Γυναίκες, καλλιτέχνιδες, ακτιβίστριες: Η θηλυκότητα σε πρώτο πλάνο
Τέσσερις νέες Ελληνίδες δημιουργοί δίνουν η καθεμιά την προσωπική τους διάσταση στον χώρο του ακτιβισμού. Αφορμή ο εορτασμός για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.
Ένα παγκόσμιο ρεύμα, τα τελευταία χρόνια, φέρνει στην πρώτη γραμμή γυναίκες που διεκδικούν την ελευθερία να ορίσουν τον εαυτό τους. Στο κάδρο αυτής της πραγματικότητας, γυναίκες δηλώνουν ενεργό παρόν σε προβληματικές εστίες της κοινωνίας, προσπαθώντας να γεφυρώσουν τον άξονα της δημόσιας δικαιοσύνης με την ιδιωτική ευημερία.
Το έντονο ξέσπασμα ενός ελληνικού κινήματος ενάντια στη βία κατά των γυναικών, που έγινε πριν από ένα χρόνο, τόνωσε ακόμη περισσότερο το γυναικείο ηθικό για να φωτιστούν περαιτέρω οι πράξεις και οι δράσεις τους. Γιατί οι πράξεις τους συνέβαιναν πάντα· απλώς υποβαθμίζονταν συστηματικά.
Το ίδιο συνέβη και στον χώρο του πολιτισμού. Γυναίκες πρωτοστατούν υπερασπιζόμενες ανθρώπινα δικαιώματα, απαιτώντας μεγαλύτερη ορατότητα, περισσότερο χώρο για θηλυκές αναγνώσεις και ακτιβιστικές ενέργειες.
Τέσσερις τέτοιες περιπτώσεις (αλφαβητικά) η Ιωάννα Νισυρίου, η Ελεάννα Τσίχλη, η Ειρήνη Φαναριώτη και η Κατερίνα Φώτη χρησιμοποιούν την τέχνη και τον πολιτισμό ως εφαλτήριο για έναν κόσμο με παραγκωνισμένες αλλά πολύτιμες ευαισθησίες.
Είναι εγγονή Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης – γενεών που έζησαν άγριο διωγμό από τα εστίες τους και επώδυνη ένταξη επί ελληνικού εδάφους. Παρόλα αυτά, η πρώτη φορά που η Ιωάννα Νισυρίου θα ερχόταν η ίδια σε επαφή με τις κοινωνικές ανισότητες της μεταναστευτικής κοινότητας ήταν κατά το διάστημα που σπούδαζε κινηματογράφο και Ιστορία της Τέχνης στην πολυπολιτισμική Αγγλία.
Βέβαια, δεν υποπτευόταν πως τόσο η οικογενειακή κληρονομιά όσο και τα προσωπικά της ερεθίσματα θα μεταγγιζόταν σε ένα εγχείρημα γνήσιου ακτιβισμού. Έχοντας εργαστεί για χρόνια σε εταιρείες παραγωγής και σε τηλεοπτικά κανάλια, θα έκανε μια εντυπωσιακή στροφή όταν αποφάσιζε να δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη για πρόσφυγες και μετανάστες. Ενταγμένη στο πρόγραμμα φιλοξενίας «Refugees Welcome» και με διάθεση να παραχωρήσει ένα δωμάτιο του σπιτιού της σε πρόσφυγα, γνωρίστηκε με τον Ναντίρ Νούρι. Η συγκατοίκηση τους και η επαφή με τα καθημερινά του αδιέξοδα την έβαλε σε αναζήτηση μιας παρηγορητικής χειρονομίας στον αγώνα ένταξης των ανθρώπων.
