MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Πάνος Παπαδόπουλος: Δεν έχω δίλημμα. Στο δικό μου μυαλό υπάρχει μόνο η κωμωδία

Για τον Πάνο Παπαδόπουλο προτεραιότητα δεν είναι η αναγνωρισιμότητα· όσο η σκέψη ότι μπορεί να προσφέρει – μέσω της προσωπικής του προσπάθειας – λίγη ανακούφιση, συγκίνηση, χαρά.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 21.02.2022 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τις νεανικές απόπειρες του ίδιου και των συμφοιτητών του στη δραματική σχολή του Εθνικού, που τους έφεραν στο word of mouth της θεατρικής Αθήνας. Στα 28 του ακόμα, ο Πάνος Παπαδόπουλος, καταλαμβάνεται από την ίδια φρεσκάδα και φόρα έχοντας, πια, φωτίσει τα προσωπικά του εργαλεία: Την σπάνια ποιότητα του στην κωμωδία που καταφέρνει να περνάει από το σουρεαλιστικό, το υπερεαλιστικό και να κορυφώνεται στο παράλογο. «Το παράλογο είναι κάτι σαν λογικό που χάνει την ψυχραιμία του», όπως του αρέσει να λέει, σε μια προσπάθεια ερμηνείας του.

Ψηλός, ισχνός, με την φιγούρα σχεδόν ενός νεογέννητου δανδή και συνάμα με μια έμφυτη ευγένεια που λαμποκοπάει, είναι ευδιάκριτος μέσα σε μικρότερες ή μεγαλύτερες παραστάσεις συνόλου.

Αυτή τη φορά δοκιμάζει να ζυγίσει τις δικές του δυνάμεις. Να υποδυθεί την δεσποινίδα Μαργαρίτα του Ατάιντε, σχετικώς πειραγμένη από τον ίδιο και το σκηνοθέτη του, Γιώργο Παπαγεωργίου. Στην παράσταση τους, που ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, «το πρόσωπο αποκτά μια διάσταση τερατική. Παίρνει ένα άλλο ειδικό μέγεθος, υπερβαίνει τις συμβάσεις. Κι αυτό διαστέλλει τα συναισθήματα, κάνει το πρόσωπο ακόμα πιο τραγικό, πιο κωμικό, ακόμα περισσότερο σαν να μην χωράει πουθενά» εξηγεί.

Η «Μαργαρίτα» είναι μια προσωπική επιλογή του Πάνου Παπαδόπουλου, για ένα θέατρο που έρχεται πιο κοντά στα δικά του αιτήματα. Ο επόμενος σταθμός του, πάλι, ο «Φρανκεστάιν» στην Στέγη προς τα τέλη της Άνοιξης, θα είναι η επιβεβαίωση του τσιτάτου του Κοέλιο πως το σύμπαν ακούει τις επιθυμίες μας. Κι αυτό γιατί θα συνεργαστεί για πρώτη φορά με τη Λένα Κιτσοπούλου, νιώθοντας εδώ και χρόνια πως καταλαβαίνει και θαυμάζει τον τρόπο της.

Μιλώντας με τον Πάνο Παπαδόπουλο, τα περισσότερα μοιάζουν μ’ ένα ανάλαφρο «χοπ». Σαν να τον βλέπεις μπροστά σου να πηδάει από το ένα πολύχρωμο βαρέλι στο άλλο, στην αυλή της «Γαλιάντρας». Εκεί όπου συναντηθήκαμε.

Τί σκέφτεσαι Πάνο Παπαδόπουλε; Για τον ηθοποιό έρχονται δύο σημαντικές συναντήσεις: Η πρώτη με τον Γιώργο Παπαγεωργίου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και η δεύτερη με τη Λένα Κιτσοπούλου στη Στέγη.

