Συν&Πλην: «Αντιγόνη» στο Θέατρο Τέχνης
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα που ανεβαίνει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.
O Τζορτζ Στάϊνερ, ο σπουδαίος στοχαστής του 20ου αιώνα, είχε τονίσει πως η επιστροφή μας στον ελληνικό μύθο σηματοδοτεί την επιστροφή μας στις ρίζες. Υπό αυτή τη σκοπιά, μοιάζει να σκύβει και ο Ζαν Ανούιγ στο σοφόκλειο μύθο για την επανάσταση της Αντιγόνης προς την καθεστηκυία τάξη. Η Αντιγόνη, η κόρη του τραγικού Οιδίποδα – που βλέπει τα αδέρφια της Πολυνείκη και Ετεοκλή να πρωταγωνιστούν σε έναν πόλεμο εξουσίας και εν συνεχεία να αλληλοσκοτώνονται – αποφασίζει να αποδώσει νεκρικές τιμές στον πρώτο. Μετά από την εντολή του θείου της και νέου βασιλιά της Θήβας, Κρέοντα, το πτώμα του Πολυνείκη αφήνεται παραδειγματικά να σαπίζει έξω από τα τείχη της πόλης, ως μέσο σωφρονισμού των πολιτών. Η απόφαση του βασιλιά την βρίσκει σθεναρά αντίθετη και οπλίζεται με το σθένος για «να σταθεί ίσια απέναντι στον κόσμο, μόνη». Και τελικά, να υποστεί τις συνέπειες της πράξης της που ισοδυναμεί με θάνατο.
Στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στη Γαλλία – όπου η φιλογερμανική κυβέρνηση (γνωστή και ως καθεστώς Βισύ) συναντά την γαλλική αντίσταση, ο Ανούιγ μεταπλάθει τον μύθο του Σοφοκλή ως μια μεταφορά για τον αγώνα του ατόμου απέναντι στην εξουσία. Με την Ευρώπη να καταρρέει μετά από δύο Παγκόσμιους Πολέμους, παραδίδει ένα σύγχρονο αστικό δράμα ή μια νέα αίσθηση τραγικότητας. Με ελάχιστες αποκλίσεις ως προς τους ήρωες, η τραγωδία του δεν κινείται από τη ρήξη του ανθρώπου με το θείο (και άρα την ανθρώπινη μοίρα) αλλά από την ανθρώπινη θέληση και το υπαρξιακό δικαίωμα της ελευθερίας. Κατά συνέπεια, οι ήρωες – αρχέτυπα αποδίδονται ως «κανονικοί» άνθρωποι και τα κίνητρα τους είναι ιδεολογικά και ψυχολογικά.
Η Αντιγόνη, προβάλλοντας τους δικούς της αξιακούς κώδικες, δεν υποκύπτει στους κανόνες που θέτει το εξουσιαστικό σύστημα και το αμφισβητεί ευθέως. Η στάση της καταγγέλλει καθετί το, παράλογα, εξουσιαστικό ισχυριζόμενη πως «εγώ είμαι εδώ για να πω όχι και να πεθάνω». Την ώρα που τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς επιμένουν στην ρητορική πως «είναι εύκολο και υπερβολικά δειλό να πεις ‘όχι’», υπερασπιζόμενης την πάγια τακτική της εξουσίας να συμβιβάζεται λέγοντας «ναι». Αλλά η Αντιγόνη αρνείται να συμβιβαστεί με τους όρους του κοινωνικού κατεστημένου γι’ αυτό και αρνείται να μεγαλώσει. Δεν την αγγίζουν οι μικρές καθημερινές ευτυχίες που φιλτράρονται μέσα από τη φθορά και τη διαφθορά, αλλά διεκδικεί τη ζωή στο απόλυτο της.
Η εκδοχή του Ανούιγ, παρότι πιο οικεία στη δική μας εποχή, αναγνωρίζεται ως βαθύτατα απαισιόδοξη. Πως αλλιώς άλλωστε, αφού ο συγγραφέας της είναι φορτισμένος και ματαιωμένος από την φρίκη του πολέμου. Και όπως στον πόλεμο, έτσι και στο έργο του, κυριαρχεί ο θάνατος.
H «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ παραστάθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, στις 4 Φεβρουαρίου του 1944 σε σκηνοθεσία του Αντρέ Μπαρσάκ. Στην Ελλάδα ανέβηκε λίγο μετά την απελευθέρωση και κατά την αρχή του Εμφυλίου πολέμου σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, με την Έλλη Λαμπέτη στο ρόλο της Αντιγόνης.