«Μαζί με τον Ναντίρ σκεφτήκαμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε με μακροπρόθεσμα οφέλη, μια κίνηση που να αγκαλιάζει τους πρόσφυγες. Θεωρήσαμε πως τα βιβλία είναι ένα πολύ ωραίο μέσο να προσεγγίσεις τους ανθρώπους. Και πως κανείς από τους ξεριζωμένους δεν έπαιρνε μαζί του βιβλίο. Με συγκλόνισε η σκέψη του νεκρού χρόνου στη νέα ζωή αυτών των ανθρώπων και αισθάνθηκα πως το βιβλίο ήταν ο ιδανικός τρόπος για να οδηγηθεί το μυαλό τους κάπου πέρα από την αβεβαιότητα και το φόβο» εξηγεί η Ιωάννα Νισυρίου.
Εγκαινιάζοντας μια καμπάνια crowd funding με σκοπό να τυπώσει βιβλία που διατίθενται on line ή να αγοράσει βιβλία σε ξένες γλώσσες, ίδρυσαν μια οργάνωση ώστε να στήσουν μικρές βιβλιοθήκες μέσα στα camps. Σύντομα, στα τέλη του 2017, η πρωτοβουλία στεγάστηκε πιλοτικά στο παλιό Guru (ύστερα από παραχώρηση του Δήμου Αθηναίων) και τα πρώτα βιβλία άρχισαν να συγκεντρώνονται από χώρες της Βόρειας Ευρώπης μαζί με χρηματικές δωρεές.
Ακρωτηριάσαμε την ανθρωπότητα απομονώνοντας το θηλυκό της κομμάτι
Από το 2019 η προσπάθεια έχει βρει το δικό της χώρο στην Κυψέλη, φιλοξενώντας πλέον 14.000 τίτλους βιβλίων από 36 γλώσσες. «Μετά την αστάθεια που προκάλεσε η πανδημία, επιτέλους βλέπουμε την προσπάθεια να ανθίζει. Πολλά παιδιά έρχονται μετά το σχολείο και διαβάζουν ενώ γίνονται και μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας ελληνικών και αγγλικών. Τελευταία δε, λειτουργούμε και ως δανειστική βιβλιοθήκη» προσθέτει η ψυχή της προσπάθειας, βλέποντας στις τρεις ημέρες λειτουργίας της βιβλιοθήκης (σε εβδομαδιαία βάση) να περνούν πάνω από 100 άτομα.
Στόχος του «We need books», είναι η προσπάθεια να εδραιωθεί, να μπορεί να λειτουργεί σε βάθος χρόνου. Και το κυριότερο να εξασφαλίσει μια θεσμική υποστήριξη – ο Δήμος Αθηναίων θα ήταν ιδανικός υποστηρικτής – προκειμένου να αναπτυχθεί, προσφέροντας θέσεις εργασίας σε πρόσφυγες και μετανάστες μέσα στη βιβλιοθήκη.
Σήμερα, έξι χρόνια μετά, η Ιωάννα Νισυρίου σκέφτεται πως αν οι άνθρωποι είχαν γνώση των περιπετειών των προγόνων τους, θα ήταν πιο συνετοί και πιο κοντά στους συνανθρώπους τους. «Η ιστορία γράφεται μέσα από τις μετακινήσεις πληθυσμών» υπενθυμίζει, ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν των παππούδων της. Και μέσα από την γνώση όλοι θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην προσφορά προς τον Άλλο. «Δεν είναι όλοι για όλα. Αλλά όλοι μπορούν να κάνουν κάτι. Ποτέ, ας πούμε δεν φανταζόμουν τον εαυτό μου δεμένη στο κατάρτι του Rainbow Warrior (των πλοίων της Greenpeace), αλλά βρήκα τον τρόπο να ευθυγραμμίσω τα πιστεύω μου με μια τέτοια πρωτοβουλία». Έτσι ερμηνεύει η ίδια την ακτιβιστική δράση.