Αληθεύει πως το πρώτο πράγμα που έκανες πριν γίνεις ηθοποιός ήταν μια ταινία μικρού μήκους;

Το θέατρο έτυχε να μου φερθεί με καλοσύνη κι αυτό με πήγαινε από τη μια δουλειά στην άλλη. Δεν μπόρεσα να κάνω σινεμά, όπως ήθελα. Κι έτσι αποφάσισα να δημιουργήσω προϋποθέσεις για να κάνω πράγματα μιας δικής μου αισθητικής. Άρχισα λοιπόν να γράφω για να εμπλακώ με το σινεμά. Ήταν περισσότερο μια προσπάθεια να υπάρξει ένα αρχείο για να ανατρέξει κάποιος σε μένα· σαν να τοποθετείς ένα γράμμα μέσα σε μπουκάλι και το ρίχνεις στη θάλασσα. Αυτή η επιθυμία είχε ξεκινήσει από τη σχολή, κιόλας, με μια ταινία μικρού μήκους (όπου ένα αγόρι ακολουθεί ένα κορίτσι και δεν το γνωρίζει ποτέ). Διέθεσα γι’ αυτό κάποιες οικονομίες του παππού μου, αλλά δεν μπόρεσα να αξιοποιήσω την ευκαιρία.

Παρόλα αυτά, είναι ένα υλικό που μένει, είναι το μόνο που πιστοποιεί πως υπήρξε μια προσπάθεια. Αναζητώ πολύ αυτήν την ασφάλεια, είναι κάτι που (μέσα στην τρέλα σου) μπορείς να πάρεις αγκαλιά και να κοιμηθείς μαζί του.

Οι συνεργασίες με ανθρώπους που με ξέρουν και με αγαπούν ήταν εξαιρετικά βοηθητικές. Βλέπεις, έχω μια τρομερή αναπηρία: Θέλω να με αγαπούν μέχρι και οι καρέκλες!

Τι θυμάσαι από το 18χρονο αγόρι που διέθετε τις οικονομίες του παππού του στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης;

Τα παιδιά της γενιάς μου με βοήθησαν να πάρω ένα δρόμο: Να μην περιμένουμε κάποιον να μας προσλάβει στη δουλειά αλλά να δημιουργήσουμε εμείς μια συνθήκη. Κι έτσι, ήμουν κάπως ήσυχος πως, ακόμα και να μην έρθουν πράγματα που θα μου αρέσουν, θα τα δημιουργήσω εγώ για μένα. Επίσης, είχα μια γενικότερη αίσθηση ελπίδας: Ότι θα κάνω κάτι που μπορεί κάποιους να συγκινήσει, κάποιους να αφορά.

Ανατράπηκε αυτή η ελπίδα στην πορεία των πραγμάτων;

Ας πούμε ότι μετριάστηκε. Αλλά όχι, δεν ανατράπηκε. Γιατί υπάρχουν κι εκείνοι οι άνθρωποι που έρχονται και σου λένε κάτι απρόσμενα γενναιόδωρο· έστω μια καλή κουβέντα. Κι αυτό, σχεδόν, με ακινητοποιεί αφού σε μια εποχή όπου όλα κινούνται τόσο γρήγορα, κάποιος τολμάει να κάνει αυτό το πλησίασμα.

Για το ξεκίνημα του, λέει: «Τα παιδιά της γενιάς μου με βοήθησαν να πάρω ένα δρόμο: Να μην περιμένουμε κάποιον να μας προσλάβει στη δουλειά αλλά να δημιουργήσουμε εμείς μια συνθήκη. Κι έτσι, ήμουν κάπως ήσυχος πως, ακόμα και να μην έρθουν πράγματα που θα μου αρέσουν, θα τα δημιουργήσω εγώ για μένα».

Στηρίχτηκες, λοιπόν, σταθερά στις δυνάμεις σου και σε συνεργασίες με παιδιά της γενιάς σου για να προχωρήσεις. Ήταν δύσκολος ο δρόμος;

Οι συνεργασίες με ανθρώπους που με ξέρουν και με αγαπούν ήταν εξαιρετικά βοηθητικές. Βλέπεις, έχω μια τρομερή αναπηρία: Θέλω να με αγαπούν μέχρι και οι καρέκλες! Πρέπει να το ψάξω, γιατί υποφέρω από αυτό. Δουλεύοντας, επομένως, με ανθρώπους όπου αισθάνομαι καλά, είχα μια ειδική χαρά να κάνω το καλύτερο δυνατό πρωτίστως γι’ αυτούς. Να κάνω χαρούμενους εκείνους που με εμπιστεύονται.

