Μια σύγχρονη εικαστική ματιά στον μύθο του «Ρεμπέτικου» από τον ΟΠΑΝΔΑ
Στη Δημοτική Πινακοθήκη, το θέατρο Ολύμπια και το Κέντρο Τεχνών, 50 έλληνες εικαστικοί, με 125 συνολικά έργα τους, εικονοποιούν την κουλτούρα του ρεμπέτικου στη μεγάλη έκθεση που διοργανώνει ο Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων.
Μια έκθεση για την αγάπη, τη φυγή, το «χαροποιό πένθος» και όλες τις έννοιες, τις μνήμες και τον συμβολισμό που συνοδεύουν αυτό το «μεγάλο νεοελληνικό πολιτιστικό γεγονός» που είναι το ρεμπέτικο, υποδέχεται το κοινό σε τρεις, ταυτόχρονα, πολιτιστικούς χώρους του ΟΠΑΝΔΑ: τη Δημοτική Πινακοθήκη, το θέατρο Ολύμπια και το Κέντρο Τεχνών στο Πάρκο Ελευθερίας.
Για τον επιμελητή της έκθεσης, Χριστόφορο Μαρίνο, «στόχος της έκθεσης είναι να εικονοποιήσει το ρεμπέτικο και τη μυθολογία του μέσα από μια σύγχρονη οπτική». Να παρακινήσει, δηλαδή, τους σύγχρονους εικαστικούς «να συνδεθούν συναισθηματικά και να αποδώσουν μέσα από εικόνες τα ρεμπέτικα τραγούδια».
Στόχος λιγότερο εύκολος απ’ όσο ακούγεται, γιατί σε ανάλογες περιπτώσεις ο κίνδυνος να περιπέσει κανείς σε μια φολκλορική αντιμετώπιση του θέματος είναι υπαρκτός. Ο Χριστόφορος Μαρίνος, ζητώντας από τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες να αποφύγουν μια περιγραφική αντιμετώπιση του θέματος, κατάφερε να διαφύγει από τον κίνδυνο μιας γλαφυρής και νοσταλγικής ματιάς, παρουσιάζοντας έργα που, ανεξαρτήτως των αναφορών τους, μπορούν να απευθυνθούν αυτόνομα στον σύγχρονο θεατή.
Όπως τόνισε ο ίδιος ο επιμελητής, η έκθεση ακολουθεί μια εσωτερική πορεία κλιμάκωσης, γι’ αυτό και συμβουλεύει τους επισκέπτες να επιλέξουν ως πρώτο σταθμό τους τη Δημοτική Πινακοθήκη.
Εκεί, η έκθεση ξεκινά με μια αίθουσα αφιερωμένη στην κλασική εικονογράφηση του ρεμπέτικου από καλλιτέχνες όπως ο Σικελιώτης ή ο Τσαρούχης, που αποθεώνει στους πίνακές του το ζεϊμπέκικο, αλλά και λιγότερο γνωστών, όπως ο Αλέξανδρος Κορογιαννάκης («Αμάν στον Βύρωνα», 1951) ή ο Λάμπρος Ορφανός («Μπουζούκια», 1961), έργα των οποίων ανήκουν στην Πινακοθήκη του Δήμου.
Μια λοξή ματιά στην κουλτούρα του ρεμπέτικουΜε τις κλασικές αυτές εικονογραφήσεις συνδιαλέγονται έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, που προσθέτουν τη δική τους, λοξή ματιά, στην κουλτούρα του ρεμπέτικου αλλά, ταυτόχρονα, και στην πρόσληψή της από τους δασκάλους τους. Έτσι, στην πρώτη αίθουσα της Πινακοθήκης ο γλύπτης Φίλιππος Βασιλείου παρουσιάζει μια δική του εκδοχή του μπουζουκιού, του κατεξοχήν συμβόλου του ρεμπέτικου, ένα… πολυόργανο με τον παιγνιώδη τίτλο «Ρομπότικο», ένα «υπερμπουζούκι» που διαθέτει αισθητήρες και παίζει μουσική στην παρουσία του θεατή. Παραδίπλα, ο Νίκος Τρανός, πρύτανης της ΑΣΚΤ, σε μια κίνηση οικειοποίησης, τοποθετεί με τον δικό του τρόπο στον χώρο καλούπια μπουζουκιών, δανεισμένα από φίλο του οργανοποιό.
Απέναντί τους ένα μοτίβο που ο επισκέπτης θα συναντήσει συχνά στην έκθεση, οι «Καρέκλες (Monobloc)» της Ειρήνης Μπαχλιτζανάκη, αλλά και η δουλειά του Νίκου Παπαδόπουλου «Του Βοτανικού ο μάγκας», που είναι βασισμένη πάνω στη βυζαντινή τεχνική του ανθίβολου. Ακόμη, ένας εντυπωσιακός πίνακας του Αλέξανδρου Ψυχούλη, που ζωγραφίζει το πάλκο με γνωστούς μουσικούς του ρεμπέτικου, έτσι όπως έχουν αποτυπωθεί σε μια πασίγνωστη φωτογραφία, απαλείφοντας τα όργανα από την εικόνα!
Τα πρόσωπα του ρεμπέτικουΗ επόμενη αίθουσα είναι αφιερωμένη στα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην ιστορία του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, με τα πουαντιγιστικής τεχνικής πορτρέτα των Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Τζένης Βάνου, Άκη Πάνου, φιλοτεχνημένα από τον Βαγγέλη Αβραμόπουλο. Απέναντί τους, πορτρέτα του λαϊκού ζωγράφου Σταμάτη Λαζάρου, αλλά και μια παλιότερη προσωπογραφία του Μάρκου από τον Ηλία Παπαηλιάκη.