Εκτός από εγγονή προσφύγων, η Ιωάννα Νισυρίου είναι και εγγονή μιας από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες στα χρόνια του Μεσοπολέμου. «Η γιαγιά μου ήταν και εκπαιδευτικός. Για μένα λειτουργούσε διαχρονικά ως έμπνευση, κάτι που επικοινωνούσα στους γύρω μου από νωρίς, όταν ο φεμινισμός δεν ήταν καθόλου cool. Ωστόσο, ο φεμινισμός δεν είναι παρά ένας αγώνας για ανθρώπινα δικαιώματα». Η ίδια επισημαίνει το κοινό μυστικό: Πως η γυναικεία ματιά διακρίνει πάντα τη μεγαλύτερη εικόνα. «Οι γυναίκες βλέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα, γι’ αυτό και είναι πιο αποτελεσματικές. Πιστεύω πως αν, στο πέρασμα των αιώνων, οι γυναίκες ήταν ίσες με τους άνδρες, ο κόσμος μας θα είχε εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά και θα ήταν αφάνταστα καλύτερος. Δυστυχώς, ακρωτηριάσαμε την ανθρωπότητα απομονώνοντας το θηλυκό της κομμάτι. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες είναι πιο ενεργές».
Ανάμεσα στα παιδιά της κρίσης – όπου οι θεατρικές παραγωγές γίνονταν με δικά τους χρήματα προσφέροντας ελάχιστα έσοδα – η Ελεάννα Τσίχλη βρέθηκε πολύ γρήγορα να διατυπώνει μια κοινωνική ανησυχία μέσω των σκηνοθεσιών της. Έχοντας στα γρήγορα απομακρυνθεί από το υποκριτικό κομμάτι, συστήθηκε με κείμενα πολιτικά (κυρίως ως σκηνοθέτιδα της ομάδας Ubuntu) καλλιεργώντας αλλά και πιστεύοντας στο θεσμό του ενεργού θεατή. «Δεν με απασχόλησε το θέατρο του μανιφέστου – με ενοχλεί, εξάλλου, η τέχνη που κουνάει το δάχτυλο – αλλά το θέατρο που αφήνει ανοιχτά ερωτήματα, που γεννάει προβληματισμό και χώρο για γόνιμο διάλογο», σημειώνει σήμερα, δέκα χρόνια μετά από το ντεμπούτο της.
Με αυτό το εφαλτήριο η επόμενη φάση για την Ελεάννα Τσιχλή έμοιαζε μονόδρομος. Όταν δε, η πανδημία ενέσκηψε σαρωτικά, ήταν ανάμεσα στους δημιουργούς που έμειναν μόνοι με τον ελέφαντα στο δωμάτιο. «Ήμασταν πάρα πολλοί εκείνοι που μπήκαμε στη ζώνη μοναξιάς, που μείναμε βίαια ανενεργοί και αποφασίσαμε να μιλήσουμε για τα φαντάσματα μας. Όλο αυτό το διάστημα η αγωνία της επιβίωσης μας είχε αποκόψει από την κοινωνία, συνειδητοποιώντας πως τα δικά μας ζητήματα ήταν ένα μικρό κομμάτι ενός μεγάλου κοινωνικού παζλ».
Στην αρχή μέσω zoom, στη συνέχεια με δια ζώσης συναντήσεις, πάντα εν μέσω πανδημίας, η Ελεάννα Τσίχλη ενεργοποιήθηκε μέσα σε συλλογικότητες που βρίσκονταν σε μεγάλο αναβρασμό, επιχειρώντας να αποστάξουν τα γεγονότα που έπλητταν το επάγγελμα τους και στη συνέχεια να δράσουν. «Ήταν η στιγμή που αναθεωρούσαμε τον πολιτικό μας ρόλο, επεξεργαζόμασταν τους προσωπικούς μας φόβους και αποφασίζαμε να εντείνουμε την παρουσία μας στα πράγματα και στην ουσιαστική συνδικαλιστική δράση. Μπορεί να ακουστεί οξύμωρο αλλά η πανδημία μας γείωσε, μας έφερε πιο κοντά στον άνθρωπο. Προσωπικά, άλλαξα όταν είδα τις συνθήκες εργασίας των γιατρών. Και αυτή η ενεργοποίηση επηρέασε πολύ και το δικό μας κλάδο. Τροδοφότησε ακόμα και αυτό που πρεσβεύει ο καθένας μας καλλιτεχνικά» προσθέτει.
