Δεν του έδινα ελπίδα. Ότι θα βγάλει άλλο γύρο. Είχε πέσει κάτω, τα μάτια κλειστά και ο διαιτητής από πάνω είχε αρχίσει το μέτρημα κανονικά. Και το θηρίο- δεν το πιστεύεις! Σηκώνεται, κάνει ένα δυο βήματα για να ισιώσει. Και ορμάει βουρ καταπάνω του. Μανιασμένος. “Αβυσσαλέο Κτήνος” – γιατί νομίζεις τον λένε έτσι; – και τους παίρνει αμπάριζα… Τα στοιχήματα από κάτω πήγαν περίπατο -και φίλε μου, στο λέω -η παράσταση σκίζει!
Το “Αβυσσαλέο Κτήνος” από την Ομάδα Νοσταλγία στο Rabbithole έχει στην ραχοκοκαλιά του την διασκευή του διηγήματος του Τζακ Λόντον με συμπληρώματα από τα άλλα τρία έργα του που και αυτά έχουν σχέση με την πυγμαχία: “Το Παιχνίδι”, “Ένα κομμάτι κρέας”, “Ο Μεξικανός”. Ο Γιώργος Σίμωνας στη μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία.
Ο Τζακ Λόντον στα ’80ςΠίσω πάλι στο ρινγκ. Ρίνο, Νεβάδα, τζόγος, στοιχήματα, κυκλώματα και χρήμα που αλλάζει χέρια γύρω από τα σχοινιά. ‘Κάπου βαθειά στα 80ς’. H αρχική ιστορία του Λόντον έχει μεταφερθεί στην παράσταση από το Σαν Φρανσίσκο στο Ρίνο (στη Νεβάδα, τον τόπο του τζόγου στην Αμερική) και από τα ‘10ς στη δεκαετία του 80.
«Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη, τελικά, δυσκολία ήταν να το μεταφέρω στην δεκαετία του 1980. Αυτό διότι, ενώ πολλοί από μας πιστεύουμε ότι ξέρουμε πράγματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, τελικά ανακαλύπτουμε πως αυτά που γνωρίζουμε είναι μόνο μια αστραφτερή επιφάνεια. Για τη διασκευή και μεταφορά του έργου στα ’80s, έπρεπε να γίνει μελέτη για τα γλωσσικά υβρίδια που ξεπετάχτηκαν και αναπτύχθηκαν, τις κοινωνικές αλλαγές, την αμερικάνικη ιστορία και πόσο συνδιαλέγεται με τα ’10s και early ’20s του Jack London – φερ’ ειπείν μπορεί να μην είχαμε τον Πυρετό του Χρυσού, αλλά είχαμε έκρηξη τζόγου, παράνομων δραστηριοτήτων, κυνήγι εύκολου χρήματος κτλ. Επίσης είχαμε επανεμφάνιση ρατσιστικών φαινομένων (μόνο το AIDS να σκεφτούμε είναι αρκετό). Φυσικά, παρέα με αυτά πηγαίνει ο ενδυματολογικός κώδικας και η διακόσμηση, σκηνογραφία του χώρου. Από όλες τις απόψεις λοιπόν, η πρόκληση ήταν η εποχή που μεταφέρθηκε το έργο. Τώρα που πραγματοποιήθηκε, πιστεύω ότι ήταν σωστή επιλογή», σημειώνει ο σκηνοθέτης Γιώργος Σίμωνας.
Το ρινγκ – όπου γίνονται και οι προπονήσεις ανήκει στον Σαμ Στάμπνερ (Θάνος Αλεξίου) που έχει για βιτρίνα πάνω από αυτό ένα μαγαζί που πουλάει χαλιά. Εκεί, πάνω κάτω, στήνονται παιχνίδια, απογειώνονται και γκρεμίζονται καριέρες, περνάνε παλιές δόξες και νέα φιντάνια, προπονητές, σπορτκάστερ, δημοσιογράφοι, αστυνομικοί, περίεργοι τύποι, παίκτες που ποντάρουν ό,τι έχουν και δεν έχουν, όλοι για ένα καλύτερο αύριο, μπας και καταφέρουν να μαζέψουν κάτι, να ρίξουν πέτρα πίσω τους και να εξαφανιστούν. Ή και μόνο να την βγάλουν καθαρή ακόμη μια μέρα.
Κάπως έτσι πάει το ‘παιχνίδι’. Σα να χορεύουν όλοι -και όλα- κι ο καθένας να ξέρει καλά τα βήματά του. Οι μποξέρ και οι κινήσεις τους, τα γάντια και οι λέξεις. Η αργκό της εποχής, οι σκοτεινές φιγούρες στο Μπαρ Φλαμίνγκο ως και το φλαμίνγκο το ίδιο που στέκεται στο ένα πόδι με το γάντι του μποξ φορεμένο.
Ο Butch Coolidge του Pulp Fiction και το “Οργισμένο Είδωλο” περνάνε από το μυαλό μου, αλλά στέκομαι περισσότερο σε εκείνο το ρινγκ του Elvis – το θρυλικό comeback special του 1968 τηλεοπτικό σόου του. Ο Elvis τραγουδάει με την κιθάρα αγκαλιά, περιστοιχισμένος από τους μουσικούς του, σε μια σκηνή στημένη σαν ανοιχτό ρινγκ, στην καλύτερη ίσως στιγμή του- αποφασισμένος, ιδρωμένος, τα δίνει όλα, είναι έτοιμος να επιστρέψει και να πάρει τη ρεβάνς. Μετά όλα πήγαν στραβά, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Πίσω στο ρινγκ του Rabbithole. Ο Πατ Γκλέντον (Φώτης Λαζάρου) και ο Τομ Κανάμ (Σπύρος Αγγελόπουλος) ‘χορεύουν’ ο ένας απέναντι στον άλλον. Πόσο μπορεί να αντέξει το Καμάρι της Utah που έχει να βγει σε αγώνα τόσο καιρό. Σε ποιον γύρο θα τον ‘στείλει’ ο φορμαρισμένος Πατ; Έλα να πέφτουν τα στοιχήματα στην κούτα του Σαμ.
