Όταν η Μάρθα Μπουζιούρη διάβασε για πρώτη φορά το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Grégory Reibenberg, «Une Belle Equipe», κατάλαβε αμέσως ότι αυτή είναι μια ιστορία που αξίζει να μοιραστεί κανείς με το κοινό. Πρόκειται για τη συγκλονιστική μαρτυρία ενός επιζώντα της τρομοκρατικής επίθεσης της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι. Ενός ανθρώπου αποφασισμένου να «ξαναχτίσει» τη ζωή του από την αρχή παραμένοντας ακλόνητος στις αξίες, τις αρχές και τον τρόπο ζωής που ο ίδιος πρέσβευε πριν η «τραγωδία» του χτυπήσει την πόρτα.
Αυτό το βαθιά τραυματικό βίωμα μεταμορφώνεται από τη Μάρθα Μπουζιούρη σε μια παράσταση Θεάτρου Ντοκιμαντέρ, του ιδιαίτερου αυτού θεατρικού είδους που η ίδια υπηρετεί με πίστη και προσήλωση όχι μόνο ως δραματουργός και σκηνοθέτρια αλλά και ως Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Διεθνούς Δικτύου Θεάτρου Ντοκιμαντέρ και εκπαιδεύτρια. Παραδίδοντας μας αυτή τη φορά, πάνω στη σκηνή του Θεάτρου ΕΛΕΡ, ένα έργο-ύμνο στη ζωή και ταυτόχρονα ένα ηχηρό μήνυμα ενάντια στον φόβο και το μίσος μέσα από την πορεία του ήρωα από το σκοτάδι στο φως.
Με αφορμή, λοιπόν, το γεγονός, η δραματουργός και σκηνοθέτρια μάς μιλάει για τη δημιουργική διαδικασία πίσω από την παράσταση, τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ένα τόσο εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα όπως αυτό της τρομοκρατίας, τις εντυπώσεις της από τη συνεργασία της με τον ίδιο τον συγγραφέα, τους λόγους για τους οποίους επέλεξε να αφοσιωθεί στο Θέατρο Ντοκιμαντέρ, τους στόχους και τη μέχρι τώρα πορεία του ΔΔΘΝ.
Πάντοτε ξεκινάω να δουλεύω με επίκεντρο μια θεματική περιοχή ή ένα γεγονός που με προβληματίζει, που επανέρχεται επίμονα στο μυαλό μου. Στην περίπτωση του Belle Equipe, άρχισα την έρευνά μου πριν από δυόμιση χρόνια, θέλοντας να εμβαθύνω στο ζήτημα της τρομοκρατίας και της τυφλής βίας. Με απασχολούσαν οι αιτίες αλλά και τα ίχνη αυτής της νέας πραγματικότητας για το Δυτικό κόσμο, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ξεκίνησα να διαβάζω δοκίμια, αναλύσεις, ερευνητικά papers, για να κατανοήσω καλύτερα το «πλαίσιο», και στη συνέχεια να μιλάω με ανθρώπους, να συλλέγω μαρτυρίες, καθώς ο τρόπος μου να πλησιάσω το πολιτικό περνάει πάντα μέσα από το ανθρώπινο βίωμα. Κάπου εκεί έπεσε στα χέρια μου το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Grégory. Από τις πρώτες σελίδες, ήξερα ότι αυτή την ιστορία ήθελα να τη μοιραστώ. Τον αναζήτησα, συναντηθήκαμε στο Παρίσι, και κάπως έτσι ξεκινήσαμε μαζί αυτό το ταξίδι.
Σε ανθρώπινο επίπεδο, μου «μίλησε» ο τρόπος που επιμένει να κοιτάζει τη ζωή, περικυκλωμένος από τον θάνατο. Εντυπωσιάστηκα από το μεγαλείο ψυχής του, το γεγονός πως ανατέμνει το προσωπικό του τραύμα με ένα τόσο παραδειγματικά φωτεινό τρόπο. Σε πολιτικό επίπεδο, εκτίμησα τη στάση ζωής του, που δεν κλωνίστηκε μετά το βράδυ της 13ης Νοεμβρίου. Πριν τα τρομοκρατικά χτυπήματα, ο Grégory ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε αβίαστα μέσα στον πλούτο της διαφορετικότητας. Εβραίος ο ίδιος, παντρεμένος με μουσουλμάνα, περιστοιχισμένος από την πολιτισμικά ετερόκλητη ‘ωραία ομάδα’ των φίλων και συνεργατών του, ενσάρκωνε, όπως λέει χαρακτηριστικά, «αυτό που μισούν οι τρομοκράτες: τη διαφορετικότητα, το μοίρασμα, την ανθρωπιά και την αγάπη». Είναι άξιο θαυμασμού πως η πίστη του σε αυτές τις αξίες δεν κλωνίστηκε, πως ο ίδιος δεν μετατοπίστηκε στη μεριά του φόβου και του μίσους.
