Συν & Πλην: «Η αυλή των θαυμάτων – Το μιούζικαλ» στο Μέγαρο Μουσικής
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση «Η αυλή των θαυμάτων -Το μιούζικαλ» σε σκηνοθεσία τoυ Χρήστου Σουγάρη που ανεβαίνει στο Μέγαρο Μουσικής.
Τα Χριστούγεννα του 1957 ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης – σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν – το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε μια περίοδο που γίνεται πολλή συζήτηση για την ανάγκη να υπάρξει ένα ρεύμα ελληνικού έργου στην σκηνική δραματουργία. Με τα μεγάλα φορτία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και φυσικά του Εμφυλίου Πολέμου που τον διαδέχθηκε, ο Καμπανέλλης γράφει μια – εκ πρώτης όψεως – ηθογραφία που εκτυλίσσεται σε μια αυλή του Βύρωνα· μια κατεξοχήν συνοικία φιλοξενίας προσφύγων. Εκεί συνυπάρχουν άνθρωποι της λαϊκής τάξης, οικογένειες και ζευγάρια, νέοι και ηλικιωμένοι με συνδετικό βίωμα την αγωνία για επιβίωση και τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή.
Ο κοινός χώρος της αυλής επιβάλλει την ανάπτυξη μιας μικροκοινωνίας όπου όλα – χαρές και λύπες, συγκρούσεις και κυριακάτικα τραπέζια – μοιράζονται ισόποσα από τους ενοίκους και όπου το προσωπικό ζήτημα γίνεται ζήτημα της ‘ομάδας’. Αυτά τα χαρακτηριστικά συμβίωσης μεγεθύνουν την, μεταξύ τους, αλληλεγγύη και το νοιάξιμο, τα οποία όμως κινδυνεύουν να ισοπεδωθούν με την έλευση της αστικοποίησης μέσω της γνωστής πρακτικής της αντιπαροχής και της πολυκατοικίας.
Πάνω σε αυτό το έργο που αναδείχθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα της μεταπολεμικής ελληνικής δραματουργίας – καθώς σκιαγραφεί σε βάθος την ελληνική κατάσταση και ψυχή – βασίζεται, η νέα μουσική προσέγγιση που γίνεται για το Μέγαρο Μουσικής.
Σε δραματουργία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου και στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου γίνεται μια ισορροπημένη προσπάθεια να διατηρηθεί το πλαίσιο καταγραφής των στοιχείων που συνθέτουν την έννοια της πατρίδας και της ελληνικής προσωπικότητας. Μια συνθήκη που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνει η οικονομική ασφυξία, η χαμηλή πρόσβαση στην απασχόληση, η παραδοχή του «μη ανήκειν» και η, κατ’ επέκταση, κατάρρευση του ηθικού και της πίστης για ένα πιο αισιόδοξο μέλλον.
Στη σύγχρονη μουσική προσέγγιση, ο χρόνος μοιάζει να έχει μετατοπιστεί – χωρίς σαφήνεια – προς το σήμερα: Μια πολυκαιρισμένη σημαία του ΠΑΣΟΚ κρέμεται από την ταράτσα της κατοικίας, ενώ γίνονται νύξεις για την επέλαση του AirBnB, για τα επιδόματα που τρέφουν (και συνάμα καθηλώνουν) τους ανέργους, για τον εξαναγκασμό προς τη μετανάστευση αφού «είναι η φυλή μας στο κυνήγι μαθημένη». Λες και αυτή η «αυλή» πλέει σαν καράβι μέσα στο χρόνο, παρασύροντας τους ανθρώπους στα ίδια κοινωνικά και, εν τέλει, προσωπικά αδιέξοδα.
Γίνεται, λοιπόν, διακριτό το πνεύμα του πρωτότυπου έργου (και αρκετές αρετές της γλώσσας του) που, εν πολλοίς, δεν έχει αλλοιωθεί παρά τα 65 χρόνια που έχουν περάσει από την συγγραφή του: Η ανικανότητα μιας χώρας να προσφέρει «τίμιο ψωμί σε όλα τα παιδιά της», όπως έγραφε στα 1957 και ο Μ. Καραγάτσης παρακολουθώντας την παράσταση του Τέχνης. Ή όπως ο ίδιος ο Καμπανέλλης έλεγε «Η “Αυλή των Θαυμάτων” βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Η αστάθεια αυτή, όσο γνώριμη σε όλους μας, αρχίζει από το αλλοπρόσαλλο κλίμα μας, τη “στρατηγική” γεωγραφική μας θέση, τη φτώχεια του τόπου μας και τελειώνει στην ιδιωτική μας οικονομία. Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν κι η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι». Φυσικά, εδώ ένα μεγάλο κομμάτι της πλοκής περνάει μέσα από τα τραγούδια (στίχοι Γεράσιμος Ευαγγελάτος) και την πρωτότυπη μουσική σύνθεση (Στέφανος Κορκολής).
