Το σφυράκι που στιγμιαία τραντάζεται από την επαφή του με το μάρμαρο στη σχολή του Πύργου. Το πλήκτρο του πιάνου που μιμείται εμμονικά τον ίδιο ήχο. Η wind machine που πνέει στ’ αυτιά μας, τους τρελούς αέρηδες της Τήνου. Η μυρωδιά των καρπών από τα κυπαρίσσια – τα δέντρα της μνήμης και της ψυχής.
Βρέθηκε πολλές φορές στην Τήνο η Αργυρώ Χιώτη για το ερευνητικό ταξίδι της στην γη και στο έργο του Γιανούλη Χαλεπά. Και κουβάλησε κάποια από αυτά τα ίχνη και τα υλικά μνήμης, επιστρέφοντας στην Αθήνα και στη σκηνή της Στέγης. Μέσα από αυτά, εμφανίζεται αχνή η μορφή του Χαλεπά και σαν όραμα «η δυσκολοπέραστη ζωή του».
Γεύση από πρόβαΤα κυπαρίσσια είναι τόσο ψηλά που λες και θα αγγίξουν τον τεχνικό εξοπλισμό της οροφής. Ναι, τα αληθινά κυπαρίσσια που πνίγουν με οξυγόνο τη σκηνή της Στέγης μοιάζουν να στέκονται ως περήφανες μαρτυρίες μιας αντίφασης: Ο Γιανούλης Χαλεπάς, το πρόσωπο που κυκλοφορεί ανάμεσα τους, ασφυκτιά. Τόσο που κάποτε φωνάζει «αλίμονο! Κατάλυσε με θάνατε! Σταμάτησε την άθλια ζωή μου!». Η φιγούρα του Σίμου Κακάλα ξεπροβάλει πίσω από τις σκοτεινές μορφές τους με την γκρίζα ρόμπα του γλύπτη.
Η σκηνοθέτις της παράστασης, Αργυρώ Χιώτη, από τις πρώτες σειρές της πλατείας, έχει ήδη καλέσει την ομάδα με το «έτοιμοι, θέσεις, φύγαμε». Και το black out φέρνει στο φως, έναν ανεπίδοτο έρωτα. Ο Χαλεπάς σέρνει το νωχελικό βήμα του «χτυπημένος στην ψυχή από τον έρωτα του για τη Μαριγώ». Η αφήγηση ξεκινάει από την ερωτική συμφορά του δημιουργού που σύντομα παραδίδεται στην ονειρική κι άλλοτε εφιαλτική ζάλη της δημιουργίας. Εκεί που τα σώματα – η Χαρά Κότσαλη, ο Αντώνης Μυριαγκός, ο Γιώργος Νικόπουλος, ο Δημήτρης Σωτηρίου, η Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη και η Αλίκη Στενού – σμίγουν για να γίνουν σάρκινα κι ασθμαίνοντα γλυπτά. Ενώ ο ήχος από το σφυράκι του Γιαννούλη πάνω στο μάρμαρο δεν λέει να σωπάσει. Η μήπως είναι ο ήχος από τα πλήκτρα του πιάνου;
Το έργοΌλα ξεκίνησαν από ένα καλοκαίρι στην Τήνο. Το καλοκαίρι του 2018. Η Αργυρώ Χιώτη (στην πρώτη αποστολή υπό την εποπτεία του Ιδρύματος Ωνάση με το σταθερό μέλος των Vasistas, την ηθοποιό Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη και στη συνέχεια με τον Σίμο Κακάλα, τον The Boy και τον Jan Van Angelopoulos) αναζητούσε τα δομικά στοιχεία του τόπου και της προσωπικής ιστορίας του Γιαννούλη Χαλεπά που θα την οδηγούσαν στην ομώνυμη παράσταση. «Πήγαμε να δούμε, να ερευνήσουμε, να αφουγκραστούμε το νησί αλλά και να γνωρίσουμε τους ανθρώπους. Να συλλέξουμε εικόνες, να γνωρίσουμε από κοντά την σχέση με το μάρμαρο, να επισκεφθούμε τα μουσεία και φυσικά να κάνουμε συνεντεύξεις και να καταγράψουμε πληροφορίες και λεπτομέρειες της ζωής του Χαλεπά. Μας ήταν απαραίτητα και τα μικρά στοιχεία, τα στοιχεία της καθημερινότητας του – όπως για παράδειγμα ότι σχεδίαζε στους τοίχους του σπιτιού του», εξηγεί η Αργυρώ Χιώτη που βλέπει, σχεδόν, τέσσερα χρόνια μετά, εκείνον τον σχεδιασμό να εκπληρώνεται.
