Συν&Πλην: «Κόκκινα φανάρια» στο Cartel
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Kόκκινα φανάρια» σε σκηνοθεσία τoυ Βασίλη Μπισμπίκη που ανεβαίνει στο Cartel.
Το 1962 το έργο του Αλέκου Γαλανού ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο, υπό τον τίτλο «Το σπίτι με τα κόκκινα φανάρια». Η παράσταση σε σκηνοθεσία Αλέξη Δαμιανού παίζεται αδιάκοπα για τους τρεις επόμενους χειμώνες, σημειώνοντας αναπάντεχη επιτυχία καθώς η θεματική της είναι «απαγορευμένη». Κάτω από το πέπλο ενός νέου ρεαλισμού, ο Γαλανός εξιστορεί τα προσωπικά δράματα νεότερων και μεγαλύτερων γυναικών που αναγκάζονται να βιοπορίζονται σε ένα πορνείο της Τρούμπας. Στην άκρη του πειραϊκού λιμανιού, λίγο πριν ποινικοποιηθούν οι «οίκοι ανοχής», το χάσμα ανάμεσα στον αγνό και τον αγοραίο έρωτα δημιουργεί σπαρακτικές εντάσεις και αποκαλύπτει ένα μεγαλειώδες ψηφιδωτό του κοινωνικού υπόκοσμου που – όπως όλοι – βρίσκεται κι αυτός στο κυνήγι της επιβίωσης.
Το δραματουργικό αυτό υλικό έμελλε να τροφοδοτήσει μια ταινία – θρύλο για το ελληνικό σινεμά, όταν ο Βασίλης Γεωργιάδης που τη σκηνοθέτησε θα εξασφάλιζε μια υποψηφιότητα για ‘Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και μια θέση στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Καννών. Έκτοτε, το έργο ανέβηκε πολλές φορές και σε μορφή μιούζικαλ.
Πάνω σε αυτό το δραματουργικό υλικό, ο Βασίλης Μπισμπίκης (σε συνεργασία με το Χρήστο Νικολόπουλο) καταθέτει μια ελεύθερη διασκευή, προσανατολίζοντας το έργο στην τρανς πορνεία. Κρατά βασικά σχήματα ρόλων με επικεφαλής τη μαντάμ Παρί, ως αδίστακτη ‘πατρόνα’ του κλαμπ στο οποίο εργάζονται τα κορίτσια και τον προαγωγό Μιχαήλο, το ‘άγριο σκυλί’ που δήθεν προστατεύει, αλλά μόνο δυναστεύει την αγέλη των ‘αδέσποτων’.
Η γλώσσα του έργου, ωστόσο, σε τίποτα δεν θυμίζει το πρωτότυπο. Σε ολοκληρωτικό trans κι αυτή, αναδίδει τη βαναυσότητα του περιθωρίου στο οποίο αναφέρεται, επιχειρώντας πάντα να αποδώσει το ψυχικό αδιέξοδο των ηρώων· των τραυματισμένων αυτών ατόμων που δεν ανήκουν στο σώμα τους και μέσα στον βασανιστικό μετεωρισμό, ξεβράζονται από την κοινωνία. Αντίστοιχα, πλήρως μετατοπισμένο είναι το πλαίσιο δράσης. Ένα κλαμπ queer αισθητικής, όπου το σόου λειτουργεί σαν βιτρίνα του πορνείου και παράλληλα ως δημόσιος τόπος εξομολογήσεων της βάναυσης περιθωριοποίησης τους.
Αναθεωρώντας με σφοδρότητα το θέατρο του ρεαλιστικού – αν και μια παράσταση ποτέ δεν είναι αρκετή για να δημιουργήσει σχολή – ο Βασίλης Μπισμπίκης συνεχίζει στον ίδιο δρόμο και στο ίδιο θεματικό πλαίσιο. Η μοιραία του έλξη προς το περιθώριο και τους ανθρώπους που δεν αρθρώνουν φωνή στην κοινωνία αλλά πολτοποιούνται, τον οδηγεί σε μια ακόμα σκληρή και με έντονο ανθρωπο-κοινωνικό πρόσημο παράσταση.