Είναι μεγάλη πρόκληση για μια γυναίκα να προσπαθήσει να κάνει τη δουλειά της αποβάλλοντας τα ερεθίσματα της ανισότητας
Η Ελεάννα Τσιχλή ήταν ένα από τα πιο πρόσωπα που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση της ένωσης «Κάτω από τη σκηνή», μια συλλογικότητα η οποία περιλαμβάνει και εκπροσωπεί όλα τα υποφωτισμένα επαγγέλματα που συλλειτουργούν για το ανέβασμα μιας παράστασης. «Χρειάστηκε να καταλάβουμε πως είναι περισσότερα όσα μας ενώνουν παρά αυτά που μας χωρίζουν. Και είδαμε πως θα ήταν ωφέλιμο να φτιάξουμε ένα ισχυρό όργανο και να διεκδικούμε με τους ίδιους όρους τα εργασιακά μας δικαιώματα που έχουν καταπατηθεί από την κρίση μέχρι σήμερα».
Μέσα από αυτές τις ενέργειες, οι «Κάτω από τη Σκηνή» έχουν συστήσει ένα προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο, στο οποίο η σκηνοθέτις συμμετέχει, ενώ δρομολογείται και το τελικό καταστατικό της Ένωσης που θα οδηγήσει στην ιδρυτική της συνέλευση, προγραμματισμένη για τον προσεχή Ιούνιο. Την διαδικασία αυτή θα ακολουθήσει η εκλογική διαδικασία και το άμεσο κάλεσμα προς τον πληθυσμό των ειδικοτήτων των παραστατικών τεχνών. Την ίδια ώρα – και μετά την αποκάλυψη κακοποιητικών συμβάντων μέσα στο θέατρο – έχει συμβάλλει ενεργά στην σύσταση του κώδικα δεοντολογίας – για την οποία πολύς λόγος έγινε πέρυσι από πλευράς υπουργείου αλλά οι διαδικασίες μοιάζουν να έχουν κολλήσει.
Βέβαια, ως γυναίκα δημιουργός, η Τσιχλή γνώρισε από νωρίς το καθεστώς κρίσης στο οποίο υπόκεινται πολλές συνάδελφοι της στην τέχνη, κάνοντας την θεατρική πραγματικότητα να μοιάζει με μια μικρογραφία της κοινωνίας που ζούμε. «Ομολογώ πως επιλέγοντας να σκηνοθετήσω στερήθηκα γρήγορα την γυναικεία πλευρά μου και ίσως χρειάστηκε να ενηλικιωθώ μέσα από μια άλλη διαδρομή. Είναι μεγάλη πρόκληση για μια γυναίκα να υπάρξει σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο και να προσπαθήσει να κάνει τη δουλειά της αποβάλλοντας τα ερεθίσματα της ανισότητας και ξεφεύγοντας – όσο μπορεί – από τα έμφυλα στερεότυπα. Ακόμα με πονούν όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί» εξηγεί.
Μέσα από τη διαδρομή, η Ελεάννα Τσιχλή καταλαβαίνει τον ακτιβισμό ως μια βασική λειτουργία: «Να μην φοβόμαστε μέσα από τη δουλειά μας να αναμοχλεύουμε πολιτικά ζητήματα. Να βρισκόμαστε στο πλευρό εκείνων που βρίσκονται σε δυσμένεια, όποιοι κι αν είναι αυτοί και να το επικοινωνούμε. Να αγκαλιάζουμε την κοινωνία γιατί γι’ αυτό ξεκινήσαμε να κάνουμε τέχνη».