Παρά το βίαιο διάλειμμα των lockdown που κράτησε το project στον πάγο, το έργο δια χειρός του The Boy γραφόταν. Όταν πια, οι πρόβες ξεκινούσαν για την παραγωγή της Στέγης, το υλικό του θα ήταν, σχεδόν, έτοιμο: Μια αποσπασματική καταγραφή συμβάντων από τη ζωή του Χαλεπά, μέσα από τον ποιητικό και περισσότερο ελλειπτικό κι ανολοκλήρωτο λόγο του συγγραφέα. Παραπέμποντας, έτσι, στην ψυχική κατάσταση του ήρωα. «Το μυαλό μου, όλο γεμάτο με ανολοκλήρωτα πράγματα», όπως μονολογεί κι ο ίδιος δια στόματος του Σίμου Κακάλα, στην αρχή του κειμένου.
Αργυρώ Χιώτη: Είναι ένα έργο πολύπλευρο και πολυδιάστατο, από όπου φιλτράρεται η πολυπλοκότητα της φύσης του, της σχέσης του με τους άλλους αλλά με μια συγκίνηση που να μας αφορά
Ωστόσο, το έργο πολύ απέχει από την γραμμική, βιογραφική προσέγγιση. Απεναντίας, είναι ένα άτακτο ψυχικό τοπίο του προσώπου, μια ελεύθερη ερμηνεία για τον τραγικό βίο του: Από τα εργαστήρια της Τήνου και την πρώιμη γλυπτική καταξίωση, στην ερωτική απογοήτευση και την συγκρουσιακή σχέση με την μητέρα του έως τον εγκλεισμό στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και την δημιουργική επιστροφή του 40 χρόνια μετά. «Είναι ένα έργο πολύπλευρο και πολυδιάστατο, από όπου φιλτράρεται η πολυπλοκότητα της φύσης του, της σχέσης του με τους άλλους αλλά με μια συγκίνηση που να μας αφορά» σημειώνει η Αργυρώ Χιώτη. «Έχουμε κρατήσει έναν άξονα γεγονότων προκειμένου να πούμε την ιστορία του και να μην προδώσουμε τον ίδιο, αλλά φροντίζουμε να κρατάμε διακριτή και την δική μας εμπλοκή σε αυτό».
Πλάι στον Γιανούλη Χαλεπά, ο The Boy έχει τοποθετήσει ένα «μη ρόλο» που τον ακολουθεί κατά πόδας, σαν σκιά. ΄Ενα δαιμονικό οίστρο που τον κατατρέχει, τον αφυπνίζει, κι άλλοτε τον βυθίζει περισσότερο στον όλεθρο του νου του. Ενώ γύρω του ένας Χορός ανθρώπων, εναλλάσσεται κυκλικά και αγγίζει κάποια από τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν: Τον γλύπτη πατέρα του, την δεσποτική μητέρα του, το νεανικό του έρωτα, τη Μαριγώ, τους θεράποντες γιατρούς του στο ψυχιατρείο αλλά και τους κατοίκους του νησιού.
Οι ήρωες – Οι ηθοποιοίΗ κατάδυση στην ταραγμένη ζωή και σκέψη του Γιανούλη Χαλεπά γίνεται με τους όρους μιας ονειρικής, ίσως κι εφιαλτικής, προσέγγισης. Κάτι που απελευθερώνει και το ερμηνευτικό σχήμα από την ‘δέσμευση’ των ρόλων. Έτσι, με εξαίρεση τον Σίμο Κακάλα που ερμηνεύει στιγμές του γλύπτη και τον Αντώνη Μυριαγκό που συνυπάρχει στο πλευρό του ως μια πιο σκοτεινή ή ακόμα και παράλληλη εκδοχή του προσώπου και της ψυχικής – πνευματικής του κατάστασης, η υπόλοιπη ομάδα – Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, Χαρά Κότσαλη, Γιώργος Νικόπουλος, Δημήτρης Σωτηρίου και Αλίκη Στενού – εμφανίζονται με την οριοθετημένη δράση ενός Χορού, αν αναγνωρίσουμε μια σύγχρονη τραγωδία στο έργο του Βούλγαρη.
«Ο Χορός που πλαισιώνει τον Γιαννούλη είναι – όπως τον ονομάζει και ο The Boy – ο Χορός των ανολοκλήρωτων αγαλμάτων. Είναι τα ατελή δημιουργήματα του. Ενίοτε η μάνα του – ο αποδέκτης και η αφορμή του θυμού του – η αδερφή του γυρνούσε στα στενά του Πύργου γυμνή τραγουδώντας μέχρι που αυτοκτόνησε, οι συγχωριανοί που τον κατέκριναν, οι τρόφιμοι του ψυχιατρίου, οι γιατροί, οι χωροφύλακες. Είναι, επίσης, κάποια διάσημα αγάλματα του όπως “Η Σκέψη”, “Το μυστικό”, “Ο Πήγασος”, ‘Η Μήδεια’. Ενίοτε η συντροφιά και η παρηγοριά του κι άλλοτε οι αφηγητές σε στιγμές της τραγωδίας του» παρατηρεί η Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη.