Με τη παράσταση σας διαπραγματεύεστε δύσκολα ζητήματα όπως η τρομοκρατία και η διαιώνιση του φόβου και του μίσους. Υπήρξαν δεύτερες σκέψεις, δισταγμοί, κατά τη διάρκεια δημιουργίας μιας τέτοιας παράστασης;Η παράσταση πραγματεύεται το αδιανόητο τραύμα ενός ανθρώπου, ένα τραύμα ακόμα νωπό, χωρίς την ασφάλεια της χρονικής και συναισθηματικής απόστασης.
Και δεύτερες, και τρίτες, κι ένα σωρό πισωγυρίσματα και παλινδρομήσεις, ηθικές και συναισθηματικές. Η παράσταση πραγματεύεται το αδιανόητο τραύμα ενός ανθρώπου, ένα τραύμα ακόμα νωπό, χωρίς την ασφάλεια της χρονικής και συναισθηματικής απόστασης. Νομίζω πως δεν θα είχα τολμήσει να αγγίξω αυτή την ιστορία αν ο ίδιος ο Gregory δεν είχε νιώσει την ανάγκη να μιλήσει πρώτος γι’ αυτήν μέσα από την μαρτυρία του. Και στη συνέχεια, στη διάρκεια των συζητήσεών μας, αν δεν είχα νιώσει πως όχι μόνο μπορούσε να διαχειριστεί το γεγονός πως η ιστορία του θα μεταγραφόταν σε καλλιτεχνικό έργο, αλλά και πως ο ίδιος ήθελε να είναι κομμάτι αυτής της διαδρομής, μιας και θεωρούσε σημαντικό η ιστορία του να φτάσει σε περισσότερους ανθρώπους, έξω από τα σύνορα της χώρας του, «να κρατήσει τη μνήμη ζωντανή».
Πώς κατά τη γνώμη σας μπορούν να επουλωθούν οι πληγές που δημιουργούν στη συλλογική και ατομική συνείδηση;Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, λέει ο Gregory: «Έχουμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε, να αλληλοϋποστηριχτούμε. Το νιώθω αυτό στο σώμα μου. Πρέπει να αγγιχτούμε, να κλάψουμε, να μιλήσουμε». Το τραύμα που βίωσε είναι ταυτόχρονα βαθιά συλλογικό: είναι το τραύμα μιας πόλης, μιας χώρας, μιας Ευρώπης που καλείται να κλείσει τις πληγές της και να υπερασπιστεί την ελευθερία της. Καλείται να αντιμετωπίσει αυτόν τον πόλεμο νέου τύπου και να εξετάσει τα σφάλματά της. Να αναστοχαστεί επάνω στις έννοιες της ισότητας, της διαφορετικότητας, της συνύπαρξης, και πάνω απ’ όλα, να αντισταθεί στο φόβο, να μην απαντήσει στο μίσος με μίσος, να παραμείνει στη φωτεινή μεριά της ζωής. Αυτό έκανε ο Gregory με γενναιότητα, ανθρωπιά και πολιτική συνείδηση, αυτό επιχειρεί να επικοινωνήσει και η παράστασή μας.