Άρα, δεν σε απασχολεί μόνο να είσαι καλός. Θέλεις να είσαι και αγαπητός. Αυτό μεταφράζεται και σε μια ανάγκη αναγνωρισιμότητας;

Δεν με ενδιαφέρει τόσο να με αναγνωρίζουν, όσο η σκέψη ότι μπορείς να προσφέρεις – μέσω της προσωπικής σου προσπάθειας – λίγη ανακούφιση, λίγη συγκίνηση, λίγη χαρά. Η ματιά του άλλου μας κάνει ξεχωριστούς. Θέλω να με αγαπούν, αλλά όχι χωρίς να προσφέρω κάτι.

Η γενιά μου οφείλει πολλά στην Κιτσοπούλου, γιατί ρίσκαρε έναν τρόπο επικοινωνίας που δεν ήταν καθόλου αυτονόητο στο αν θα γίνει αποδεκτός. Έβαλε πλάτη για όλους τους υπόλοιπους που θέλουν να φύγουν από την συνηθισμένη ανάγνωση

Άλλαξε ο τρόπος που σχετιζόσουν με το θέατρο, όταν μπήκες πιο συστηματικά στην επαγγελματική ροή των πραγμάτων – όπου πιθανόν δεν υπήρξε το κουκούλι ασφαλείας των φίλων;

Όχι, γιατί πλέον έχω καλύτερο πάτημα και νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια για τον εαυτό μου. Εκείνο, πάντως, που δεν αλλάζει είναι ότι αναζητώ τις επαφές με αγαπημένα πρόσωπα, μετά από μια μεγαλύτερης κλίμακας δουλειά. Τουλάχιστον, μία φορά το χρόνο θέλω να υπάρχει κάτι το οποίο έχω διαλέξει ή είναι ένα προσωπικό στοίχημα για μένα.

Η «Μαργαρίτα» είναι μια τέτοια περίπτωση;

Ναι. Θυμάμαι, είχα δει την παράσταση της Κιτσοπούλου, τους «Τυρρανόσαυρους» στην Πειραματική του Εθνικού, εκεί όπου ο Γιάννης Κότσιφας υποδυόταν μια δασκάλα και είχα ενθουσιαστεί. Τότε σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κάνω το «Δεσποινίς Μαργαρίτα» με έναν τέτοιον τρόπο. Μιλώντας, λοιπόν, με τον Γιώργο (Παπαγεωργίου) στη διάρκεια της καραντίνας, καταλήξαμε πως θέλαμε να το δουλέψουμε παρέα.

«Θέλω να με αγαπούν, αλλά όχι χωρίς να προσφέρω κάτι» διευκρινίζει ο Πάνος Παπαδόπουλος.

Μετά την «Μαργαρίτα» θα συνεργαστείς με την Λένα Κιτσοπούλου για τον «Φρανκεστάιν» στη Στέγη. Μια επιθυμία γίνεται πραγματικότητα;

Πιστεύω πως καλούμε αυτά που θέλουμε, συμβαίνουν πράγματα που χρειαζόμαστε. Από τη σχολή, ήδη, ένιωθα μια συγγένεια μαζί της, χωρίς να την γνωρίζω ιδιαίτερα. Και πρέπει να πω, ότι η γενιά μου οφείλει πολλά στην Κιτσοπούλου, γιατί ρίσκαρε έναν τρόπο επικοινωνίας που δεν ήταν καθόλου αυτονόητο στο αν θα γίνει αποδεκτός. Έβαλε πλάτη για όλους τους υπόλοιπους που θέλουν να φύγουν από την συνηθισμένη ανάγνωση. Είναι μια δημιουργός που έχει αποκτήσει το αποτύπωμα της.

Καταλαβαίνω πως δεν αγαπάς τις αναμενόμενες αναγνώσεις.

Ακριβώς. Θα ήθελα, ας πούμε, να δω το Ρομπέρτο Μπενίνι και τη γυναίκα του να παίζουν «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» – κι όχι ένα όμορφο αγόρι με ένα όμορφο κορίτσι. Και να γκρεμίζεται το μπαλκόνι της Ιουλιέττας, αλλά να σώζεται πέφτοντας στην αγκαλιά του Ρωμαίου. Μου φαίνεται πολύ πιο τρυφερό.

Θα ήθελα όταν έχω την ανάγκη να υποστηρίξω τη μοναδικότητα μου να μπορώ να το κάνω. Είναι ωραίο να διαμορφώνεις μια σκηνική προσωπικότητα, έχει έναν κόπο

Θέλεις να δημιουργήσεις το δικό σου αποτύπωμα;

Δεν θέλω κατ’ ανάγκη να δημιουργήσω κάτι προκειμένου να μιλούν γι’ αυτό. Εγώ είμαι, απλώς, ένας ενδιάμεσος που λέω μια ιστορία. Θα ήθελα, όμως, όταν έχω την ανάγκη να υποστηρίξω τη μοναδικότητα μου να μπορώ να το κάνω. Είναι ωραίο να διαμορφώνεις μια σκηνική προσωπικότητα, έχει έναν κόπο.

Η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» είναι ένα έργο που πρωτοέπαιξε και η Έλλη Λαμπέτη. Σκέφτεσαι τέτοιες αναλογίες;

Έχουμε επέμβει αρκετά και αυτοσχεδιαστικά μέσα στο κείμενο. Συνεπώς, δεν θα το ανεβάσουμε με τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, σκέφτομαι πως δεν υπάρχουν κορυφαίοι ηθοποιοί αλλά σκηνικές προσωπικότητες που, κάθε φορά, μπορούν να σηκώσουν το βάρος των ρόλων. Μου φαίνεται πολύ ωραίο να σκέφτομαι ποιοι έπαιξαν αυτόν τον ρόλο, ο καθένας με έναν προσωπικό τρόπο, και πως γράφεται μια ιστορία μέσα από ηθοποιούς. Μέσα από αυτό, φέρουμε κάπως φαντασιακά ή και γονιδιακά την Μαργαρίτα όπως μας την πρωτοσύστησε η Έλλη Λαμπέτη.

Γράφει γιατί όπως λέει «πλέον έχω τη λαχτάρα να υποστηρίζω την όποια μοναδικότητα μου. Να μην της πηγαίνω κόντρα».

Πώς στέκεσαι απέναντι στη δυσκολία του μονολόγου;

Με ταρακούνησε λίγο. Δεν ξέρω το είδος, δεν έχω εμπειρία. Αλλά ευτυχώς έχουμε το Γιάννη και Μιχάλη Λατουσάκη, τους μουσικούς μας, με τους οποίους υπάρχει μια διαδραστικότητα – οπότε δεν νιώθω ποτέ μόνος. Μου μοιάζει εφιαλτικό για τον ηθοποιό να νιώσει μόνος, διαφορετικά θα πρέπει να επινοήσει μια επικοινωνία με το κοινό. Φυσικά, έχει ήδη βοηθήσει και η σχέση με το Γιώργο, αυτή η γενικότερη αίσθηση της συμμορίας… Πάντα όταν νιώθω χαμένος βουλιάζω στα μάτια του διπλανού για να πάρω μια ώθηση και να ξαναρχίσω.