Διατηρώντας τον κεντρικό άξονα των προσώπων και της πλοκής που δίνει ο Καμπανέλλης, η μουσική διασκευή του έργου ανυψώνει τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής κατάστασης σε μια πιο σύγχρονη (αν όχι άχρονη) εκδοχή τους. Ο Χρήστος Σουγάρης ως σκηνοθέτης, με την καθοριστική συμβολή της σύνθεσης του Στέφανου Κορκολή, παραδίδει ένα ρέον, καλοφτιαγμένο και καλαίσθητο θέαμα για μεγάλο κοινό που υποστηρίζεται δεόντως από τον άξιο 18μελή θίασο του.
Τα Συν (+) Η μουσική – Η ορχήστραΣτην πρώτη του απόπειρα σε μιούζικαλ, ο Στέφανος Κορκολής παραδίδει μια πλούσια δουλειά σε μουσικά μοτίβα όσο και σε συγκινήσεις – που μπορεί να διαβαστεί και ως μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού του έργου του Καμπανέλλη. Η άψογη εκτέλεση της μουσικής από την εννιαμελή ορχήστρα (Ρόλη Γιαμοπούλου – ντραμς / Βασίλης Δεφίγγος – σαξόφωνο, φλάουτο και κλαρινέτο / Δημήτρης Κουζής – βιολί / Βίκτωρ Κουλουμπής – ηλεκτρικό και ακουστικό μπάσο / Μαριλίζα Παπαδούρη – βιολοντσέλο / Αγγελική Πουλημένου – κόρνο / Κώστας Πυρένης – κιθάρα / Σάββας Ρακιντζάκης – πλήκτρα / Χρήστος Σπηλιόπουλος – τρομπόνι) σε μουσική διεύθυνση του Αναστάσιου Συμεωνίδη δίνουν επιπλέον credit στο αποτέλεσμα.
Η δραματουργική προσαρμογή – Το λιμπρέτοΗ συνεργασία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου και του Γεράσιμου Ευαγγελάτου στην μουσική μετασκευή του έργου μοιάζει αρκούντως αποδοτική και ισορροπημένη. Tο πρωτότυπο διατηρεί τη δυναμική του και τα ποιητικά του ύψη αλλά και οι στίχοι φέρνουν μια πιο σημερινή και, με τραγουδιστική ευθύτητα, γλώσσα.
Τα μιούζικαλ που, κατά καιρούς, γίνονται στην ελληνική σκηνή επαληθεύουν την πληρότητα του ελληνικού θεατρικού ταλέντου. Χωρίς να υπάρχουν μουσικές ακαδημίες ή σπουδές στραμμένες σαφώς στο μουσικό θέατρο, έχουμε ηθοποιούς που ανταποκρίνονται ωραιότατα στις ανάγκες του μιούζικαλ, προτάσσοντας φυσικά την υποκριτική τους δυνατότητα.