Σίμος Κακάλας: Οπωσδήποτε δεν είναι μια βιογραφία, σπαραγματικά γνωρίζουμε τον Χαλεπά
Αποσπασματικός είναι και ο τρόπος προσέγγισης του ίδιου του ήρωα. «Οπωσδήποτε δεν είναι μια βιογραφία, σπαραγματικά γνωρίζουμε τον Χαλεπά. Και δίνεται έμφαση στην έννοια του ταλέντου που, σε άλλες στιγμές, τον βυθίζει στο σκοτάδι κι άλλοτε τον ανασύρει από αυτό» εξηγεί ο Σίμος Κακάλας. «Υπάρχει μια νύξη για το πως η τέχνη σχετίζεται με το όριο, με την ακρότητα – αν και προσωπικά δεν το έχω βιώσει. Παρόλα αυτά, η δημιουργία δεν έχει νόημα αν δεν αγγίζεις τα άκρα, είναι κάτι μαγικό για να ξεφύγεις από την πραγματικότητα και κάτι τέτοιο αναγνωρίζουμε στον Χαλεπά. Όπως ανέφερε και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στο ‘Σύσσημον’, ‘το πνεύμα όπου θέλει πνει’».
Kι αν ο Αντώνης Μυριαγκός συναντά τον Χαλεπά στα υψηλά ψυχικά φορτία, τονίζει πως «η ψυχική ασθένεια είναι μια παρεξηγημένη κατάσταση. Πρέπει να φανταστούμε τους ανθρώπους που πάσχουν ως περιπτώσεις όπου ο ‘ρυθμιστής’ των ισορροπιών δεν λειτουργεί σωστά. Παρόλα αυτά, δεν βρίσκονται διαρκώς στα άκρα. Σηκώνονται και πέφτουν. Στην πραγματικότητα, όλοι μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία».
Όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που περιγράφουν τις δουλειές της Αργυρώς Χιώτη και των Vasistas είναι διακριτά ως σταθερή προβληματική και καθώς στήνει το σύμπαν του Χαλεπά: Η ποίηση, ο λυρισμός, η μουσικότητα του λόγου και ο διάλογος της δραματουργίας με τη μουσική, τα έντονα ενεργοποιημένα σώματα των ερμηνευτών και η ατμοσφαιρική εικαστική ταυτότητα.
Ποια ήταν, όμως, η εδώ σκηνοθετική προτεραιότητα; «Νομίζω να βρεθεί μια ιδιαίτερη ισορροπία ανάμεσα σε όλα αυτά τα υλικά που συνθέτουν τον κεντρικό κορμό» απαντά η σκηνοθέτις. «Αυτή τη φορά υπήρξε και μια μεγαλύτερη διάθεση για ελευθερία από όλη την ομάδα, ένα λεξιλόγιο που ανακαλύφθηκε μέσα από τις, μεταξύ μας, σχέσεις. Και από αυτό που φέρει ο κάθε ερμηνευτής για να το ακουμπήσει στην ιδιαίτερη προσωπικότητα του Χαλεπά. Αναζητήσαμε μια κοινή γλώσσα κι εκεί οργανικά ‘κούμπωναν’ τα βασικά υλικά».
Το έντονο εικαστικό στίγμα της ‘Εφης Μπίρμπα συναντά για πρώτη φορά την σκηνοθετική σκέψη της Αργυρώς Χιώτη. Η σκηνή της Στέγης είναι ‘φυτεμένη’ από δεκάδες νεαρά κυπαρίσσια, καθώς όπως λέει και η ίδια η σκηνογράφος, «συναντήθηκα από πολύ νωρίς με την ιδέα του δάσους για την περίπτωση του Χαλεπά. Δεν ήθελα να προοικονομηθεί η σκηνοθετική συνθήκη, αλλά η περιοχή έρευνας μου ήταν αυτός ο φυσικός κυπαρισσώνας».
