωπικό μου όραμα. Είναι υπέροχο που μπαίνουν κι άλλοι μέσα για να το ζήσουν. Νιώθω κάπως σαν τον Καντίνσκι, σαν κλασικός ζωγράφος που τα έργα του μοστράρουν πάνω σε φλιτζανάκια καφέ που πωλούνται στη λαϊκή» λέει, με τον ίδιο ρομαντισμό που τον διακατέχει από τα 25 του χρόνια.
Πιστεύω πως αν τα ‘Τσιγάρα’ είχαν πετύχει, θα έκανα ένα άλλο σινεμά, όχι τόσο συμβατικές επιλογές. Παρόλα αυτά, δεν έπαψα ποτέ να βλέπω τον εαυτό μου σαν auter
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης συμμετέχει στη μουσική θεατροποίηση των «Τσιγάρων» ως ο κεντρικός αφηγητής της Αθήνας του τότε. Σχεδόν, σαν να αποτίει φόρο τιμής σ’ εκείνη την ιδιότητα του. «Η ταινία ανήκει στο κοινό της, δεν είναι δική μου πια, η δουλειά μου πάει, τέλειωσε. Όπως δεν είναι δικό μου και το μιούζικαλ, ένας ηθοποιός είμαι κι εγώ ανάμεσα στους άλλους», σημειώνει και μοιάζει να έχει τοποθετήσει το παρελθόν εκεί που του πρέπει.
Παρόλα αυτά, το ανέβασμα των «Τσιγάρων» έρχεται να προλογίσει τα επόμενα βήματα του στο σινεμά, μια περιοχή όπου αισθάνεται ότι ανήκει. «Πιστεύω πως αν τα ‘Τσιγάρα’ είχαν πετύχει, θα έκανα ένα άλλο σινεμά, όχι τόσο συμβατικές επιλογές. Παρόλα αυτά, δεν έπαψα ποτέ να βλέπω τον εαυτό μου σαν auter. Είναι ο μοναδικός δρόμος που με εκπροσωπεί· και που μόνο εκεί νιώθω ελεύθερος».
Γι’ αυτό και δεν κρύβει τη συγκίνηση του για την καθυστερημένη δικαίωση του προσφέρει η Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής. «Είμαι πολύ κολακευμένος που για πρώτη φορά μια καθαρόαιμη ελληνική ταινία μεταφέρεται στο θέατρο. Μου υπενθυμίζει πως κάποτε ακολούθησα το σωστό, αν και σκοτεινό, μονοπάτι».
Κωνσταντίνος Ρήγος: Ο σκηνοθέτης του ψυχαναλυτικού μιούζικαλΕίχε μια ασαφή ανάμνηση της ταινίας, που παρακολούθησε σε ένα από τα λίγα σινεμά που την πρόβαλαν. Μέχρι τη στιγμή την ξανασυνάντησε και κατάλαβε γιατί αντέχει στο χρόνο. «Γιατί είναι μια μορφή ψυχανάλυσης. Ένας περίπατος σκέψεων στην έρημη Αθήνα και το κωμικό συναίσθημα αυτής της λειτουργίας. Είναι δύο έργα σε ένα. Κι αυτό είναι γοητευτικό, περίεργο και μαζί ενδιαφέρον».
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει στο νου του τις αναμνήσεις της πρωτεύουσας που περιγράφει ο Ρένος Χαραλαμπίδης στα «Φτηνά τσιγάρα»: «Ποιος δεν έχει δει την Πανεπιστημίου άδεια τον Αύγουστο; Ποιος δεν έχει ξημερώσει στον Λυκαβηττό; Το μόνο που σου λείπει είναι τα τσιγάρα» μονολογεί. Όμως, η πρόθεση του για την παράσταση απομακρύνεται από την πρώτη προσέγγιση της αφού «ο κόσμος έχει εξελιχθεί, η πόλη έχει αλλάξει. Κι έτσι θέλω να βγω από τη νοσταλγία και το έργο να απεγκλωβιστεί από το κινηματογραφικό παρελθόν του» εξηγεί.
Για μένα η παράσταση εγκαινιάζει ένα νέο είδος. Το έχω ονομάσει group therapy lounge musical. Η ένα φιλοσοφικό-ψυχαναλυτικό μιούζικαλ
Ο Ρήγος παρατηρεί την ακραία φιλοσοφική θεατρικότητα των ηρώων του έργου και δίνει ένα νέο σχήμα στο βλέμμα του. «Τα Φτηνά Τσιγάρα δεν είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Οι περισσότεροι ήρωες δεν εντάσσονται σε μια ιστορία, αλλά τους γνωρίζουμε μέσα σε στιγμές της καθημερινότητας τους. Κι έτσι, αυτό που ξανακινεί τους ήρωες είναι η μουσική και το τραγούδι. Για μένα η παράσταση εγκαινιάζει ένα νέο είδος. Το έχω ονομάσει group therapy lounge musical. Η ένα φιλοσοφικό-ψυχαναλυτικό μιούζικαλ» λέει. «Ο κόσμος βασίζεται στο χάος. Κι εγώ θα το διασχίσω χωρίς να ψάχνω για λογική σειρά» όπως έλεγε ο Νίκος, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας.