Η παράσταση διαβάζουμε ότι αντλεί, επίσης, το υλικό της από οπτικοακουστικά ντοκουμέντα και συζητήσεις με τον ίδιο τον συγγραφέα. Πώς ήταν η συνεργασία σας μαζί του; Πώς ο ίδιος ανταποκρίθηκε στην επιθυμία σας να μεταφέρετε την ιστορία του στη σκηνή;Όταν διάβασα το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Grégory, ήξερα από την αρχή ότι δεν ήθελα απλώς να διασκευάσω ένα βιβλίο για το θέατρο. Μου γεννήθηκε η επιθυμία να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο. Τον αναζήτησα στο Facebook και του έστειλα ένα αυθόρμητο μήνυμα. Συναντηθήκαμε στο Παρίσι, τον Νοέμβριο του 2019, κοντά στις μέρες της επετείου. Του εξήγησα πως θα ήθελα να μεταφέρω την ιστορία του στη σκηνή έχοντάς τον στο πλάι μου σε όλη τη διαδρομή. Προφανώς, αντιλαμβανόμουν πως του απευθύνω ένα ευαίσθητο αίτημα. Όμως ο Grégory ανταποκρίθηκε με εμπιστοσύνη. Μου είπε πως τον συγκινεί που μια ξένη καλλιτέχνης από την Ελλάδα ενδιαφέρθηκε να κάνει την ιστορία του παράσταση. Και πως η απόσταση μεταξύ μας, γεωγραφική και βιωματική, του δημιουργεί ασφάλεια. Είναι μεγάλη τιμή κι ευθύνη που ο Gregory μου εμπιστεύτηκε την ιστορία του, και που μου έδωσε τον χώρο να τον πλησιάσω και να γνωρίσω έναν άνθρωπο δυνατό, γενναιόδωρο, με αιχμηρή πολιτική σκέψη και πηγαία αίσθηση του χιούμορ. Να συνδεθώ μαζί του με έναν τρόπο που υπερβαίνει τη σύντομη ζωή μιας παράστασης. Νιώθω πως είμαι όσο μακριά όσο και κοντά είναι απαραίτητο για να τολμήσω να αναμετρηθώ με την ιστορία του. «Αν ήσουν Γαλλίδα», μου είπε σε μια από τις πρώτες συναντήσεις μας, «αν το έργο ανέβαινε εδώ, στα γαλλικά, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το διαχειριστώ». Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για μένα. Αν ζούσα στη Γαλλία, αν βρισκόμουν δίπλα στον «κρατήρα» όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, δεν ξέρω αν θα ήμουν σε θέση να εμπλακώ σε αυτό το ταξίδι.
Τι είναι εκείνο που θα επιθυμούσατε να κρατήσει το κοινό από τη συγκεκριμένη παράσταση;Το Belle Εquipe ξεκινάει με μια ισοπεδωτική «έκρηξη», ένα ασύλληπτο τραύμα, και καταλήγει στο φως.
Κάθε θεατής, κάθε άνθρωπος, παίρνει φεύγοντας μαζί του διαφορετικά κομμάτια από το μωσαϊκό μιας παράστασης. Εικόνες και στιγμές που του μιλάνε, γιατί τέμνονται, άμεσα ή έμμεσα, με το δικό του νοητικό ή συναισθηματικό σύμπαν. Το Belle Εquipe ξεκινάει με μια ισοπεδωτική «έκρηξη», ένα ασύλληπτο τραύμα, και καταλήγει στο φως. Αυτή η απόσταση δεν είναι εύκολη ούτε αυτονόητη. Όμως ένας άλλος άνθρωπος, ο Gregory εν προκειμένω, βρήκε τη δύναμη να τη διανύσει. Και κάνοντάς το, μας παρέδωσε ένα συγκλονιστικό εγχειρίδιο συμβίωσης με την απώλεια, ένα έργο-ύμνο στη ζωή και ταυτόχρονα ένα ηχηρό χαστούκι κόντρα στη διαιώνιση του φόβου και του μίσους. Η ιστορία του είναι μοναδική, και συγχρόνως πανανθρώπινη: στον απόηχο ενός βαθιά τραυματικού, μετασχηματιστικού γεγονότος, οι άνθρωποι, οι τόποι, η ίδια η ζωή ξαναγεννιέται από τις στάχτες της και θριαμβεύει.