Θέλουν να τα καταφέρουν, θέλουν να ξεφύγουν. Στην πραγματικότητα, όλοι ακόμη και ο Σαμ, ψάχνουν να βρουν κάτι αληθινό. “Το έργο ταιριάζει ‘γάντι’ στην ‘fake’ εποχή μας. Και είναι χαρακτηριστικό της ομάδας ότι επιλέγουν έργα στοχεύοντας στο genre” -λέει ο Γιώργος Σίμωνας.
“Στο ‘είδος’ θεάματος – εξηγεί- και έτσι συγγενεύουμε περισσότερο με τον κινηματογράφο, ως τακτική επιλογής… Δεν νομίζω -και μιλάω εκ μέρους και της συνοδοιπόρου μου στο θέατρο (Τώνια Ράλλη)- πως διαλέγουμε ωραία κείμενα. Σκεφτόμαστε ποιο είναι το θέμα που θέλουμε να ασχοληθούμε και αν τύχει, το θέμα αυτό να το πληροί ένα έργο θεατρικό καλώς. Αν ένα λογοτεχνικό, πάλι καλώς. Εκεί που θέλω να καταλήξω, είναι ότι πρώτιστα, πριν από το έργο και την παράσταση, οι επιλογές της ομάδας ως θέματα «ακουμπούν» στην εποχή, γιατί δεν έχουν δεσμεύσεις απέναντι σε συγκεκριμένη τέχνη ή τεχνοτροπία. Κάνουμε φρέσκια τέχνη (ακούγεται κωμικό, αλλά αν το σκεφτούμε είναι ανάγκη των καιρών), με ζωντανή θεματολογία: εδώ, έχουμε τον υπόκοσμο του μποξ, μικρο-μαφία, κακομοίρηδες που θέλουν να αναβαθμιστούν, ταλαίπωροι που έχουν την δική τους βασιλική θέση στην στενόχωρη τάξη τους. Πάνω από όλα όμως, το Αβυσσαλέο κτήνος, μιλά για την απύθμενη πίκρα των ανθρώπων να καταφέρουν κάτι και να μην μπορούν. Να περνάει ο καιρός και αυτοί να βυθίζονται. Και ως επακόλουθο, μιλά για την οργή τους. Προσοχή όμως! Δεν είναι μια παράσταση που μιλά για την βία. Είναι μια βίαιη παράσταση και επίτηδες, βαρά στο ψαχνό. Αν το δεχτείς, σου απαλύνει κάπως τον κόπο καθώς το βλέπεις. Γιατί; Γιατί συμπεριφέρεται όπως (ίσως) θα ήθελες να συμπεριφερθείς ο (κάθε) εσύ. Ας πούμε, να τα σπάσεις όλα, έτσι στα ξαφνικά».
Η παράστασηΜια παράσταση με ρυθμό και ένταση, απαιτητική – οι τρεις ηθοποιοί που αγωνίζονται ακολούθησαν πρόγραμμα με προπονητές για να μάθουν και να εξασκηθούν στο σπορ-. Συνεχείς εναλλαγές, βίαιες σκηνές – κινηματογραφική ροή. Με ωραία μουσική (Τώνια Ράλλη –Ελένη Νότα) και Lynch-ικούς τόνους. Η σκηνογραφία της Νατάσας Παπαστεργίου και οι φωτισμοί της Σοφίας Αδαμοπούλου. Στο φετινό θεατρικό τοπίο, με όλες τις αντιξοότητες.
«Το έργο αυτό ξεκίνησε και σταμάτησε από κανονικές περιόδους προβών (δηλαδή, όχι μετά από μερικές μέρες) πέντε συνολικά φορές. Η πρεμιέρα του άλλαξε τέσσερις φορές και διένυσε μια περίοδο από τον Απρίλιο του 2019 μέχρι τώρα. Η μεγαλύτερη δυσκολία, ήταν να κρατηθούμε ζωντανοί και να μην σβήσει η φλόγα της δημιουργίας και του ενδιαφέροντος. Εδώ, πρέπει ξανά, να υποβάλω τα σέβη μου στην μεγάλη ομάδα της παραγωγής (ενδυματολόγος, σκηνικά, κατασκευαστής, ηθοποιοί, μουσικοί κοκ), ένα σύνολο 34 ατόμων που στιγμή δεν άφησαν την πίστη τους για το έργο και στιγμή δεν συζητήθηκε να πάει σε livestreaming. Υπήρξαν (φυσικά!) στιγμές, που απογοητευθήκαμε, κουραστήκαμε, στενοχωρηθήκαμε. Γνωρίζοντας όμως πως η συνεργάτης μου (Τώνια Ράλλη) και εγώ θα ήμασταν δίπλα τους ότι και να συμβεί από την μία και από την άλλη, έχοντας από μόνοι τους τεράστιο ένστικτο για αυτή την παράσταση, στάθηκαν (και στέκονται ακόμη, αυτή την στιγμή που μιλάμε χάθηκαν άλλες πέντε παραστάσεις λόγω κρούσματος που είχαμε), ακλόνητοι και ψύχραιμοι. Τους χρωστάω αυτή την παράσταση και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είναι παράδειγμα συνεργασίας όλοι τους».