H παράστασηΗ Μαρία Πρωτόπαππα μας παραδίδει, πιθανώς, την πιο πολυεπίπεδη παράσταση της. Καταρχάς, μας καλεί σε μια τέλεια συντονισμένη ανοιχτή γενική πρόβα. Εκθέτει τη θεατρική διαδικασία, τη λειτουργία του ηθοποιού και του σκηνοθέτη – σαν να έχει αναποδογυρίσει τη φόδρα ενός καλοραμμένου ρούχου για να μας δείξει πως φτιάχτηκε. Με αυτόν τον τρόπο, προτείνει στο κοινό την άμεση επαφή με το έργο του Ανούιγ και συνάμα αιτιολογεί την σκηνοθετική προβληματική της. Εντός φόρμας – αλλά ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του συγγραφέα – αφήνει το έργο γυμνό επί σκηνής και τους ηθοποιούς σε μια γνήσια αναμέτρηση με τον ήρωα του/της. Μια διαυγής προσπάθεια έκθεσης του θεατρικού μηχανισμού κι ένας καθαρός διάλογος με το εύρημα του θεάτρου εν θεάτρω.
Σε δεύτερο επίπεδο, εμφανίζεται μιαν άλλη, κρίσιμη σχέση: Ο ηθοποιός υπερασπίζεται το αιώνιο δικαίωμα της Αντιγόνης στην εξέγερση ενάντια στην εξουσία, παρά το ότι είναι ο ίδιος που υπόκεινται στους εξουσιαστικούς κανόνες του σκηνοθέτη.
Το θεμέλιο όλων των παραπάνω, ωστόσο, μοιάζει να είναι οντολογικό. Η «Αντιγόνη» της Πρωτόπαππα, δεν είναι μόνο ένα εσωτερικό σχόλιο για το θέατρο, ως πεδίο εφαρμογής σχέσεων εξουσίας. Αλίμονο. Έρχεται ως μια ανοιχτή (όπως η πρόβα) υπενθύμιση στον ακινητοποιημένο άνθρωπο της νέας εποχής πως η εξουσία απροκάλυπτα και υπό το βλέμμα όλων, καταπατά τις ελευθερίες του.
Τα Συν (+) H σκηνοθεσίαΕίναι η τρίτη φορά (στις πέντε, μέχρι σήμερα απόπειρες) που η Μαρία Πρωτόπαππα ασχολείται με εκδοχές της τραγωδίας, ειπωμένες με τους όρους ενός σύγχρονου δράματος. Επενδύει, προφανώς, στις πιο στέρεες δραματουργίες του παγκόσμιου θεάτρου και εν συνεχεία, επιδεικνύοντας σκηνοθετική ωριμότητα, καταπιάνεται με το έργο της αφαίρεσης.
Το ίδιο – σε πιο προχωρημένη πλέον μορφή – επιχειρεί και εδώ. Καθαρό, σχεδόν, γυμνό – και γι’ αυτό καθηλωτικό – θέατρο, με επίκεντρο τον ηθοποιό και διεξοδικά μελετημένα τα οντολογικά ζητήματα του έργου.
Τα πρόσωπα του Ανούιγ έρχονται από μιαν άλλη, μακρινή εποχή, αλλά αναμετρώνται στην αιωνιότητα με τα ίδια θεμελιώδη ζητήματα: Να συμβιβαστούν με την, δοθείσα από την εξουσία, πραγματικότητα εγκαταλείποντας τις ιδέες και τις αξίες τους; Η΄ να παλέψουν μέχρι τελευταίας ανάσας και με κάθε τίμημα για την υπεράσπιση τους; Το δίλημμα, που ο Ανούιγ κομίζει ως διαβιβαστής από την εποχή Σοφοκλή, φτάνει στον άνθρωπο του 21ου αιώνα με την ίδια σφοδρότητα. Πλέον, γιατί η ‘νέα’ Δημοκρατία προσφέρει, κατ’ επίφαση, μικρές ελευθερίες (όπως τις μικρές ευτυχίες που εισηγείται ο Κρέων ως επιχείρημα για να μεταπείσει την Αντιγόνη) αλλά καταργεί ύπουλα κατακτημένα δικαιώματα. Αυτή η αγωνία κυοφορείται και από τους βασικούς πρωταγωνιστές της παράστασης, καθώς εμφανίζονται καθηλωμένοι σε παλιές καρέκλες αλλά με τωρινά διακυβεύματα.