Και μόνο που ακόμα γίνεται συζήτηση για τη γυναικεία ματιά στα πράγματα είναι αρκετό, όπως λέει, για να καταδείξει το πρόβλημα. «Η πατριαρχική κοινωνία βλέπει τα γυναικεία χαρακτηριστικά ως αδυναμίες. Ας αποδεχθούμε ότι η ευαλωτότητα και η θηλυκότητα είναι μια άλλη αντιμετώπιση της πραγματικότητας και πως την χρειαζόμαστε. Δεν πρέπει να φοβόμαστε να λυγίσουμε δουλεύοντας. Δεν πρέπει να φοβόμαστε να σκεφτούμε για την ύπαρξη με θηλυκό τρόπο. Κι αυτός είναι ένας νέος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε».
Χρειάζεται να ανατρέξει σε ένα τεράστιο κενό στον προσωπικό της χρόνο, στο πένθος για ένα δικό της άνθρωπο, ώστε να βρει την αφετηρία μιας ζωής που σήμερα θεωρεί δεδομένη. Ακριβώς ένα χρόνο μετά το χαμό του αδερφού της, η Ειρήνη Φαναριώτη θα έβρισκε στο δρόμο μια αδέσποτη σκυλίτσα. Λίγο τα παιχνίδια του μυαλού, λίγο το αβίαστο δέσιμο που γεννιέται με ένα ζώο, άρχισε (ερήμην της σχεδόν) να χτίζει μια φιλοπεριβαλλοντική και φιλοζωϊκή θέση ζωής που την χαρακτηρίζει τα τελευταία δέκα χρόνια.
Η περίθαλψη αδέσποτων αλλά και η διάσωση παραγωγικών ζώων μπήκε στο επίκεντρο της δράσης της, είτε με ίδια μέσα, είτε σε συνεργασία με φιλοζωϊκές οργανώσεις της επαρχίας, απ’ όπου κατάγεται και όπου το πρόβλημα είναι πολύ διογκωμένο. «Κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά σε ένα περιστατικό εγκατάλειψης ή κακοποίησης μπαίνω πάντα στο ίδιο δίλημμα: Αν θα το αναλάβω προσωπικά ή όχι. Αλλά είναι τέτοια η συναισθηματική νοημοσύνη αυτών των πλασμάτων που δεν σου επιτρέπει να κάνεις αλλιώς» παρατηρεί.
Πλέον, η ίδια έχει περάσει στον βιγκανισμό κατανοώντας πως οι προσωπικές μας επιλογές καθιερώνουν ή τουλάχιστον συμβάλλουν σημαντικά στην δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας. «Πόσες έρευνες επιβεβαιώνουν πως η υπερκατανάλωση κρέατος επιβαρύνει δραματικά το οικοσύστημα άρα και τον αέρα που αναπνέουμε; Δεν υπάρχει, πλέον, η δικαιολογία ότι δεν ξέρουμε. Οι τροφικές επιλογές μας, η χρήση πλαστικού, η κατάχρηση του αυτοκινήτου ανήκουν όλα στον ίδιο κύκλο καταστροφής του πλανήτη» διαμαρτύρεται.
Η πρώτη της απόπειρα να διευρύνει τον κύκλο της δράσης της σε ένα μεγαλύτερο κοινό ήρθε με το «Stray Stories», έναν κύκλο εκπομπών που παρουσίασε στο You Tube, αλλά ελλείψει πόρων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει. Όχι, όμως, και την ίδια την προσπάθεια.