Πάντα όταν νιώθω χαμένος βουλιάζω στα μάτια του διπλανού για να πάρω μια ώθηση και να ξαναρχίσω

Γράφεις σενάρια για το σινεμά, έχεις μια διάθεση για να πειράζεις τη δραματουργία των έργων. Όλα αυτά δείχνουν έναν άνθρωπο που έχει μια πιο ενεργή και σφαιρική σχέση με την τέχνη του. Μήπως αρχίζει να δομείται και κάτι άλλο πλάϊ στον ερμηνευτή;

Η ανάγκη της γραφής προέκυπτε, σε κάποιες περιπτώσεις ήταν γόνιμη ως διαδικασία και πλέον έχω τη λαχτάρα να υποστηρίζω την όποια μοναδικότητα μου. Να μην της πηγαίνω κόντρα. Αφού, λοιπόν, το είχα ανάγκη και άλλοτε ήταν χρήσιμο γιατί να το λογοκρίνω; Τα κείμενα για μένα αποτελούν την αφορμή μιας συνάντησης και τον λόγο για να την κάνουμε πιο προσωπική.

Ηθοποιός σημαίνει παρατηρητής. «Καμιά φορά, κοιτάζω τα παράθυρα των σπιτιών και φαντάζομαι τη ζωή που κάνουν άνθρωποι άγνωστοι σε μένα. Νιώθω πως έχουμε μερίδιο ευθύνης για ανθρώπους που αφέθηκαν μόνοι, να εκπέσουν».

Που στρέφεται η ανάγνωση σας με το Γιώργο Παπαγεωργίου στη «Μαργαρίτα»;

Νιώθω, περιέργως, σαν να προχωράμε την σκέψη μας μετά τη συνεργασία μας με τον «Επιθεωρητή». Μας κινητοποιεί και πάλι ένα πρόσωπο που δεν έχει αγαπηθεί, δεν έχει δεχθεί χάδι και καλοσύνη. Είναι μια ηρωίδα που μου θυμίζει τον στίχο του Παλαμά: «Άφησα ένα πλατύ ποτάμι να περάσει μέσα από τα χέρια μου χωρίς να πιώ ούτε μια στάλα». Αυτή η γυναίκα έχει επιτρέψει να συμμορφωθεί σε εντολές και να περάσει η ζωή της χωρίς να βιώσει τις χαρές της. Κι αυτό από τη μια, την αναγκάζει να υπερασπιστεί την επιλογή της και το σύστημα που την έχει δημιουργήσει κι από την άλλη, θυμώνει που, σε αντίθεση με τα παιδιά, δεν μπορεί ν’ αλλάξει κάτι.

Είναι η μοναξιά αυτών των ανθρώπων που προσπερνάμε· άνθρωποι με ιδιαιτερότητες συναισθηματικές που μπορεί να τους κάνουν να μοιάζουν και κωμικοί. Καμιά φορά, ξέρεις, κοιτάζω τα παράθυρα των σπιτιών και φαντάζομαι τη ζωή που κάνουν άνθρωποι άγνωστοι σε μένα. Νιώθω πως έχουμε μερίδιο ευθύνης για ανθρώπους που αφέθηκαν μόνοι, να εκπέσουν.

Ερμηνεύοντας ένα σύμβολο εξουσίας – συχνά μέσα στη γελοιότητα του – σε προβληματίζεται πώς στέκεσαι απέναντι στον αυταρχισμό;

Δεν μπορώ να συνδεθώ με αυτό το σύστημα, κι ούτε ποτέ θέλησα να αποκτήσω κάποιου είδους εξουσία. Σε μια πιο ποιητική ανάγνωση, το μόνο που θα ήθελα είναι να έχω τη δύναμη να μην χάνω την αγάπη των ανθρώπων που με ενδιαφέρουν. Κι επίσης να έχω τη δύναμη να αποφασίζω για τον εαυτό μου – χωρίς να πλήττω τα δικαιώματα των άλλων. Μέχρι εκεί.

