8 σπουδαία αντιρατσιστικά ποιήματα που «γκρεμίζουν» τις φυλετικές διακρίσεις
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και τη Διεθνή Ημέρα Εξάλειψης Φυλετικών Διακρίσεων, ξεχωρίζουμε 8 αντιρατσιστικά ποιήματα που μάς υπενθυμίζουν αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, πως όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ίδια αξία.
Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, εν έτη 2022, οι φυλετικές και γενικές διακρίσεις δεν έχουν σταματήσει να υφίστανται. Αρκετοί είναι οι συνάνθρωποί μας που βιώνουν τον ρατσισμό, απλά επειδή έτυχε να γεννηθούν σε κάποια άλλη χώρα ή να έχουν κάποιο χαρακτηριστικό που τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους.
Αυτό που θα έπρεπε όλοι να έχουμε ήδη καταλάβει, όμως, είναι πως κανένας άνθρωπος δεν έχει μικρότερη αξία από τον άλλο και φυσικά, πως το διαφορετικό ποτέ δεν θα έπρεπε να θεωρείται κάτι κακό ή ντροπιαστικό.
Ευτυχώς βέβαια για την ανθρωπότητα, υπάρχουν οι τέχνες, που δίνουν πάντα μία «ηλιόλουστη νότα» στη ζωή μας και μιλούν ακριβώς για αυτά που θα έπρεπε όλοι να αναγνωρίζουν. Με αφορμή λοιπόν την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, συγκεντρώσαμε 8 αποσπάσματα αντιρατσιστικών ποιημάτων, που καταφέρνουν να μας φέρουν πιο κοντά σε μία κοινή λογική, η οποία θα έπρεπε να κυριαρχεί.
Το χαρακτηριστικό αυτό ποίημα είναι γραμμένο από έναν ανώνυμο μετανάστη, ο οποίος εκτός από την θλίψη του ξεριζωμού από την πατρίδα του, έπρεπε να υποστεί και φυλετικές διακρίσεις από τους κατοίκους της νέας του πατρίδας.
Επειδή άλλη μάνα με γέννησε
και σ’ άλλη γλώσσα άκουσες εσύ
τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια…
μη με φωνάζεις «ξένο»
το ψωμί σου δε διαφέρει απ’ το δικό μου
το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,
σαν τη φωτιά καίει
και η δική μου φωτιά.
Γιατί λοιπόν με φωνάζεις «ξένο»;
Επειδή σ’ άλλους δρόμους βρέθηκα
και σ άλλο λαό γεννήθηκα
και άλλες θάλασσες γνώρισα
και απ’ αλλού σάλπαρα;
[…]
Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός
σταμάτα τώρα να με φωνάζεις «ξένο»
αν θέλεις, κοίταξέ με στα μάτια,
πιο πέρα απ’ το μίσος
ας φθάσει η ματιά σου,
ας ξεπεράσει φόβο, εγωισμό.
Για δες, άνθρωπος είμαι κι εγώ
Όχι, δεν είμαι «ξένος»!
Δεν είναι λίγες οι φορές που τα παιδιά έχουν αποδειχθεί πιο ώριμα από τους ενήλικες, και μία τέτοια απόδειξη είναι το συγκεκριμένο ποίημα. Γραμμένο από ένα παιδί από την Αφρική, κατάφερε να συγκινήσει την παγκόσμια κοινότητα και να προταθεί το 2006 από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο ποίημα της χρονιάς.
Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος
Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος
Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος
Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος
Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος
Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος
Κι εσύ λευκέ άνθρωπε
Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ
Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι λευκός
Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος
Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε
Όταν φοβάσαι, γίνεσαι κίτρινος
Όταν αρρωσταίνεις, γίνεσαι πράσινος
Κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι γκρι
Και αποκαλείς εμένα έγχρωμο…
Καπνισμένο Τσουκάλι-Γιάννης ΡίτσοςΤο πρώτο από τα αντιρατσιστικά ποιήματα του σπουδαίου Γιάννη Ρίτσου, μας θυμίζει πως όλοι στο τέλος είμαστε ίδιοι, ακόμα και αν διαφέρουμε.
Εδώ είναι φως αδερφικό — απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να ’μαι εγώ πάνω από σένα ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να ’ναι ο καθένας μας πάνω απ’ τον εαυτό του.
Εδώ είναι ένα φως αδερφικό που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα
στο μεγάλο τοίχο.
[…]
Ένα τσουκάλι λοιπόν. Τίποτ’ άλλο.
Πήλινο, μαυρισμένο τσουκάλι,
βράζοντας, βράζοντας και τραγουδώντας,
βράζοντας πάνω στου ήλιου τη φωτιά και τραγουδώντας.
[…]
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
από τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Στο δεύτερο αυτό ποίημά του, ο Ρίτσος αναφέρεται στον άνεμο της αλλαγής, ο οποίος κάποτε θα καταφέρει να γκρεμίσει τα τείχη που οι άνθρωποι έφτιαξαν, για να ξεχωρίσουναπό άλλους ανθρώπους.
Είναι μεγάλος τούτος ο άνεμος
είναι πελώριος τούτος ο άνεμος
είναι χαρούμενος, χαρούμενος, χαρούμενος,
ρίχνει τα τείχη που ύψωσαν ανάμεσα στους λαούς
ρίχνει τα τείχη του θανάτου
ρίχνει τα τείχη ανάμεσα στο νου και στην καρδιά
τα τείχη ανάμεσα σε σένα και σε μένα
κι ανοίγει διάπλατα, πάνου απ’ τον κόσμο, του ήλιου παράθυρο.
Ακούστε πώς σφυρίζει τούτος ο άνεμος
μέσα στις ματωμένες γειτονιές του κόσμου.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο μεγάλος εκφραστής του ελληνικού σουρεαλισμού, εκτός από εξαιρετικός ζωγράφος ήταν και ποιητής, ο οποίος μας χάρισε το συγκεκριμένο αντιρατσιστικό ποίημα.
Αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν κατάφερα να καταλάβω
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος /φυλή / θρησκεία
Από το δωμάτιο του στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, το 1958 ο Κώστας Βάρναλης έγραψε το ποίημα αυτό, απορημένος αλλά και νευριασμένος με την ανθρωπότητα, που τόσο αναίσχυντα επιτρέπει τον θάνατο ανθρώπων λόγω της φυλής τους. Στα αποσπάσματα αυτά του ποιήματός του αναφέρονται οι ιστορίες δύο αποτρόπαιων δολοφονιών της δεκαετίας του ’50, αυτή του Έμμερυ Τιλλ και του Γκας Φόστερ, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους επειδή είχαν απλώς διαφορετικό χρώμα στο δέρμα τους και έτυχε να φλερτάρουν με λευκές κοπέλες.
Λαός δεν έμεινε λευκός ή κίτρινος ή μαύρος
που να μη χάρηκε βαθιά στα κόκκαλα το Δίκιο
και να μην τρώγει και αίματα και μ’ ίδρο την μπουκιά του
και που να μην πεθαίνει αυτός να ζει τ’ αφεντικό του.
[…]
Ενα νεγράκι, Εμμερυ Τιλλ, κατράμι των αιώνων,
εσφύριξε σε μια λευκή νεράιδα που περνούσε
κ’ ευτύς του κόψαν τ’ απαυτά να μην ξανασφυρίξει
παράδειγμα και μάθημα για κάθε Τιλλ του κόσμου.
Με μαύρα γράμματα σε ήλιου και φεγγαριού το δίσκο
Εμμερυ Τιλλ εγράψανε να βλέπουν να φοβούνται
άσπροι, μαύροι και κίτρινοι να μην ποτέ σφυρίξουν
μα να φιλούν ευλαβικά την άγιαν άλυσό τος.
[…]
Και να τώρα ξανάγραψεν η Θεά Δικαιοσύνη
δεύτερο μαύρον όνομα και σ’ ήλιο και φεγγάρι
Γκας Φόστερ, δεκαεφτά χρονών, μαύρος κι αυτός μιας μαύρης
μοναχοπαίδι, στήριγμα κ’ ελπίδα της φυλής του
τι μίλησε σε μια λευκή από να δρόμο σ’ άλλο.
Και τότε ο άγγελος φρουρός της Παξ Αμερικάνα
του φύτεψε μιαν πιστολιά στο μαύρο του κροτάφι
για να σωθούν ολ’ οι λαοί κίτρινοι, μαύροι κι άσπροι.
[…]
Προσπέφτουμε στα γόνατα για να προσευχηθούμε
να κόβει μέρες μας ο Θεός και να σας δίνει χρόνους
ξεσοϊσμένοι Θούληδες κι αισχροί Νεοκοσμίτες
να δώσετε μιαν πιστολιά σ’ όλης της Γης το μαύρο
κροτάφι, μάιδε να σφυράει και μάιδε να μιλάει!
[…]
«Για ιδέστε τον αμάραντο σε τι γκρεμό κρατιέται
τον τρων τα λάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια και μερώνουν
να χε τον φάει κ’ η μάνα μας να μη μας εγεννούσε».
Όχι!… Μ’ αυτά τα χέρια μας στα βάθη της αβύσσου,
να τους γκρεμοτσακίσουμε τους Δράκοντες του κόσμου.
Το ποίημα αυτό του Μπέρτολντ Μπρεχτ γράφτηκε το 1938, όταν ο ναζισμός και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που πλησίαζε, έστεκαν απειλητικά πάνω από όλη την ανθρωπότητα. Το ποίημα μιλά για το μίσος που οι λίγοι καταφέρνουν να φυτέψουν στους πολλούς. Για ένα μίσος που δεν κρύβει καμία στέρεα βάση από πίσω του, μόνο συμφέροντα, και παρόλα αυτά καταφέρνει να γονατίσει έναν ολόκληρο λαό, στη συγκεκριμένη περίπτωση τους Εβραίους, που μπαίνει στο στόχαστρο και «πυροβολείται».
Αν, όπως διαλαλούν οι αρχηγοί μας στα μεγάφωνά τους,
οι Εβραίοι ευθύνονται για όλες τις κακοτυχίες μας,
και δεδομένου ότι οι αρχηγοί μας είναι πάνσοφοι
καθώς μας λένε και μας ξαναλένε οι ίδιοι,
τότε είναι ολοφάνερο πως οι συμφορές μας που όλο και πληθαίνουν,
οφείλονται στο πλήθος των Εβραίων που όλο και λιγοστεύουν.
Οι Εβραίοι μονάχα φταίνε που μας δέρνει η πείνα,
ενώ οι μεγαλοκτηματίες μας ψοφάνε από τη δουλειά σπέρνοντας και θερίζοντας
κι ενώ οι καρχαρίες του Ρουρ
δεν τρώνε παρά τα ψίχουλα
που πέφτουν απ’ του εργάτη το τραπέζι.
Εξ άλλου οι Εβραίοι μονάχα είν’ αιτία που δεν υπάρχει στάρι για ψωμί,
μια κι ο στρατός έχει επιτάξει, για γυμνάσια και στρατώνες,
κάμπους και πλαγιές όσο μια επαρχία ολόκληρη.
Αφού λοιπόν, είναι οι Εβραίοι συμφορά για το λαό μας,
είναι εύκολο πολύ, για το λαό, να ξεχωρίσει έναν Εβραίο.
Δεν χρειάζεται, γι’ αυτό, να δεις πιστοποιητικά γεννήσεως
ούτε εξωτερικά γνωρίσματα
—αυτά είναι, πολλές φορές, απατηλά.
Φτάνει, μονάχα, να ρωτήσεις:
«Είναι ο Δείνα ή ο Τάδε συμφορά για μας;»
Αν ναι, τότε είναι σίγουρα Εβραίος.
Μια συμφορά δεν την ξεχωρίζεις
από της μύτης το σχήμα,
μα από τις ζημιές όπου σωριάζει.
Οι πράξεις, και όχι οι μύτες, αφανίζουν.
Από την λίστα μας δεν θα μπορούσε να λείπει το συγκεκριμένο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, ο οποίος σε λίγες γραμμές κατάφερε να μας διδάξει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, να παλεύεις για όλους και όχι μόνο για τον εαυτό σου και να μην φοβάσαι να ρισκάρεις, μέχρι να μπορούμε να μιλάμε για πραγματική ισότητα, ειρήνη και δικαιοσύνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.