Στο Πολλή φασαρία για το τίποτα ο Σαίξπηρ δραματοποιεί ένα πολύ αρεστό του θέμα, που δεν είναι άλλο από τον έρωτα, ο οποίος καταλήγει σε έναν θεμελιακό θεσμό του κοινωνικού οικοδομήματος όπως είναι ο γάμος. Απλώς στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δρόμος που οδηγεί στην αίσια έκβαση του γαμήλιου δεσίματος των δύο ερωτευμένων ζευγαριών του έργου, γίνεται με πολλή φασαρία.
Ο μεγαλοφυής Σαίξπηρ, επιχειρεί να συνθέσει μια τολμηρή αλχημεία, αναμειγνύοντας σε σωστές δόσεις το κωμικό με το τραγικό στοιχείο, το υψηλό με το γκροτέσκο, την ψυχή με τις αισθήσεις, όπως κάνει και ο Μπρεχτ στα θεατρικά του έργα.
Ορμώμενοι από τη σύζευξη της σαιξπηρικής προ-αποστασιοποίησης (Pre-Verfremdungseffekt), της μπρεχτικής αποστασιοποίησης (Verfremdungseffekt) και της μεταμοντέρνας μετα-αποστασιοποίησης (Post-Verfremdungseffekt), η παράστασή μας αποδίδεται σε μια αντιστοιχία του “θεάτρου εν θεάτρω”, ως ένα “παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι” (στην αγγλική γλώσσα: “play in play”), με στοιχεία εξπρεσιονιστικά -για την ακρίβεια, ρεαλιστικά-εξπρεσιονιστικά, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό- δηλαδή με τη χρήση ενός μεταμοντέρνου τρόπου απόδοσης του μπρεχτικού Υψηλού Ύφους (Großes Stil).