Το μόνο που θα ήθελα είναι να έχω τη δύναμη να μην χάνω την αγάπη των ανθρώπων που με ενδιαφέρουν. Κι επίσης να έχω τη δύναμη να αποφασίζω για τον εαυτό μου – χωρίς να πλήττω τα δικαιώματα των άλλων

Έχεις πέσει θύμα της εξουσίας σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα;

Έχω ανατρέξει πολύ σε αυτή τη σκέψη αλλά όχι, δεν μπορώ να πω ότι μου έχει τύχει κάτι σοβαρό. Στην σχολή υπήρξαν φορές που οι δάσκαλοι μου με επέπλητταν πολύ αφού διαρκώς έκανα τον κλόουν. Τότε μπορεί να πληγώθηκα κάπως. Αργότερα, κατάλαβα πως είναι κι αυτό είναι μέσα στη διαδικασία.

Για τις μεγαλύτερες γενιές ο Πάνος Παπαδόπουλος σημειώνει: «Έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία με τις μεγαλύτερες γενιές. Δεν είμαι καθόλου σε κόντρα μαζί τους. Μπορεί, σε κάποιους, η αποδόμηση των μεγαλύτερων γενεών να φανεί χρήσιμη για να πάνε παρακάτω. Πάντως, εγώ αντιμετωπίζω τους μεγαλύτερους ανθρώπους ως μια καλή σχέση με τις ρίζες μου».

Σε προηγούμενη συνέντευξη μας, είχες αναφερθεί στη θετική επίδραση που είχαν σε σένα δύο δάσκαλοι, χωρίς να τους ονοματίζεις.

Γενικά, έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία με τις μεγαλύτερες γενιές. Δεν είμαι καθόλου σε κόντρα μαζί τους. Μπορεί, σε κάποιους, η αποδόμηση των μεγαλύτερων γενεών να φανεί χρήσιμη για να πάνε παρακάτω. Πάντως, εγώ αντιμετωπίζω τους μεγαλύτερους ανθρώπους ως μια καλή σχέση με τις ρίζες μου. Οπότε, κάθε φορά που θυμάμαι δασκάλους, είναι γιατί έχω κρατήσει κάτι από αυτούς. Οι συγκεκριμένοι δύο δάσκαλοι τώρα, με έφεραν πιο κοντά στη γνωριμία με τον εαυτό μου και σε αυτό που ήθελα να κάνω στο θέατρο.

Η μία εκ των δύο, είναι η Σοφία Φιλιππίδου, η οποία με επηρέασε καλλιτεχνικά αλλά και πάνω στη ζωή. Έχει μια προστατευτικότητα απέναντι στη νέα γενιά, δεν κοιτάζει μόνο να σου μιλήσει για τη γοητεία του πράγματος, αλλά και για την αλήθεια του. Η Σοφία με προστάτευσε από πολλές κακοτοπιές, έχω ευγνωμοσύνη σ’ εκείνη.

Δάσκαλος σου ήταν και ο Δημήτρης Λιγνάδης. Πώς βίωσες την όλη εξέλιξη;

Πληγώθηκα πολύ. Παρόλα αυτά, η ερώτηση για την προσωπική ερμηνεία του καθενός προς έναν άνθρωπο που κατηγορείται για κακοποίηση θέτει τον σπόρο της αμφιβολίας. Πιστεύω πως μια τέτοια ερώτηση είναι επικίνδυνη αφού μοιάζει σαν να μην λαμβάνουμε υπόψη τα θύματα. Συντάσσομαι με τα θύματα και δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάποιοι δεν το κάνουν. Το θεωρώ αυτονόητο.

Πρέπει να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους που έχουν υπομείνει αδικίες να μιλήσουν γι’ αυτές. Επομένως, δεν θα σταθώ καν στο συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά στην ανάγκη μιας καθαρής διαδικασίας, όπου κάθε θύμα χρειάζεται να νιώσει δυνατό και να μιλήσει.

Η Σοφία Φιλιππίδου, με επηρέασε καλλιτεχνικά αλλά και πάνω στη ζωή. Έχει μια προστατευτικότητα απέναντι στη νέα γενιά, δεν κοιτάζει μόνο να σου μιλήσει για τη γοητεία του πράγματος, αλλά και για την αλήθεια του

Είπες νωρίτερα πως οι δάσκαλοι σου σε καλούσαν να απομακρυνθείς από το κωμικό στοιχείο. Κοιτάζοντας τις επιλογές σου, αποδεικνύεται, όμως, ένα προσωπικό αίτημα.