Πάντοτε αγαπούσα το ντοκιμαντέρ ως είδος. Έβλεπα και βλέπω πολλές ταινίες, και είμαι επηρεασμένη από τη γλώσσα του κινηματογράφου τεκμηρίωσης. Μάλιστα, αυτό τον καιρό ετοιμάζω την πρώτη μου ταινία κι έχω μεγάλο ενθουσιασμό κι αγωνία. Η εναχόλησή μου με τη σκηνική εκδοχή του ντοκιμαντέρ προέκυψε οργανικά, μάλλον αναπόφευκτα. Όντας εκτεθειμένη στις αρχές και τα εργαλεία της εθνογραφίας μέσα από τις σπουδές μου, είδα να ανοίγεται ένας ζωτικός χώρος για να συναντηθούν και να συνδιαλλαγούν η τέχνη του θεάτρου με την κοινωνική επιστήμη της ανθρωπολογίας. Τόσο σε επίπεδο ηθικής και δεοντολογίας, όσο και μεθοδολογικά. Όπως και στην ανθρωπολογία, που έχει ευτυχώς αποποινικοποιήσει την υποκειμενικότητα, έτσι και στο θέατρο που κάνω ενδιαφέρομαι για την αλήθεια του κάθε προσώπου. Γιατί νομίζω πως το θέατρο έχει μεγαλύτερη δύναμη όταν αναδεικνύει το πολιτικό μέσα από το ανθρώπινο και τις ρωγμές που ανοίγει η υποκειμενική μνήμη κι εμπειρία, παρά όταν υιοθετεί έναν λόγο καταγγελτικό και τετελεσμένο.
Σε πολλές παραστάσεις σας, όπως και σε αυτή, καταπιάνεστε με ευαίσθητα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζετε, ιδιαίτερα όσον αφορά το συναισθηματικό και ηθικό κομμάτι, στη διαπραγμάτευση των θεμάτων σας;Η αναμέτρηση με το πραγματικό ενέχει μεγάλη ευθύνη, πόσο μάλλον όταν καταπιάνεται κανείς με σύγχρονα ζητήματα ή γεγονότα. Με ένα τρόπο, ακουμπάμε στη σκηνή την Ιστορία όσο εκείνη γράφεται ακόμα, όσο οι μνήμες είναι ακόμα νωπές. Στο Belle Equipe, όπως και σε προηγούμενες δουλειές μου, αναμετριέμαι με τους κινδύνους που συνεπάγεται η μεταγραφή ενός βαθιά τραυματικού βιώματος σε καλλιτεχνικό έργο, όταν μάλιστα εμπλέκει τα πραγματικά πρόσωπα στη δημιουργική διαδικασία. Κουβαλά τεράστιο ηθικό και συναισθηματικό βάρος το γεγονός ότι η δουλειά μας έχει προκύψει από ανθρώπους που μας εμπιστεύτηκαν την ιστορία τους, τις σκέψεις και τα βιώματά τους. Παράλληλα δηλαδή με τις δυνατότητες έκφρασης που διανοίγει αυτό το είδος θεάτρου, μας φέρνει αντιμέτωπους με τον άλλο, και τελικά με τον εαυτό μας.
Το θέατρο ντοκιμαντέρ φέρει μια εγγενή ελευθερία ως προς τα εκφραστικά του μέσα, και μια ιδιάζουσα επιτακτικότητα. Κάθε παράσταση πηγάζει από μια ανάγκη να επικοινωνήσουμε, τώρα, όχι αύριο, ζητήματα και γεγονότα που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το θέατρο ντοκιμαντέρ μας δίνει μια σημαντική ευκαιρία να συναντηθούμε με το κοινό και να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας μαζί του, κάνοντάς το συμμέτοχο και όχι απλώς αποδέκτη ενός καλλιτεχνικού γεγονότος. Αφενός, γιατί εμπλέκει στη δημιουργική διαδικασία ανθρώπους που δεν φέρουν καλλιτεχνική ιδιότητα, αλλά συνδέονται άμεσα ή έμμεσα, βιωματικά ή γνωστικά, με το θέμα με το οποίο καταπιάνεται (ανθρώπους που συμμετέχουν στο στάδιο της έρευνας, και που κάποιες φορές φτάνουν και μέχρι τη σκηνή). Κι αφετέρου, γιατί ανοίγει την πόρτα του θεάτρου σε ανθρώπους που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία του θεατρόφιλου κοινού. Έχω μιλήσει με θεατές μετά από παραστάσεις μας, οι οποίοι δεν έχουν ξαναδεί θέατρο στη ζωή τους. Ανθρώπους που ήρθαν επειδή τους αφορά το θέμα, ή επειδή τα ζητήματα που πραγματεύεται η παράσταση τέμνονται με τη βιωμένη εμπειρία τους. Λόγω της φύσης του και των θεμάτων που πραγματεύεται, το θέατρο ντοκιμαντέρ μπορεί να γίνει ένα ουσιαστικά λαϊκό θέατρο.
