Όλα ξεκινούν από μια… λάθος διάρρηξη. Ο Βλάσης Κουρούπας, ένας ταξιτζής από τις Κουκουβάουνες, μπερδεύει τους ορόφους και μπαίνει στο σπίτι του πάμπλουτου μουσικοσυνθέτη Διονύσιου Αβέρωφ με σκοπό να κλέψει. Τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο όταν κάνει την εμφάνισή του ο συνεργός του, ο Μήτσος.
Είναι η μοίρα, είναι οι θεοί- και τα δύο ή τίποτα από αυτά- που συνωμότησαν για να φέρουν αυτούς τους δύο ανθρώπους κοντά; Το μόνο σίγουρο είναι πως, υπό άλλες συνθήκες, ο Βλάσης και το είδωλό του, ο δημιουργός του λαϊκού σουξέ «Μαύρη Σαμπούκα» δεν θα είχαν συναντηθεί ποτέ και δεν θα ανέπτυσσαν μια σχέση παράδοξα δυνατή.
Σκηνοθετικό σημείωμαΗ «Μαύρη Σαμπούκα» γεννήθηκε πριν από χρόνια στο μυαλό μου, όταν αποφάσισα να μιλήσω για τη σχέση δύο ανθρώπων που με μια πρώτη ματιά διαφέρουν, αλλά τελικά μοιάζουν πάρα πολύ. Ψάχνουν και οι δύο το ίδιο. Παρέα. Αγκαλιά. Διέξοδο. Και τα βρίσκουν ο ένας στον άλλον. Μόνο που το timing είναι ξεκαρδιστικά δύσκολο.
Ανέβασα για πρώτη φορά το έργο τον Οκτώβρη του 2017. Θέλαμε ο κόσμος να γελάσει. Και τα καταφέραμε. Η «Μαύρη Σαμπούκα» ταξίδεψε για 3 σεζόν. Η πανδημία όμως μας έκοψε. Ευτυχώς, όχι για πάντα.
Έκανα, λοιπόν, τις απαραίτητες αλλαγές με τη συνθήκη του Covid, έκοψα, έραψα και νομίζω πως μετά από 2 χρόνια απουσίας όλοι οι συντελεστές είμαστε έτοιμοι να σερβίρουμε μια “Gold Label” κωμωδία σε μια εποχή που χρειαζόμαστε το γέλιο όσο ποτέ. Γιατί η στιγμή αυτή είναι η πλέον κατάλληλη. Έχουμε ανάγκη να ξεφύγουμε. Να θυμηθούμε πώς είναι να περνάμε καλά. Να γελάσουμε. Να έρθουμε κοντά. Να διασκεδάσουμε. Να τραγουδήσουμε. Να χορέψουμε. Να μεθύσουμε. Να ζήσουμε χωρίς όρους και κανόνες. Έστω για ένα δίωρο. Έστω για λίγα λεπτά. Έστω για ένα σφηνάκι «Μαύρη Σαμπούκα».
Τόλης Παπαδημητρίου