Η Κίττυ Παϊταζόγλου αποδίδει – με αξιοσημείωτο έλεγχο των μέσων της – το πολιτικό βάθος της ηρωϊδας της, αποπνέοντας την αγνότητα της Αντιγόνης σε ένα φθαρμένο και διεφθαρμένο κόσμο. Ο Γιάννης Τσορτέκης, φορτίζει σταθερά τις ερμηνείες του με άκρατο δυναμισμό – εδώ ως Κρέων για να υπογραμμίσει το πορτρέτο της εξουσίας: Ακροβατώντας ανάμεσα στο πολιτικό καθήκον και στην ηθική διάβρωση που αυτό επιφέρει. «Είναι αποτρόπαιο έργο να οδηγείς τους ανθρώπους» παραδέχεται στην πυρετώδη ερμηνεία του. Οι δυο τους συνθέτουν με πάθος το δίπολο του έργου.
Ο Χρήστος Στέργιογλου εμφανίζεται στον ρόλο – εύρημα του Ανούιγ ως Πρόλογος. Μια περσόνα ανάμεσα σε αφηγητή και Χορό τραγωδίας, ποτισμένη με κυνισμό και ειρωνεία που ο Στέργιογλου φέρει με αβίαστη και θαυμαστή πληθωρικότητα. Η Μαρία Πρωτόπαππα που κρατάει τον ρόλο της παραμάνας (μια ακόμα σύλληψη του Ανούιγ) κυρίως για να δικαιολογήσει άψογα την παρουσία της σκηνοθέτη μέσα στην παράσταση. Ευεργετική και η παρουσία του Δημήτρη Μαμιού στο ρόλο του αυτόχειρα Αίμονα που θυσιάζεται για το υψηλότερο ιδεώδες όλων: Την αγάπη. Σε μικρότερους ρόλους, άρα και με περιορισμένο πεδίο δράσης, βλέπουμε τους Δημήτρη Μαργαρίτη, Αντριάνα Αντρέοβιτς, Ηλέκτρα Μπαρούτα.
Η μετάφρασηΑν και φαίνεται πως έχει υποστεί μικρές εκσυγχρονιστικές ενέσεις, η μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη διατηρεί το σφρίγος, τη διεισδυτικότητα και το λαγαρό της ύφος.
Υπάκουη στις σκηνικές οδηγίες του Ανούιγ (λόγου χάρη το άχρωμο σκηνικό με τις τρεις όμοιες πόρτες όπου διεξάγεται η πλοκή) η Εύα Νάθενα ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος και η Μελίνα Μάσχα ως φωτίστρια συμπλέει με την καθαρότητα της σκηνοθετικής ανάγνωσης.
Η μουσικήΑν και λιγοστά τα σημεία που ακούγονται τα ηχητικά τοπία του Λόλεκ, συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα της παράστασης.
Τα Πλην (-) Το εύρημα της νοηματικής γλώσσαςΠολλοί από τους μελετητές της, κατά Ανούιγ, τραγωδίας βλέπουν στην σφοδρή αντιπαράθεση Αντιγόνης – Κρέοντα, δύο πρόσωπα που επιχειρηματολογούν, υπερασπιζόμενα εμμονικά τις υπαρξιακές τους ανάγκες, αρνούμενα να κατανοήσουν το ένα τη θέση του άλλου. Γι’ αυτό το λόγο, κάποιοι τους έχουν αποδώσει τον χαρακτηρισμό των «κωφών».
Πιθανότητα αξιοποιώντας αυτήν την ερμηνεία, οι διάλογοι μεταξύ των ηρώων γίνονται παράλληλα και στη νοηματική γλώσσα. Δημιουργούν, όμως, ερωτηματικά για τη λειτουργία της νοηματικής στους θεατές που το πιθανότερο αγνοούν αυτό το δεδομένο.
Ξεκαθαρίζουμε εδώ, πως η μετάφραση των θεατρικών παραστάσεων στη νοηματική γλώσσα είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να αρθεί ο αποκλεισμός των κωφών από την παρακολούθηση παραστάσεων. Η χρήση της, όμως, ως εργαλείο ερμηνείας από τους ηθοποιούς της Αντιγόνης εμφανίζεται κάπως επιτηδευμένη.
Σκηνοθετική ωριμότητα από την Μαρία Πρωτόπαππα πάνω στο πολιτικό πνεύμα του Ανούιγ που υποστηρίζεται από δυναμικές ερμηνείες.