Από τέτοιες περιπτώσεις συντίθεται και η διανομή της «Αυλής»: Τον Γιώργο Γάλλο, γνωστό για τα τραγουδιστικά του προσόντα που, ωστόσο εδώ έρχεται στη σκηνή με τρομερή ενέργεια και βάθος για να αποδώσει το ρόλο του αποτυχημένου εμποράκου που καταλήγει να τζογάρει συστηματικά προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο στον κοινωνικό ξεπεσμό του. Η Ρούλα Πατεράκη που ερμηνεύει με αποστομωτικό κυνισμό την, εγκαταλελειμμένη από την κόρη της, Αννετώ σε βαθμό που η πικρία της γίνεται και κωμική.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού που φέρει τη γοητεία της grand dame, του αγέραστου ερωτισμού και της αριστοκρατικής σοφίας που πνίγεται μέσα σε μια μικροαστική αυλή. Ο Μάνος Βακούσης που, ως Ιορδάνης, εξφενδονίζει λαϊκές σοφίες από τα ψηλά και σηκώνει συχνά το ποιητικό και φιλοσοφικό φορτίο της παράστασης. Ο Δημήτρης Πιατάς, σε παρόμοιο ερμηνευτικό καθήκον, του αποσυρμένου από τη ζωή Λάσκου, είναι συγκινητικός. Η Κατερίνα Παπουτσάκη που επιβάλλεται περισσότερο με την υπέροχη φωνή της. Η, πανταχού επιβλητική, Κόρα Καρβούνη στον κόντρα ρόλο της καβγατζούς Βούλας. Και φυσικά, ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης και η Μαρία Διακοπαναγιώτου – οι, ομολογουμένως, πιο ασκημένοι σε συνθήκες μιούζικαλ, είναι πληθωρικές παρουσίες στους ρόλους του Μπάμπη και της Ντόρας, αντίστοιχα. Επαρκής και ο Γιώργος Τσιάντουλας στο ρόλο του προκομμένου χειρώνακτα.
Ευχάριστη έκπληξη, η εμφάνιση του Αλέξανδρου Βάρθη με σκηνική ένταση ροκ σταρ στο ρόλο του Γιάννη, ενός νέου με ταλέντα που αναγκάζεται να περιοριστεί στην προοπτική μιας θέσης στο Δημόσιο. Ειδική μνεία για την τραγουδιστική κλίμακα της Ειρήνης Καραγιάννη στο ρόλο της Αστά. Μαζί τους, συμπληρώνοντας τον ωραίο θίασο, οι Μαρία Τσάρη, Κρις Ραντάνοφ, Ηλέκτρα Σαρρή, Γιώργος Ντάβος.
Η σκηνοθεσίαΕίναι η δεύτερη φορά που ο Χρήστος Σουγάρης αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία μιας παράστασης τόσο μεγάλης κλίμακας (μετά τις «Βάκχες» του περασμένου καλοκαιριού). Μοιάζει, λοιπόν, να οργανώνει με αξιοσημείωτη ισορροπία το απαιτητικό υλικό μιας μουσικής παράστασης. Μπορεί η ματιά του να μην προσφέρει κάτι νέο στο είδος του μιούζικαλ – ή ακόμα η ίδια παράσταση να είχε ανέβει με τον ίδιο τρόπο πριν από δέκα χρόνια – αλλά σίγουρα υπογράφει μια ισορροπημένη, με καλό ρυθμό και έμφαση στις ερμηνείες, παράσταση.
Από τη μια, ο δημιουργικός και πολύχρωμος φωτιστικός σχεδιασμός του Αλέκου Αναστασίου. Κι από την άλλη, η ρεαλιστική ογκώδης αναπαράσταση μιας παλιάς πολυκατοικίας του Βύρωνα από την Ελένη Μανωλοπούλου. Από κοινού δημιουργούν μια ‘εύγλωττη’ αλλά και λειτουργική διατύπωση του δραματουργικού χώρου της «Αυλής».
Υπάρχουν στιγμές που το λιμπρέτο του Γεράσιμου Ευαγγελάτου φτάνει αποσπασματικά ή δεν φτάνει καθόλου στην πλατεία, καθώς η μουσική το υπερκαλύπτει άγαρμπα. Ένα τεχνικό πρόβλημα που πρέπει να διορθωθεί για να μην κοστίζει στην πρόσληψη της παράστασης.
Οι χορογραφίεςΟ έμπειρος Φωκάς Ευαγγελινός επιμελείται την κίνηση και τις χορογραφίες της ερμηνευτικής ομάδας, δυστυχώς με τρόπο αναμενόμενο, αν όχι ‘ακαδημαϊκό’. Τουλάχιστον, οι κινησιολογικοί σχεδιασμοί στα μιούζικαλ οφείλουν να φέρουν ένα πιο σύγχρονο λεξιλόγιο· πόσο μάλλον εδώ που το συγκεκριμένο έργο χρειάζεται να γειωθεί στο σήμερα.
Το άθροισμα (=)Εύστοχη, σε γενικές γραμμές, μουσική μετασκευή της σπουδαίας «Αυλής των Θαυμάτων» με κύριο προσόν την καλή απόδοση του πολυμελούς θιάσου.