Ο Ρήγος προτείνει μια αίσθηση ενός χειροποίητου, εγκεφαλικού vintage θεάματος με τη μουσική και τα τραγούδια ως οδηγό. «Τα τραγούδια αποκαθιστούν τα πρόσωπα. Οι στίχοι, καυστικοί ενίοτε, περιέχουν τους ήρωες. Τα τραγούδια απαντούν στις ιστορίες και συνάμα τις σχολιάζουν. Η μουσική έρχεται να αποδώσει τον περίπατο του νουάρ. Οι νύξεις της ταινίας, γίνονται δράσεις στο θέατρο. Για όλους αυτούς τους λόγους είναι ένα πολύ ιδιαίτερο εγχείρημα που ακόμα μέσα μου διατηρεί πολλά ερωτηματικά».
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: O συνθέτης των 19 τραγουδιώνΜια τυχαία συνάντηση, πριν από τρία χρόνια, με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής, Αλέξανδρο Ευκλείδη έφερε ξανά τον Παναγιώτη Καλατζόπουλο ως επισκέπτη «μιας παλιάς αγάπης». Ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα της επιστροφής στα «Φτηνά Τσιγάρα» που συνεχίστηκε με τη συγγραφή τραγουδιών στη διάρκεια του πανδημικού εγκλεισμού. Εξετέλεσαν, δηλαδή, και πάλι τον προορισμό τους: Ένα υλικό περιπλάνησης.
«Καμιά φορά είναι ωραίο να γυρίζεις σε μια περασμένη εποχή. Γιατί τότε που την ζούσαμε, αθώοι καθώς ήμασταν, δεν την καταλαβαίναμε. Μετά από τα χρόνια και τις εμπειρίες των άλλων, συνειδητοποιήσαμε πως είχαμε μοιραστεί μια χαριτωμένη στιγμή» σημειώνει ο μουσικός Παναγιώτης Καλατζόπουλος, συνθέτης και του κινηματογραφικού soundtrack της ταινίας όσο και της νέας του ζωής ως λυρικό θέατρο.
Πλέον, τα τρία τραγούδια του φιλμ έγιναν 19 για την σκηνική του αναπαράσταση με τον Καλατζόπουλο να λέει πως κι εδώ υπηρέτησε την «σχολή του μελωδισμού». «Στην εποχή μας ό,τι θεωρούμε υγιεινό και καλό είναι γιατί παράγεται με τον παλιό τρόπο. Έτσι έγραψα κι εγώ αυτά τα τραγούδια, που έχουν κάτι από ΜακΑρντνεϊ και Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, δηλαδή υπακούουν σε τρεις βασικές αρχές: Μια φράση κλειδί, μια καλή ερμηνεία και μια καλή μελωδία. Κυνήγησα, με λίγα λόγια, όσο μπορούσα να γράψω τραγούδια παλιάς μαστορικής. Φυσικά, είναι vintage αλλά με τρομερά σύγχρονη διάθεση» περιγράφει.
Καμιά φορά, είναι ωραίο να γυρίζεις σε μια περασμένη εποχή. Γιατί τότε που την ζούσαμε, αθώοι καθώς ήμασταν, δεν την καταλαβαίναμε
Η νέα του ενασχόληση με τα «Φτηνά Τσιγάρα» λειτούργησε σαν απόδειξη της τρομακτικής ταχύτητας με την οποία αλλάζει ο κόσμος μέσα από τα «εργαλεία που μας απελευθερώνουν και μας σκλαβώνουν την ίδια στιγμή». «Θυμάμαι πως τον καιρό που έγραφα τη μουσική για την ταινία, κάναμε το μοντάζ της στα στούντιο του Φίνου. Παίρναμε τις ηχογραφήσεις και μπαίναμε για επεξεργασία. Υπήρχε η ψηφιακή τεχνολογία, όμως όχι σε αυτό το βαθμό. Είχαμε μια συμμετοχή στο πάρε δώσε- δεν στέλναμε τα τραγούδια ως αρχεία με μέιλ!», τονίζει.
Γι’ αυτό και εκτιμά αφάνταστα τη λειτουργία του θεάτρου που αντιστέκεται, με έναν παρόντα τρόπο, στη νέα εποχή. «Το θέατρο παραμένει ένα γεγονός που δεν αποτυπώνεται. Αυτό αποδείχθηκε και με τις απόπειρες που έγιναν για on line μεταδόσεις παραστάσεων. Το θέατρο δεν μπαίνει στην θρησκεία της τεχνολογίας κι αυτό επιβεβαιώνει πόσο φτωχό περιβάλλον είναι το ψηφιακό» προσθέτει.