Εμπλέκει ερασιτέχνες ηθοποιούς και μέλη της κοινότητας των trans σε μια προσπάθεια να ενισχύσει το θέατρο της ‘αληθινής’ εμπειρίας. Εν μέρει τα καταφέρνει, χωρίς ωστόσο να παραδίδει μια παράσταση με γερή συνοχή, κυρίως λόγω των δραματουργικών προβλημάτων αλλά και της αδυναμίας να βρεθεί μια καλή ισορροπία ανάμεσα στη λάμψη του σόου και το έρεβος της πορνείας.
Τα Συν (+) Η μετατόπιση της πλοκήςΗ αρχική ιδέα του Βασίλη Μπισμπίκη να φέρει στο φως τον κόσμο των trans – μια εντελώς αποκομμένη κατηγορία ατόμων και με διαχρονικά καταπατημένα τα δικαιώματα της από την κοινωνία και τους θεσμούς – αποδεικνύεται σημαντική. Αν όχι απαραίτητη. Συνδέει τόσο την ομάδα, όσο και το προσωπικό δημιουργικό του στίγμα με ένα θέατρο – καθρέφτη στην κοινωνική μισαλλοδοξία. Κι έτσι, ακόμα κι αν το εγχείρημα μπάζει, υπάρχει ένα θέατρο και μια ομάδα καλλιτεχνών που κρατούν τον διάλογο ανοιχτό για την ανάγκη των διεμφυλικών ατόμων να ζήσουν ελεύθεροι. «Να είμαι κι εγώ μια φορά στη ζωή μου κανονικός άνθρωπος» όπως λέει μια εκ των ηρωίδων.
Η αισθητική της παράστασηςΟι παράλληλες δράσεις σε ένα πολυπρόσωπο και πολυσήμαντο σύμπαν – όπως αυτό των «Κόκκινων φαναριών» – δημιουργούν ένα γοητευτικό κόσμο με σχεδόν ηδονοβλεπτικό χαρακτήρα. Σε αυτό έχει συμβάλλει καθοριστικά ο Κένι ΜακΛέλαν δημιουργώντας μια σειρά από βιτρίνες (που παραπέμπουν στην Red Light District του ‘Αμστερνταμ), δίνοντας τη δυνατότητα στους ηθοποιούς να συλλειτουργούν σιωπηρά. Τα κοστούμια, οι περούκες, τα sex toys συντηρούν εμφατικά την transgender μυθολογία, την ώρα που, εξίσου, ευεργετικοί είναι και οι φωτισμοί του Λάμπρου Παπούλια.
Το πολυσυλλεκτικό σχήμα της παράστασης αντλεί χοντρικά από τρεις κατηγορίες ερμηνευτών: Τους επαγγελματίες ηθοποιούς, τους experts (πρόσωπα που φέρουν στοιχεία ωφέλιμα για την αφήγηση της ιστορίας με χροιά ντοκουμέντου) και τους ερασιτέχνες (που στην προκειμένη περίπτωση εκπροσωπούν κι άλλες απωθημένες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι οι μετανάστες).
