“Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές”: Το πάντα επίκαιρο “Φως που Καίει” του Κώστα Βάρναλη
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο ποιητής και λογοτέχνης Κώστας Βάρναλης κι εμείς θυμόμαστε μία από τις σημαντικότερες ποιητικές συλλογές του, το πάντα επίκαιρο “Φως που Καίει”.
Σαν σήμερα, στις 26 Φεβρουαρίου το 1884, γεννήθηκε ο Κώστας Βάρναλης. Δημοσιογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής, ο Βάρναλης ήταν σίγουρα πολυπράγμων, έμεινε όμως στην συνείδηση μας ως ποιητής και μάλιστα ως “ο ποιητής της εργατιάς και του λαού”.
Με τους στίχους του αποτύπωσε την ελληνική κοινωνία, άλλοτε σατιρικά και άλλοτε όχι, πάντοτε όμως με γνώμονα τις εμπειρίες και το συμφέρον του λαού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ποιητική του συλλογή, με τίτλο “Το Φως που Καίει”, που σηματοδότησε την ποιητική του στροφή σε πιο επαναστατικούς στίχους.
Μία σύντομη αναδρομή στη ζωή και το έργο του ποιητήΣτις 26 Φεβρουαρίου το 1884, γεννιέται ο Κώστας Βάρναλης στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας. Εκεί θα βιώσει από πρώτο χέρι τις επιπτώσεις του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897.
Το 1898 τελειώνει το ελληνικό σχολείο με άριστα και στη συνέχεια σπουδάζει φιλολογία στην Αθήνα με υποτροφία από την Ελληνική Κοινότητα της Βάρνας. Στην Αθήνα θα πάρει μέρος στη διαμάχη του γλωσσικού ζητήματος και θα ταχθεί υπέρ των δημοτικιστών.
Το 1905 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Κηρήθρες», και το 1907 συμβάλλει στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού “Ηγησώ”, γεμάτος φιλοδοξίες για την ανανέωση της ελληνικής ποίησης.
Το 1910 αρχίζει να μεταφράζει με επιτυχία λογοτεχνικά αριστουργήματα, ενώ μετά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο θα φοιτήσει στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού.
Το 1919 συνεχίζει τις σπουδές του με υποτροφία, αυτή τη φορά στο Παρίσι, και εκεί παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε είναι που ο ποιητής θα αναπτύξει ταξική και ιδεολογική συνείδηση, διαβάζοντας για τον μαρξισμό, αλλάζοντας για πάντα την ποίηση του. Μερικά ποιήματα που σηματοδοτούν αυτή την στροφή του Βάρναλη είναι ο “Προσκυνητής”, “Το φως που καίει” κ.α.
Το 1935 παίρνει μέρος ως ο Έλληνας αντιπρόσωπος στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, με αποτέλεσμα να εξοριστεί στη Λέσβο και στον Άγιο Ευστράτιο. Στην κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο).
Tο 1956 αναγνωρίζεται από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1959 θα τιμηθεί με βραβείο Λένιν.
Το πάντα επίκαιρο “Φως που Καίει”Ο Κώστας Βάρναλης έγραψε το “Φως που Καίει” το καλοκαίρι του 1921 στην Αίγινα, ενώ η ποιητική συλλογή εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα από το περιοδικό “Γράμματα”, στην Αλεξάνδρεια. Ο ποιητής χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Σήμερα, θεωρείται ένα από τα πρώτα έργα της αγωνιστικής λογοτεχνίας της Αριστεράς.
Ο ίδιος ο Βάρναλης είχε πει για το έργο του: «Το Φως που Kαίει το έγραψα στην Αίγινα το καλοκαίρι του 1921. Όμως το διάγραμμα του έργου, την κατανομή του σε τρία μέρη, τα πρόσωπα του διαλόγου και των διαφόρων λυρικών κομματιών τα είχα συλλάβει όταν ακόμη ήμουνα στο Παρίσι. Εκεί μάλιστα έγραψα και τις πρώτες στροφές από το ‘Τραγούδι των Ωκεανίδων’. Το έργο μου αυτό τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια από το Στέφανο Πάργα με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας στην αρχή του 1923. Ήτανε για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού».
Όπως οι περισσότερες συλλογές του, έτσι και αυτή χαρακτηρίστηκε από τον αιχμηρό σαρκασμό και την ειρωνεία που συνήθιζε να χρησιμοποιεί ο ποιητής για να “καθοδηγεί” τον λαό στον δρόμο της επανάστασης και της κοινωνικής αλλαγής.
Στην αρχική μορφή του, το “Φως που Καίει” αποτελείται από 5 μέρη: τον Πρόλογο, το Πρώτο Μέρος με τίτλο “O μονόλογος του Mώμου” (όπου ο αρχαίος θεός Μώμος συνομιλεί με τον Προμηθέα και τον Ιησού), το Δεύτερο Μέρος, με τίτλο “Iντερμέδιο”, το Τρίτο Μέρος, με τίτλο “Aριστέα και Mαϊμού” και τον επίλογο, με τίτλο “O Oδηγητής” και το “Tραγούδι του λαού”.
Η ποιητική συλλογή που μας χάρισε τους πιο διαχρονικούς στίχους του ποιητή“Δεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχή. Οι λαοί πιστεύουν πιότερο τ’ αυτιά τους, παρά τα μάτια τους. Πιότερο το μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασία τους από τη κρίση τους…”
“…Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές. Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών…”
Ιντερμέδιο/Ο Χορός των Ωκεανίδων:“…Tα χρυσά μου μαλλιά στα νερά τα ξαπλώνω, τα μαλλιά μου στα χέρια ψηλά τα σηκώνω, δίχως βάρος μετάξι λεπτό, την πληγή σου αν μπορούσαν να φτάνανε λίγο, θα δενόμουνα γύρα, ποτές να μη φύγω, τον καημό της εγώ να βαστώ κι όντα σκούζουν βοριάδες αγρίμια, να σου σκέπουν τη γύμνια.”
“…Tην εφτυχιά τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό, τη λεφτεριά, στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό…”
Αριστέα και Μαϊμού:“Η Πολιτεία των αφεντάδων, το Δίκιο των αδικητάδων! Έχω τον πόλεμο θεμέλιο και δύναμή μου την κλεψά. Έχω το ψέμα για βαγγέλιο κι όποιος το πίνει πιο διψά. Ανήξερο κι αθώο, πριχού ν’ ανοίξεις, μάτι του φτωχού, ξέρω το φως σου να το πάρω κι είτε πονάς είτε πεινάς, σε κάνω και με προσκυνάς σωτήρα εμένα και το Χάρο.”
«Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης ο πλαστουργός της νιας ζωής. Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής».