Συν&Πλην: «Πονηρό Πνεύμα» στο Εθνικό Θέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Πονηρό πνεύμα» σε σκηνοθεσία τoυ Γιάννη Χουβαρδά που ανεβαίνει στην κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Κατά το δεύτερο χρόνο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι Δυνάμεις του Άξονα βομβαρδίζουν ανηλεώς το Λονδίνο, ο Νόελ Κάουαρντ γράφει το έργο που τον ξαναέφερε στο προσκήνιο της κωμωδίας ηθών – μετά από μια σειρά μεγάλων επιτυχιών στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ήρωας του είναι ο Τσαρλς, ένας bon viveur μεγαλοαστός συγγραφέας που διανύει το πέμπτο έτος του γάμου του με τη δεύτερη γυναίκα του, τη Ρουθ. Ο Τσαρλς παντρεύτηκε τη Ρουθ μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου, Ελβίρας. Στη διάρκεια ενός πάρτι – ναι, κατά τη διάρκεια του πολέμου – το ζευγάρι προσκαλεί την Μαντάμ Αρκάτι, μια ιδιόρυθμη πνευματίστρια με σκοπό να διασκεδάσουν την πλήξη τους, αναζητώντας όσα βρίσκονται στην άλλη πλευρά. Στην πραγματικότητα, ο Τσαρλς γράφει ένα βιβλίο μυστηρίου και χρησιμοποιεί τη συγκυρία ως πηγή έμπνευσης. Ωστόσο, η βραδιά αποδεικνύεται εξόχως ανατρεπτική, όταν στη διάρκεια του αποκρυφιστικού πειράματος προκύπτει πράγματι μια επικοινωνία με τον κόσμο των ψυχών και δη με εκείνην της αδικοχαμένης Ελβίρας…
Πέντε ημέρες στην αγγλική εξοχή, χρειάστηκε ο Κάουαρντ για να γράψει το «Πονηρό Πνεύμα»: Αυτή την, φαινομενικά, κωμωδία παρεξηγήσεων και συζυγικών ηθών που κορυφώνεται σε μια έντονα υπαρξιακή δραμεντί. Αντλώντας από το μεταφυσικό στοιχείο – αγαπημένο μοτίβο της αγγλικής δραματουργίας και λογοτεχνίας – ο Βρετανός συγγραφέας δημιουργεί ένα φαρσικό συγκρουσιακό πεδίο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, στην πίστη και στην απιστία, στην γιορτή και το πένθος. Και ξαφνικά, τραβάει μια αόρατη γραμμή όπου όλες αυτές οι καταστάσεις συναντώνται δημιουργώντας μια πικρή, σκοτεινή αλλά και συνάμα πνευματώδη και απολαυστική αλληγορία.
Καταθέτει επίσης, έστω και ακροθιγώς, ένα κοινωνικό σχόλιο για το πως η ανώτερη τάξη – στην οποία ο Κάουαρντ είχε καταφέρει να εισχωρήσει – αποστασιοποιείται από τα σημαντικά της ζωής και ασχολείται απλώς με την καλοπέραση της. Ακόμα κι όταν γύρω της πέφτουν βόμβες· όπως και πέφτουν.
Δεν είναι τυχαίο πως το «Πονηρό πνεύμα» ανέβηκε τον Ιούλιο του 1941 στο Piccadilly Theater στο West End, καθώς οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν ακατάπαυστα κοντά στο θέατρο και κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας. Παρόλα αυτά, οι Λονδρέζοι συνέρρεαν στο θέατρο, ανάγοντας το έργο στην μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της καριέρας του Νόελ Κάουαρντ. Το «Πονηρό πνεύμα» ανέβηκε σύντομα στο Μπρόντγουέϊ κι έγινε ταινία με πρωταγωνιστή τον Ρεξ Χάρισον, εγκαινιάζοντας τη φρενήρη πορεία του στο θέατρο, που γοήτευσε ακόμα και τον Χάρολντ Πίντερ. Στο Εθνικό Θέατρο ανεβαίνει για πρώτη φορά.
Εκκινώντας από την τακτική της γενναίας αφαίρεσης και την κομψή αισθητική των σκηνοθεσιών του (συνομιλεί ευθέως με τον κόσμο του βωβού κινηματογράφου) ο Γιάννης Χουβαρδάς μοιάζει να αντιλαμβάνεται σε βάθος το πνεύμα του έργου του Κάουαρντ. Όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας ζητούσε, διασκεδάζει με τον μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου, πραγματεύεται τον θάνατο με ελαφράδα και αναγνωρίζοντας το οξύμωρο της θέσης του, ο σκηνοθέτης παραδίδει μια παράσταση που είναι έτοιμη να γύρει, ανά πάσα στιγμή, από την μια ή την άλλη πλευρά.
Σε αυτό το θεατρικό bras de fer πότε κερδίζει έδαφος το γκροτέσκο και το φαρσικό στοιχείο και πότε η υπαρξιακή απελπισία και η τραγικότητα. Σε μεγάλη ετοιμότητα για να υποταχθούν σε όλους αυτούς τους κώδικες οι ηθοποιοί της παράστασης με πλέον διαθέσιμους τους Αργύρη Ξάφη, Αμαλία Μουτούση, Άννα Μάσχα και Κωνσταντίνα Τάκαλου.