Σίγουρα βλέπω τα πράγματα πιο ανάλαφρα. Στο δικό μου μυαλό υπάρχει μόνο κωμωδία. Δεν έχω το δίλημμα κωμωδία vs τραγωδία. Η κωμωδία μοιάζει με το πρώτο ποτό που σε χαλαρώνει απέναντι στην πραγματικότητα. Ξεκλειδώνεις, ανοίγεσαι, εμπιστεύεσαι. Επιπλέον, επειδή το θέατρο είναι μια ψυχοφθόρα δουλειά – κάποιος θα σκεφτεί ότι οι ηθοποιοί δεν είναι στα καλά τους που κάθε βράδυ φοράνε ρούχα που δεν είναι δικά τους και λένε λόγια που δεν είναι δικά τους – θέλεις να χαίρεσαι κι εσύ. Όταν ρωτήθηκε ένας πολύ διακεκριμένος ηθοποιός πότε αισθάνεται σημαντικός εκείνος απάντησε «όταν είπα εκείνη την ατάκα κι έκανα τους άλλους να γελάσουν».

Αισθάνεσαι σημαντικός – στο μερίδιο που σου αναλογεί – όταν κάνεις τους άλλους να γελούν;

Ναι. Γενικά στο θέατρο νιώθω ότι αναπνέω καλύτερα, από ότι νιώθω στη ζωή μου. Στην ζωή μου πιστεύω ότι είμαι σε μια διαρκή διαδικασία να μεγαλώσω. Κάποια στιγμή θα πάρω δίπλωμα, κάποια στιγμή θα βάλω πλυντήριο… Όλα μπαίνουν σε διαρκή αναβολή. Στο θέατρο νιώθω σε μεγαλύτερη αρμονία με τον εαυτό μου και με αυτό που θα ήθελα να είμαι. Βρίσκομαι σε μεγαλύτερη αρμονία με αυτό που νιώθω.

«Δεν αφήνω εύκολα τα πράγματα, αν αισθανθώ ότι δεν έχω ακολουθήσει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου» ομολογεί ο Πάνος Παπαδόπουλος.

Τι σε κάνει να ασφυκτιάς στη ζωή;

Οι ανθρώπινες σχέσεις που έχουν γίνει πολύ δύσκολες. Η ευκολία της εικόνας και η ταχύτητα των πραγμάτων μας έχει οδηγήσει στην ατροφία των συναισθηματικών μας μυών. Έχουμε ένα φόβο απόρριψης για τα πάντα. Ένα φόβο που έχω κι εγώ. Φοβάσαι να πεις «σ’ αγαπώ» – λες και θα τον πεις στον τοίχο και θα σου γυρίσει πίσω. Κι αυτό μας έχει απομακρύνει πάρα πολύ, δεν θέλουμε να επικοινωνήσουμε. Όταν έρχονται τα δύσκολα, κάνουμε ένα βήμα πίσω, ενώ είναι πολύ πιο γοητευτικό να κάνεις δύο βήματα μπροστά. Όπως έλεγε κάποτε μια γιαγιά, «όταν χαλούσε κάτι, εμείς το φτιάχναμε. Εσείς το πετάτε».

Μου φαίνεται πολύ τρομακτικό, λοιπόν, ότι είμαστε προϊόντα που καταναλώνονται. Κι έτσι επιδιώκω να δουλεύω τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους και να κρατώ ενεργό αυτό που έχουμε δημιουργήσει.

Σπας τα μούτρα σου, ρισκάρεις στην επικοινωνία;

Το προσπαθώ σε όλους τους τομείς. Δεν αφήνω εύκολα τα πράγματα, αν αισθανθώ ότι δεν έχω ακολουθήσει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Κι επίσης, θέλω οι άνθρωποι που με αγαπούν να με θυμούνται. Έχω ένα σύνδρομο υστεροφημίας. Θέλω να αφήνω τους ανθρώπους με μια γλυκιά ανάμνηση.