Έφη Μπίρμπα: Δεν φέραμε την ρεαλιστική απεικόνιση των βουνών και των λατομείων της Τήνου, αλλά δημιουργήσαμε μια συνθήκη θερμοκηπίου – εργαστηρίου, όπως αυτό που έζησε ένα κομμάτι της ζωής του ο Χαλεπάς
Στα δέντρα, η Έφη Μπίρμπα αναγνωρίζει από τη μια τις αναφορές ενός πλήθους, «ενός πλήθους που υπάρχει και που ποτέ δεν αναγνωρίζεται» όπως και ο Χορός του έργου. Κι από την άλλη, την ανάγκη για την ύπαρξη ενός καθαρού φυσικού τοπίου σε συνάρτηση με το ψυχικό τοπίο του Χαλεπά. «Προφανώς και δεν φέραμε την ρεαλιστική απεικόνιση των βουνών και των λατομείων της Τήνου, αλλά δημιουργήσαμε μια συνθήκη θερμοκηπίου – εργαστηρίου, όπως αυτό που έζησε ένα κομμάτι της ζωής του ο Χαλεπάς» εξηγεί.
Το εντυπωσιακό κι ατμοσφαιρικό σκηνικό της που εμπλουτίζεται και από μια ευμεγέθη tabula rasa – καμβά για τις δημιουργίες του Γιανούλη, παραπέμπει τελικά σε ένα χώρο εγκλεισμού παρά σε ένα εξωτερικό τοπίο. Πάντως, μετά το τέλος της παράστασης, όλα τα δέντρα θα βρουν την θέση τους στο έξω, αφού θα μεταφυτευτούν σε πάρκα της πόλης.
Η μουσικήΆρρηκτα συνδεδεμένη με την σκηνοθετική εργασία της Αργυρώς Χιώτη μέσα στο χρόνο, είναι η μουσική του Jan Van Angelopoulos. Αυτή τη φορά, η σύνθεση του αντλεί συνειδητά από τη δραματουργία του The Boy την ώρα που παρακολουθεί και τα ηχητικά ερεθίσματα του νησιωτικού χώρου της Τήνου αλλά και της γλυπτικής διαδικασίας που την χαρακτηρίζει: Από τον ήχο των κυμάτων και του ανέμου έως το χτύπημα του σφυριού πάνω στο μάρμαρο. «Δεν είμαι τόσο εγκεφαλικός συνθέτης στο θέατρο, λειτουργώ περισσότερο με το ένστικτο. Αν και για τον Χαλεπά υπήρχαν σαφείς οδηγίες από τον συγγραφέα για το τι ήθελε να ακουστεί σε συγκεκριμένα σημεία. Οπότε η διαδικασία της σύνθεσης, ακολούθησε την πρακτική του ‘σβήνω – γράφω’ μαζί με την ανάγνωση του κειμένου».
Ανάμεσα σε κλασικά ακούσματα αλλά και παραδοσιακούς ήχους (που εμπλουτίζονται από τη ζωντανή ερμηνεία της Αργυρώς Χιώτη) η μουσική του «Χαλεπά» εκτρέπεται σε trans, beat ακούσματα αλλά και σε τζαζ ηχοχρώματα, φορτίζοντας συγκινησιακά τα πιο ‘σωματικά’ κεφάλαια της παράστασης.
Συγγραφέας:The Boy
Σκηνοθεσία:Αργυρώ Χιώτη
Σκηνικά – κοστούμια:Έφη Μπίρμπα
Μουσική:& Ηχητικός Σχεδιασμός: Jan Van Angelopoulos
Φωτισμοί:Τάσος Παλαιορούτας
Παίζουν: Σίμος Κακάλας, Χαρά Κότσαλη, Αντώνης Μυριαγκός, Γιώργος Νικόπουλος, Δημήτρης Σωτηρίου, Αργυρώ Χιώτη, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη
Πληροφορίες Χώρου: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Λεωφόρος Συγγρού 107, Αθήνα. Τηλ: +30 210 900 5 800 (ΔΕ-ΠΑ 10:30 – 18:30). Ε: [email protected] | https://www.onassis.org/el/
Διάρκεια Παραστάσεων:10 – 27 Φεβρουαρίου 2022
Τιμές Εισιτηρίων:Κανονικό: 7, 15, 18, 22 €. Μειωμένο, Φίλος, Παρέα 5-9 άτομα: 12, 14, 18 €. Παρέα 10+ άτομα: 11, 13, 16 €. Κάτοικος Γειτονιάς: 7 €. Ανεργίας, ΑμεΑ: 5 €. Συνοδός ΑμεA: 10 € | Ομαδικές κρατήσεις στο [email protected]. Κρατήσεις θέσεων ΑμεΑ: 213 017 8036 & [email protected].
Παραστάσεις: Τετάρτη έως Κυριακή 20:30
Link Εισιτηρίων:https://www.onassis.org/el/whats-on/halepas-argyro-chioti