Τα Συν (+) H σκηνοθεσίαΕπιδραστικός είναι, μεταξύ άλλων, ο σκηνοθέτης που γυρεύει να ερμηνεύσει την εποχή του ή να την παρηγορήσει. Ο Γιάννης Χουβαρδάς αφουγκράζεται το κοινωνικό περιβάλλον όπως διαμορφώνεται μέσα από τον φόβο μιας πανδημίας (άρα και της απειλής του θανάτου) και – χωρίς δηλαδή να αναζητά επικαιρικές συνδέσεις – παρακολουθεί την συμπεριφορά του ανθρώπου που νιώθει την ανάσα του θανάτου στο σβέρκο του. Είναι ο άνθρωπος που παραλύει από το φόβο και συνάμα επιζητά την παλιά ανεμελιά του.
Η ανάγνωση αυτή – πολύ κοντινή στον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου – γονιμοποιεί τη μαύρη κωμωδία του Νόελ Κάουαρντ από μια σχετικά ανώδυνη μεταφυσική φάρσα σε ένα υλικό με υπαρξιακό πυρήνα. Το γνώριμο αισθητικό σχήμα των σκηνοθεσιών Χουβαρδά – εδώ σε πλήρη ελλειπτικότητα – φέρνει τους ηθοποιούς σε απόλυτους διαχειριστές αυτής της αφήγησης.
Ευτυχεί η παράσταση του Εθνικού καθώς συγκεντρώνει έναν πολύ αξιόλογο θίασο και μάλιστα σε στιγμές πολύ παραγωγικές για τον καθένα. Καταρχάς, ο Αργύρης Ξάφης στον ρόλο του εγωκεντρικού Τσαρλς μοιάζει να απελευθερώνεται με ένα τέτοιο έργο, ενεργοποιώντας πλήρως την εκφραστική του παλέτα και μέσω αυτής γίνεται φορέας ενός φλεγματικού χιούμορ.
Η Αμαλία Μουτούση – μετά και την εμφάνιση της στους «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου – δηλώνει ξεκάθαρα πως έχει μια αναξιοποίητη φλέβα χρυσού στην κωμωδία. Η Μαντάμ Αρκάτι της δίνει τα εύσημα μιας σπουδαίας κλόουν, με μια τρομερή σωματική ευγλωττία που την φτάνει στα όρια της αποκάλυψης. Πραγματικά, σαρωτική. Σε παρόμοια διάθεση, η Κωνσταντίνα Τάκαλου, στο ρόλο της Ρουθ, είναι ξεκαρδιστική μέσα στην συζυγική της υστερία – φανταστείτε δε σκηνές ζηλοτυπίας για ένα φάντασμα – και λειτουργεί ως ένα ακόμα δυνατό υλικό που σπρώχνει την παράσταση στην κωμωδία.
Η Άννα Μάσχα, με τη σειρά της, στον εξωπραγματικό ρόλο της Ελβίρα δίνει την απάντηση για την σπαζοκεφαλιά του πως ερμηνεύεται στο θέατρο ένα πνεύμα: Αθόρυβη, διάφανη με αιθέρια κίνηση και σκανδαλιάρικη διάθεση κάνει πιστευτή την ‘παρουσία’ του φαντάσματος, μπολιάζοντας την με την ακραία γοητεία του αγνώστου. Ο Γιώργος Γλάστρας και η Κατερίνα Λέχου, παρά την σύντομη παρουσία τους ως ζεύγος Μπράντμαν προσθέτουν ένα χαριτωμένο αέρα γκροτέσκου, καθήκον που επιφορτίζεται κυρίως η Ειρήνη Λαφαζάνη στο ρόλο της υπηρέτριας Λούσι.
Οι φωτισμοίΣε μια κωμωδία φαντασμάτων, όπου η μυστηριακή ατμόσφαιρα είναι ιδιαίτερη κρίσιμη, η Χριστίνα Θανάσουλα τα καταφέρνει περίφημα, δημιουργώντας θολά και με βάθος τοπία, εντείνοντας την αίσθηση του μεταφυσικού. Θα έλεγε κανείς, ότι γίνονται το σκηνικό, σε μια παράσταση που δεν επενδύει στη σκηνογραφία.
Τα ασπρόμαυρα μοτίβα με τα οποία παίζει η Ιωάννα Τσάμη, πέραν του γούστου και της καλαισθησίας των κοστουμιών που έχει φτιάξει, έχουν σημειολογική αξία: Υπερτονίζουν το ύφος της «μαύρης κωμωδίας» καθώς και της σχέσης θανάτου – ζωής. Από την άλλη, η Εύα Μανιδάκη παρά το περιορισμένο πεδίο δράσης, φέρνει κάποια σημαίνοντα σκηνικά αντικείμενα, αρκούντως υπαινικτικά μέσα σε μια αφηρημένη συνθήκη.
Η μετάφρασηΣταθερή συνεργάτιδα του Γιάννη Χουβαρδά, η Έρι Κύργια παραδίδει εδώ μια πληθωρική όσο και παιγνιώδη μετάφραση, που αναδεικνύεται θαυμάσια από τους πρωταγωνιστές της παράστασης.
Η χρήση της σκηνής ως ένα άδειο black box αλλά και η χρήση ειδικών μικροφώνων που μεταφέρουν τις φωνές με εφέ προκαλούν κάποια μικρά προβλήματα στην ακουστική, ειδικά κατά την έναρξη της παράστασης.
Κατά το δεύτερο μέρος της παράστασης, κάποια σημεία ξεχειλώνουν, αποδυναμώνοντας (αδικαιολόγητα) το κωμικό στοιχείο.
Η μουσικήΟι, συνήθως, πληθωρικές συνθέσεις του Θοδωρή Οικονόμου λείπουν και περιορίζονται σε κάποια σύντομα και επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα.
Το άθροισμα (=)Εγκεφαλική – αλλά χωρίς να στερείται το κωμικό της ήθος – και αισθητικά άψογη ανάγνωση του Νόελ Κάουαρντ που απογειώνεται από τις υψηλού επιπέδου ερμηνείες.