Εν τω μεταξύ, το δικό του περιβάλλον, η αρχική ορχήστρα με την οποία ηχογράφησε τη μουσική των «Τσιγάρων» πριν από 22 χρόνια ξανασμίγει στην Εναλλακτική Σκηνή. Όλοι καταξιωμένοι μουσικοί, μια «dream team» όπως τους χαρακτηρίζει, θα δουν τους ήρωες της πόλης με την ίδια τρυφερότητα που το είχαν κάνει το 1999. Επί σκηνής ο ίδιος αλλά και οι Σταύρος Λάντσιας (πιάνο), Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα), Χρήστος Ραφαηλίδης (βιμπράφωνο), Γιώργος Παλαμιώτης (ηλεκτρικό μπάσο), Θανάσης Τσακιράκης και Χρήστος Βίγκος (ντραμς, κρουστά).
Τι κι αν είχε την ταινία παλιά; Ο συγγραφέας και ποιητής Πέτρος Βουνισέας δεν χρειάστηκε να γυρίσει πίσω, σ’ εκείνη την εμπειρία, αφού πιστεύει ότι οι ήρωες των «Φτηνών Τσιγάρων» είναι μποέμ και είναι εδώ, γύρω μας. «Γιατί απλούστατα είναι άνθρωποι που προσπαθούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Είναι όντα, αστεία και δραματικά μαζί. Οι προβληματισμοί τους μας θυμίζουν ότι είμαστε θνητοί κι ευάλωτοι, παρότι πάντα θα προσπαθούμε να γίνουμε λίγο θεοί» εξηγεί.
Διάβασε το πρωτότυπο σενάριο πολλές (μα πολλές) φορές για να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: Πως επιχειρεί τομές στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση μέσα από τις ιστορίες κάποιων δίπολων: Του Νίκου και της Σοφίας, του Τέλη και του Τάκη, του Μανώλη και της Βασούλας. «Η ταινία είναι διάσημη για τις ατάκες της. Και τις ατάκες δεν μπορείς να τις πειράξεις. Έτσι θεώρησα κατάλληλο να κάνω μια τομή στην ανάλυση των χαρακτήρων ώστε και το έργο να αποκτήσει μια θεατρική ροή και δομή. Είναι φοβερή η εμπειρία να καλείσαι να ενώσεις πολλά κομμάτια σε ένα νόημα. Ευτυχώς, αγαπώ πολύ τις λέξεις και μ’ αγαπούν κι αυτές».
Η παράσταση θα είναι αυτό που ο κόσμος ξέρει για τα ‘Τσιγάρα’, ωστόσο θα ειπωθεί έτσι ώστε να σηματοδοτεί κάτι άλλο. Είναι σαν ένα hard rock συγκρότημα να έχει κάνει cover σε τραγούδι των Beatles
«Με ενοχλεί να ακούω το “Σ’αγαπώ”, ξέρεις, είναι πολύ ύπουλο. Κρύβει μια ερώτηση, το “Μ’αγαπάς;” Ο άλλος λέει ‘Σ’αγαπώ’ για να σου ζητήσει λογαριασμό, για να του πεις και εσύ αν τον αγαπάς. Είναι πολύ ύπουλο». Οι επικές ατάκες (σαν την παραπάνω) με φόντο την άδεια αυγουστιάτικη Αθήνα που βράζει στη μοναξιά της, μπαίνουν τώρα κάτω από την προστασία του λυρικού θεάτρου. «Και το λυρικό θέατρο έχει τον τρόπο του» παρατηρεί ο Πέτρος Βουνισέας. «Η παράσταση θα είναι αυτό που ο κόσμος ξέρει για τα ‘Τσιγάρα’, ωστόσο θα ειπωθεί έτσι ώστε να σηματοδοτεί πια κάτι άλλο. Είναι σαν ένα hard rock συγκρότημα να έχει κάνει cover σε τραγούδι των Beatles. Έχουμε φτιάξει κάτι οικείο και συνάμα κάτι συναρπαστικό, χωρίς την κούραση των χρόνων» ξεκαθαρίζει.
Αυτά, λοιπόν, τα cult πρόσωπα που κάνουν βόλτα στην πόλη αλλά και τελικά μέσα στον εαυτό τους – «για να καταλάβουν τί σκατά γίνεται στη ζωή» παρεμβαίνει ο συγγραφέας του έργου – το κάνουν τραγουδώντας. Ο Βουνισέας, εκτός από την πρόζα – λιμπρέτο, έχει γράψει (σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο) και τους στίχους στα 12 από τα 16 νέα τραγούδια της παράστασης (τα οποία προστίθενται στα τρία γνωστά και καταξιωμένα κομμάτια του Παναγιώτη Καλατζόπουλου). «Είναι στίχοι που αναπτύσσουν τις σχέσεις των προσώπων, χωρίς αυτές να χάνουν το dna τους. Και φυσικά είναι αστείοι στίχοι. Πιστεύω πως αν κάτι δεν είναι αστείο, τότε σίγουρα δεν μπορεί να βαθύ ή σοβαρό».