Σε αυτό το είδος θεάτρου, συνήθως δεν προϋπάρχει κάποιο θεατρικό κείμενο. Όλα ξεκινούν από μια λευκή σελίδα. Κάθε έργο διανύει ένα μεγάλο, απρόβλεπτο ταξίδι μέχρι να φτάσει στη σκηνή. Όλο εκείνο που προηγείται – η έρευνα, οι συναντήσεις και ανταλλαγές με ανθρώπους πέρα από τους καλλιτεχνικούς συνεργάτες, η ζωή που τρέχει παράλληλα με τη δημιουργική διαδικασία – συνεπάγονται τριβή με τον πραγματικό κόσμο – συχνά μακριά από το ‘σπίτι’ – και όχι δημιουργική απομόνωση σε έναν προστατευμένο χώρο εργασίας. Αυτή η καλλιτεχνική διαδρομή που τέμνεται με τη ζωή εκεί έξω είναι μια διαδρομή πολύ προσωπική, βιωματική, γι’ αυτό και δύσκολα μια παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ επαναλαμβάνεται από άλλους συντελεστές, ειδικότερα όταν φέρνει στη σκηνή αυτό που αποκαλώ «βιωματικούς ερμηνευτές», δηλαδή πραγματικά πρόσωπα κι όχι επαγγελματίες ηθοποιούς. Νομίζω πως εδώ εξαντλούνται και οι όποιες διαφορές του σε σχέση με άλλα είδη θεάτρου. Γιατί εκείνο που ακουμπάμε τελικά στη σκηνή, φλερτάρει, κατά τη γνώμη μου, με τη μυθοπλασία. Το γεγονός ότι επιλέγουμε το ερευνητικό υλικό που θα κρατήσουμε, το επαναπλαισιώνουμε και το τοποθετούμε σε μια δραματουργική αλληλουχία που παράγει ένα νέο νόημα, καθιστά το θέατρο ντοκιμαντέρ μυθοπλαστική επιτέλεση.
Πόσο πολιτικό μπορεί να είναι ένα έργο τέχνης; Υπάρχουν όρια; Προσωπικά θα χρησιμοποιούσατε τον όρο «Πολιτική Τέχνη»;Θα ήθελα να πιστεύω πως αναζητούμε την α-λήθεια όχι ως αντικειμενική αξία ή ιδεολογικό θέσφατο αλλά ως επίκληση στη μη λήθη.
Όχι, δεν επικαλούμαι τον όρο «πολιτική τέχνη». Το θέατρο ντοκιμαντέρ είναι εξίσου απότοκο της εποχής του, όπως το θέατρο του Σαίξπηρ, του Μπρεχτ ή το αρχαίο δράμα. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε έργο είναι μια πολιτική χειρονομία. Οι ταμπέλες είναι περιττές και δεν εξυπηρετούν την ουσία της τέχνης, που κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Προσωπικά, πιστεύω πως ένα έργο τέχνης γίνεται – δεν είναι a priori – πολιτικό όταν παύει να απευθύνεται σε ένα μικρό, ευαισθητοποιημένο κοινό που παρακολουθεί τη δουλειά μας και συνήθως συμφωνεί μαζί μας, κι αρχίζει να εκτίθεται σε ανθρώπους διαφορετικής κουλτούρας, νοοτροπίας και ιδεολογίας. Όταν φεύγει από την ασφάλεια της επιβράβευσης και ανοίγεται στο ρίσκο του μη ‘ασφαλούς’ αποδέκτη. Εκείνο που με συν-κινεί είναι η πιθανότητα πως αυτή η μορφή τέχνης μπορεί να έχει επίδραση στην πραγματική ζωή, πως είναι σε θέση να μετακινήσει κάτι. Θα ήθελα να πιστεύω πως αναζητούμε την α-λήθεια όχι ως αντικειμενική αξία ή ιδεολογικό θέσφατο αλλά ως επίκληση στη μη λήθη.