Αντιδρώ στην αδικία και την κακοποίηση όπου την βλέπω. Ενάντια σε ένα ζώο ή έναν άνθρωπο
Φέτος, η Ειρήνη Φαναριώτη αποφάσισε να φέρει σε σύζευξη τη δουλειά της στο θέατρο και τη φιλοζωϊκή της δράση. Σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου ανέβασε τη νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη «Η δεξιά τσέπη του ράσου», πάνω στην ιστορία ενός μοναχού που περιθάλπει μια έγκυο αδέσποτη σκυλίτσα. «Μια τέτοια παράσταση στην επαρχία έχει άλλη λειτουργία, σχεδόν εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Μέσα σε ένα μήνα παραστάσεων, είχαμε πολύ κόσμο μα το σημαντικότερο ήταν η μεταβολή του. Μίλησε κατευθείαν στο παιδικό κομμάτι των θεατών και κάποιοι από αυτούς απευθύνθηκαν στην φιλοζωϊκή Αγρινίου για υιοθεσία».
Καθώς ετοιμάζει την κάθοδο της «Δεξιάς τσέπης του ράσου» και στην Αθήνα, αλλά και την επόμενη σκηνοθεσία της με παρόμοια χαρακτηριστικά, η Φαναριώτη θεωρεί συνώνυμη την κοινωνική εμπλοκή με τον ακτιβισμό. «Ανέκαθεν με διακατείχε αυτό το συναίσθημα, αλλά πλέον δεν μένω ποτέ αμέτοχη: Αντιδρώ στην αδικία και την κακοποίηση όπου την βλέπω. Ενάντια σε ένα ζώο ή έναν άνθρωπο».
Πιστεύει πως αυτό είναι ένα ακόμα γυναικείο πλεονέκτημα. «Αισθάνομαι πως η γυναικεία φύση είναι οπλισμένη να αγκαλιάζει, να φιλοξενεί τη νέα ζωή. Γι’ αυτό και η σχέση της με το περιβάλλον είναι πιο ισχυρή. Είναι πλασμένη να συνδέεται βαθύτερα με τη γη και τη ζωή. Αναπόφευκτα έχει μια αυξημένη συναισθηματική νοημοσύνη».
Από την εποχή που ήταν ενεργή στο σχήμα των Stereo Nero Dance Co., μέχρι και σήμερα, παραμένει δεινή παρατηρήτρια του λαϊκού ιδιώματος και του τρόπου που η κοινωνική εμπειρία αποτυπώνεται σε θεατρικό και χορευτικό κώδικα. Αυτή η ενασχόληση που είχε κορυφωθεί πολλές φορές σε παραστάσεις (θυμίζουμε το «Dalga» του 2018) φαίνεται πως την είχαν από καιρό γειώσει στη σχέση με την κοινωνία, ώστε να μπορεί κανείς να κάνει εύκολα τη σύνδεση με την τωρινή συνδικαλιστική της δράση.
Ωστόσο, η Κατερίνα Φώτη είναι πολιτικά ενεργή από τα πρώτα φοιτητικά της χρόνια στη Νομική Σχολή Αθηνών, μια λειτουργία που απλώς μετάγγισε στην έτερη ιδιότητα της – αυτήν της χορογράφου και χορεύτριας.
«Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι προβληματικά πράγματα δεν κοινοποιούνται, δεν λέγονται ανοιχτά. Αυτό με συνόδευε πάντα και δεν έχει σταματήσει. Είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργίας μου και μάλλον γι’ αυτό δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω ακριβώς ακτιβισμό. Με οδηγεί το νοιάξιμο για τον συνάνθρωπο μου και τον κόσμο. Κατεβαίνω στους δρόμους, στις πορείες, πλέον συμμετέχω με ψυχραιμία στα αντάρτικα των social media και φυσικά αντιδρώ σε προσωπικό επίπεδο όταν νιώσω πως βάλλομαι από προσπάθειες επιβολής είτε στο χώρο των εργασιακών, είτε των διαπροσωπικών σχέσεων. Όσο υπάρχει ο χώρος για έναν καλύτερο κόσμο εγώ θα τον διεκδικώ – όχι μόνο σε ατομικό αλλά και συλλογικό επίπεδο. Εξάλλου, αυτή η προσπάθεια λειτουργεί και ανάποδα: Η κοινωνική εγρήγορση σε πάει μπροστά, θέλεις δεν θέλεις».