Αν και σπρωγμένη σε μια διαρκώς πυροδοτούμενη ένταση, η 15μελής ομάδα δεν κάνει εκπτώσεις σε δυναμική. Ενίοτε δε, επιτυγχάνει ν’ αφήσει τη φασαρία έξω από το κάδρο και να επιτρέψει στην απελπισμένη αλήθεια του εκτοπισμένου να διαφανεί. Εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε την Μάρα Ζαλώνη και τον Γιώργο Σιδέρη που ενσαρκώνουν την ελπίδα μιας αγάπης που μπορεί να ζήσει έξω από το μπουρδέλο και έξω από τα έμφυλα στερεότυπα. Τον εκρηκτικό Μάνο Καζαμία που ακροβατεί με ταλέντο ανάμεσα στο δράμα και το γκροτέσκο στον γνωστό ρόλο της Μαρίνας· μιας σεξεργάτριας εξαρτημένης από τον προαγωγό της. Τον Στέλιο Τυριακίδη, σε μια στέρεη και καθαρή ερμηνεία στο ρόλο της αλλοτριωμένης από σκληρότητα Μυρσίνης. Την Ελεωνόρα Αντωνιάδου που ως Ελένη έχει περάσει τον τρομακτικό σκόπελο της αλλαγής φύλου αλλά και πάλι βρίσκεται εγκλωβισμένη στο σχήμα μιας «διεστραμμένης πουτάνας». Και φυσικά στον Δημήτρη Παπάζογλου και την Μπέττυ Βακαλίδου που ανεβαίνοντας στη σκηνή του Cartel ξέρουν πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάνε – ως όψεις του ίδιου νομίσματος: Ο Παπάζογλου ως αφηγητής της παιγνιώδους πλευράς του queer ερωτισμού. Και η Βακαλίδου ως ενσάρκωση της κακοποίησης, της διαπόμπευσης, της βίας, της διαρκούς απόρριψης.
Αυτό δεν σημαίνει πως και η υπόλοιπη ομάδα – Ερατώ Αγγουράκη, Λευτέρης Αγουρίδας, Δημήτρης Γαλάνης, Γιανμάζ Ερντάλ, Διονύσης Κοκκοτάκης, Αγγέλα Πατσέλη, Τάσος Σωτηράκης, Πουριά Χοσσεϊνί – δεν συντονίζεται στο ίδιο πνεύμα. Απλώς έχει λιγότερες ευκαιρίες για να το αποδείξει.
Προσπερνώντας την λούπα από βρισιές που, ναι μεν καθρεφτίζουν την αργκό ενός ολόκληρου κόσμου αλλά από την άλλη εκτροχιάζουν το έργο προς την καρικατούρα, τα δραματουργικά προβλήματα φωλιάζουν κυρίως στη σύνδεση των ιστοριών μεταξύ τους. Η αποτύπωση των πρωτότυπων αφηγήσεων έχουν μπολιαστεί από νέες και κυρίως από επεισόδια μιας λογικής σόου, που τις περισσότερες φορές δεν κυλούν ομαλά από τη μια στην άλλη. Ως αποτέλεσμα, κάποιες σκηνές μοιάζουν άτακτα ειρημένες ανάμεσα σε μουσικά διαλείμματα – που αν και συνδεδεμένα με την LGBT ρητορική δεν εξασφαλίζουν πάντα την απαιτούμενη νοηματική συνοχή.
Η σκηνοθετική προβληματική Μπισμπίκη δίνει την εντύπωση πως θέλει να συνδεθεί με την αισθητική και τον αισθησιασμό ενός σκοτεινού video clip. Κρίνοντας, τουλάχιστον, από την σκηνή της έναρξης και του φινάλε αλλά και από τις ενδιάμεσες σόου παρεμβάσεις, το στήσιμο και οι ενδυματολογικές αναφορές του θιάσου παραπέμπουν σε χορογραφίες από clip της queer queen Madonna και του George Michael.
Αν στις βασικές αξίες ενός clip είναι το beat, ο ρυθμός και οι διαδοχικές εικόνες, στα «Κόκκινα φανάρια» διαπιστώνουμε μια χαρακτηριστική πλαδαρότητα μεταξύ των ‘επεισοδίων’ – που μερικώς ευθύνεται και για την τρίωρη διάρκεια της παράστασης. Έτσι, το έργο της σκηνοθεσίας ευτυχεί μόνο καθώς εμφυσεί ένα συλλογικό παλμό και εκμαιεύει ερμηνείες που στάζουν ειλικρίνεια και κάπου – κάπου συγκίνηση.
Το καυτό θέμα αποκλεισμού της trans κοινότητας σε μια εκρηκτική παράσταση, που υποστηρίζεται ερμηνευτικά αλλά υπονομεύεται δραματουργικά.