Ποιοι είναι οι στόχοι πίσω από το Διεθνές Δίκτυο Θεάτρου Ντοκιμαντέρ στο οποίο είστε καλλιτεχνική διευθύντρια;Το ΔΔΘΝ γεννήθηκε με την επιθυμία να αποτελέσει ένα δυναμικό πόλο έρευνας, καλλιτεχνικής ανταλλαγής και ανάδειξης του σύγχρονου θεάτρου ντοκιμαντέρ εντός και εκτός συνόρων. Προτεραιότητά μας είναι να ισχυροποιήσουμε τη θέση του στην εγχώρια σκηνή, και ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε γέφυρα επικοινωνίας με τη διεθνή σκηνή, ενισχύοντας την εξωστρέφεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Να καταστήσουμε το ίχνος του προσβάσιμο σε ερευνητές, καλλιτέχνες και κοινό. Να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη νέων δραματουργιών του πραγματικού με ισχυρό κοινωνικοπολιτικό και αισθητικό στίγμα. Είναι πεποίθησή μας πώς το θέατρο ντοκιμαντέρ μπορεί να σηματοδοτήσει ένα βαθιά λαϊκό θέατρο και να επαναπροσδιορίσει την παραδοσιακή έννοια του κοινού ως αποδέκτη, διαρρηγνύοντας τα όρια μεταξύ σκηνής και πλατείας. Έχει έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε το θέατρο ντοκιμαντέρ ως ισότιμη δραματουργική έκφραση, και το ΔΔΘΝ φιλοδοξεί να συμβάλει ουσιαστικά σε αυτή την κατεύθυνση.
Στα δύο χρόνια σχεδόν από τη σύσταση του ποια είναι η εμπειρία και τα συμπεράσματα που αντλήθηκαν;Η θερμή ανταπόκριση που είχε το πρώτο MEETING EVENT (2020) μας επιβεβαίωσε πως η δημιουργία ενός Δικτύου για το Θέατρο Ντοκιμαντέρ είναι πιο αναγκαία από ποτέ, πώς το θέατρο είναι ένας ζωτικός χώρος επικοινωνίας εντός κι εκτός σκηνής, πως το δημιουργικό ταξίδι συμπεριλαμβάνει κι αφορά πολλούς περισσότερους ανθρώπους πέραν της καλλιτεχνικής κοινότητας. Έμπνευση και κινητήρια δύναμη μας στάθηκε η δημιουργική άνθηση νέων δραματουργιών του πραγματικού που συντελείται εδώ και πάνω από μια δεκαετία στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, και το γεγονός πως αυτό το θέατρο αφορά πολλούς περισσότερους ανθρώπους που υπερβαίνουν την κατηγορία του θεατρόφιλου κοινού. Η επόμενη διοργάνωσή μας τον Σεπτέμβριο του 2022 θα εστιάσει σε καλλιτέχνες εκτός Ευρώπης, σε δραματουργίες που ξεκινούν από διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα, επιχειρώντας να δημιουργήσει νέες γέφυρες επικοινωνίας, πολιτισμικής αλληλοκατανόησης και καλλιτεχνικής ανταλλαγής.
Τι προβλέπετε για το μέλλον του Θεάτρου Ντοκιμαντέρ;Δεν τα πάω καλά με τις προβλέψεις. Τα πράγματα, οι άνθρωποι με εκπλήττουν. Αυτό εύχομαι να κάνει και το θέατρο ντοκιμαντέρ. Να συνεχίσει να μας εκπλήττει. Πιστεύω πολύ στις δυνατότητες αυτού του είδους να ανανεώσει τη δραματική φόρμα και τα περιεχόμενά της, κι αυτό γιατί η πρώτη ύλη του, που είναι κάθε φορά διαφορετική και απρόβλεπτη, μοιραία μας οδηγεί σε νέους αφηγηματικούς και παραστατικούς δρόμους. Στο τέλος της ημέρας, καλούμαστε να πούμε άλλη μια ιστορία με όσο πιο ενδιαφέροντα τρόπο μπορούμε.
«Βelle Εquipe»: Μια παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ της Μάρθας Μπουζιούρη βασισμένη στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Grégory Reibenberg.
Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00 | Έως τις 13 Μαρτίου 2022
Διάρκεια: 85 λεπτά
Εισιτήρια: 15 ευρώ – μειωμένο 12 ευρώ
Προπώληση: https://www.ticketservices.gr/event/belle-equipe/
Θέατρο ΕΛΕΡ, Φρυνίχου 10, Αθήνα (Πλάκα) – Τηλ: 211 735 3928 – Ε: [email protected] – www.eler-theater.gr