Έχουμε ένα φόβο απόρριψης για τα πάντα. Ένα φόβο που έχω κι εγώ. Φοβάσαι να πεις «σ’ αγαπώ» – λες και θα τον πεις στον τοίχο και θα σου γυρίσει πίσω

Δίνεις την εντύπωση πως φέρεις το ήθος μιας άλλης εποχής. Πώς το ακούς αυτό;

Το αντιλαμβάνομαι με χαρά, αλλά έχω πρόβλημα σε πρακτικά ζητήματα, στην καθημερινότητα της ζωής. Από το πως θα πάρω τσίχλες στο περίπτερο μέχρι το να βάλω πλυντήριο. Το θέατρο με έσωσε σε αυτό, κάπως νομιμοποιεί την ραστώνη μου.

Που είσαι τολμηρός;

Στη δουλειά. Εκεί μπορώ να αρθρώσω καλύτερα ένα λόγο.

Είναι ρομαντικός και το εξηγεί: «Δεν είναι προνόμιο να κάνεις μια τρέλα από έρωτα. Άσε που το μυαλό μου είναι τελείως Disney: Φαντάζομαι αγάπες και πτήσεις με μαγικά χαλιά. Μου φαίνεται πολύ βαρετό να στείλεις απλώς ένα μήνυμα».

Και στη διεκδίκηση της επιθυμίας;

Μπορώ κι εκεί. Αλλά δεν είναι προνόμιο να κάνεις μια τρέλα από έρωτα. Άσε που το μυαλό μου είναι τελείως Disney: Φαντάζομαι αγάπες και πτήσεις με μαγικά χαλιά. Είμαι ρομαντικός. Μου φαίνεται πολύ βαρετό να στείλεις απλώς ένα μήνυμα.

Στο θέατρο νιώθω σε μεγαλύτερη αρμονία με τον εαυτό μου και με αυτό που θα ήθελα να είμαι

Όλα αυτά τα κληρονόμησες από τους δικούς σου;

Ο παππούς μου ήταν ένας άνθρωπος πολύ ευγενής. Κάθε φορά που κατέβαινα στο σπίτι για να με πάει στο video club, απλώς γελούσε και ντυνόταν. Είχε μια τρομερή ευαισθησία, ήταν υπερδραστήριος, κολυμπούσε μέχρι τα 92 του. Με συγκίνησε που έμεινε με τη γιαγιά μου μέχρι τέλους. Με έκανε να θαυμάζω πολύ την υπομονή και την επιμονή που έχουν οι άνθρωποι για να είναι μαζί. Όταν, πια αρρώστησε και έμπαινε στο νοσοκομείο, θυμάμαι να τον σφίγγω πολύ. Όμως, αυτή η αγκαλιά εξαφανίστηκε.

Όπως λέει και ο Αργύρης Χιόνης «ανάμεσα στο δέρμα μου και στη σάρκα σου, όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ τρυπώνει πάντα ο χρόνος». Είμαι, όπως καταλαβαίνεις, σε ένα διαρκή τσακωμό με την παραδοχή ότι τα πιο πολλά στη ζωή δεν μπορούμε να τα πάρουμε αγκαλιά και να κοιμηθούμε μαζί τους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΟι παραστάσεις που περιμένουμε τη νέα χρονιά12.09.2018

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

O Πάνος Παπαδόπουλος πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Μπαίνει η δεσποινίς Μαργαρίτα» που ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

Συγγραφέας: Ρομπέρτο Ατάιντε
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Διασκευή: Πάνος Παπαδόπουλος, Γιώργος Παπαγεωργίου
Μουσική: Γιάννης Λατουσάκης, Μιχάλης Λατουσάκης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Προπώληση
Ευχαριστούμε πολύ τη «Γαλιάντρα» (Γιατράκου 4, πλατεία Αυδή, Μεταξουργείο) για την φιλοξενία της φωτογράφισης.
Περισσότερα από Πρόσωπα