Ήταν, επομένως, αυτονόητη η συμμετοχή της στην πρώτη οργανωτική επιτροπή των Support Art Workers – «την στιγμή της ακμής της», όπως σημειώνει – η νομική εκπροσώπηση του Σωματείου Εργαζομένων στο Χώρο του Χορού (ΣΕΧΩΧΟ) και η ενεργή εμπλοκή της στην κολεκτίβα των Women in Arts (WOM.A) για την καταπολέμηση της γυναικείας ανισότητας στην ελληνική τέχνη. «Η ενασχόληση μου με το σωματείο πηγάζει και από την πολιτική μου ταυτότητα και την ανάγκη να προστατευτούν τα εργασιακά δικαιώματα του κλάδου μας. Δυστυχώς, οι καλλιτέχνες συχνά χανόμαστε μέσα στο δημιουργικό κομμάτι και καταδικάζουμε οι ίδιοι την δουλειά μας σε κακούς όρους καθώς συμβιβαζόμαστε. Από την άλλη, η δημιουργία του WOM.A ήρθε ως επείγουσα ανάγκη για έναν ασφαλή κύκλο όπου γυναίκες καλλιτέχνιδες συνυπάρχουμε, αρθρώνουμε λόγο και συζητάμε για την ιδανική κατάσταση παρουσίας της γυναίκας στην τέχνη και την κοινωνία».
Υπάρχει ένα τεράστιο ζήτημα ορατότητας της γυναικείας δημιουργίας
Η κολεκτίβα έκανε το πρώτο δημόσιο βήμα της μετά την δημόσια παραδοχή της Ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου πως υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης· μια χειρονομία θάρρους που πυροδότησε το coming out του ελληνικού metoo με επίκεντρο τον χώρο των παραστατικών τεχνών. Έκτοτε, ο στενός πυρήνας των Women in Arts δουλεύει εντατικά πάνω στο μεγάλο έργο καταγραφής όλων των εν ζωή Ελληνίδων καλλιτεχνών, πολλές από τις οποίες παραμένουν άγνωστες. «Υπάρχει ένα τεράστιο ζήτημα ορατότητας της γυναικείας δημιουργίας. Και στα μάτια μου, φαντάζει αδιανόητο πως μετά από το κύμα όλων αυτών των αποκαλύψεων το ελληνικό θέατρο εξακολουθεί να προβάλλει έμφυλα στερεότυπα. Γενικά, εξακολουθούμε να τρεφόμαστε με αντρική τέχνη. Και παλεύουμε να απαντήσουμε με ένα κομμάτι ευαισθησίας σε αυτήν την πραγματικότητα, σε αυτόν τον κόσμο» τονίζει η ίδια.
Η υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία είναι για την Κατερίνα Φώτη κρίκος ενός μεγαλύτερου προβλήματος. «Το σύστημα ψάχνει πάντα να παράξει αδύναμους κι αυτό εισβάλλει παντού μέσα στην αλυσίδα της παραγωγής. Επεκτείνεται και στην παρουσία της γυναίκας, στην LGBT κοινότητα, στους πρόσφυγες, παντού. Είναι το ίδιο σύστημα που μας έχει βάλει όλους σε μια κούρσα φρενήρους επιβίωσης, από την οποία λείπει παντελώς ο ελεύθερος χρόνος και η διαφυγή προς το όνειρο».
Τι προσφέρει η γυναικεία παρουσία στο πεδίο του ακτιβισμού; «’Ο,τι προσέφερε πάντα στους αιώνες, αλλά πάντα παρέμενε αόρατο και υποφωτισμένο» απαντά η Φώτη. «Τον διορατικό και ευαίσθητο τρόπο τους να διαβάζουν τα πράγματα. Απλώς, σήμερα αισθάνομαι πως είμαστε πιο ενδυναμωμένες απέναντι στις μορφές της εξουσίας».