Ο ημιώροφος είναι και αυτός αφιερωμένος στον Μάρκο, αφού φιλοξενεί την εγκατάσταση της Φοίβης Γιαννίση «Το χασαπάκι» (2021) και, όπως είναι γνωστό, ο Βαμβακάρης στα νιάτα του εργαζόταν ως εκδορέας. Η εγκατάσταση αποτελείται από ηχογραφημένη αφήγηση, φωτογραφίες και μια χάσαπικη ποδιά, κεντημένη με στίχους και φράσεις από την καλλιτέχνιδα.
Αν θεωρήσει κανείς ότι τα έργα αυτά συγκροτούν ένα πάνθεον του κόσμου του ρεμπέτικου, η επόμενη αίθουσα αποτελεί το «ιερό» όπου δεσπόζουν οι «Αρχόντισσες», οι μνημειακές ξυλογραφίες του χαράκτη Τάσσου. Στην έκθεση παρουσιάζονται οι μήτρες των τεσσάρων χαρακτικών, μαζί με τα αντίτυπά τους που διαθέτει η Δημοτική Πινακοθήκη: είναι οι «αρχόντισσες» της Κοκκινιάς, της Καισαριανής, της Δραπετσώνας και της Ανατολής.
Δίπλα τους, μια ηχητική εγκατάσταση της Εσθήρ Λέμη, αφιερωμένη σε επώνυμες αρχόντισσες, την Σωτηρία Μπέλλου, τη Στέλλα Χασκίλ, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τη Ρίτα Αμπατζή, τη Ρόζα Εσκενάζυ κ.ά. Τα πορτρέτα τους, φιλοτεχνημένα με κάρβουνο σε χαρτί, συμπληρώνει ένα ηχείο κατευθυντικής τεχνολογίας, που μόλις ο θεατής σταθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο, ακούει, αυτός και μόνο αυτός, τα τραγούδια τους.
Στα έργα αυτά, που με την ασπρόμαυρη παλέτα τους ανακαλούν στη μνήμη κάποιο βαρύ ζεϊμπέκικο, αντιπαρατίθενται –ή τα συμπληρώνουν, όπως το δει κανείς– πέντε πίνακες με ζωντανά παστέλ χρώματα του Charles Howard, μελετητή του ρεμπέτικου που χάθηκε πρόσφατα. Δίπλα τους ο εξίσου μνημειακός πίνακας του Τάσου Παυλόπουλου «Με παράσυρε το ρέμα» (1996), σε έντονα κόκκινα χρώματα, κλείνει το πρώτο μέρος της έκθεσης.
Το ρεμπέτικο στη ΜακρόνησοΣτο δεύτερο κτίριο της Δημοτικής Πινακοθήκης, η έκθεση συνεχίζεται αφιερωμένη όχι πλέον στα πρόσωπα αλλά στις επιτελέσεις του ρεμπέτικου. Ο Κώστας Χριστόπουλος ανακαλεί τις χρήσεις της μουσικής ως εργαλείου «αναμόρφωσης» στη Μακρόνησο κατά την περίοδο του Εμφυλίου, σε μια εγκατάσταση που αποτελείται από διαφάνειες, όπου προβάλλονται δορυφορικές εικόνες του νησιού, και παλιά μεγάφωνα απ’ όπου ακούγεται «Το φανταράκι», ρεμπέτικο το οποίο χρησιμοποιούσαν για να κάμψουν το ηθικό των εκτοπισμένων.
Στη συνέχεια, στις δύο μεγάλες αίθουσες του κτιρίου κυριαρχούν οι γλυπτικές συνθέσεις, αφενός, αντικειμένων που έχουν συνδεθεί με το ρεμπέτικο, όπως, και πάλι, η καρέκλα, από μάρμαρο αυτή τη φορά, στο έργο του Ανδρέα Λόλη, «Αχ, ρε Γιώργο» (2021), ένα στιγμιότυπο τις λεπτομέρειες του οποίου καλείται να συμπληρώσει ο θεατής, ή το τραπέζι, όπως το φαντάστηκε και το μετέπλασε ο Δημήτρης Μεράντζας, χρησιμοποιώντας μια κατάγραφη πόρτα, σε ασταθή ισορροπία πάνω σε τρία φτυάρια.
Μνήμη και μνήματαΤις γλυπτικές εγκαταστάσεις συμπληρώνει ένα μεγάλων διαστάσεων ζωγραφικό έργο του Χρόνη Μπότσογλου, ο «Ελπήνωρ» από την ενότητα έργων «Προσωπική νέκυια» (1993-2000), που απεικονίζει τον χορό του νεκρού πλέον νεαρού Ελπήνορα που ετοιμάζεται, λες, να πετάξει…
Ο εξαιρετικός πίνακας του Μπότσογλου εισάγει τον θεατή στην τελευταία ενότητα της έκθεσης, που αποτελείται από δύο «εικονοστάσια», ένα από την Κατερίνα Ζαχαροπούλου («Ο μπουφές της Ρόζας»), αφιερωμένο στη Ρόζα Εσκενάζυ, κι ένα του Άγγελου Παπαδημητρίου («Η φωνή της Ρίτας Αμπατζή»).
Η έκθεση συμπληρώνεται με δύο βίντεο, το «Από μπουζούκια σε μπουζούκια» (1962) του Πάνου Κουτρουμπούση και «A Greek Dance After Matisse» (2022) του Αντώνη Βολανάκη. Παράλληλα, στις προθήκες παρουσιάζονται κόμικς, γελοιογραφίες, εξώφυλλα δίσκων και βιβλίων με θέμα το ρεμπέτικο.