Συν & Πλην: «Τρωίλος και Χρυσηίδα» στο Εθνικό Θέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Τρωίλος και Χρυσηίδα» σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πανουργιά που ανεβαίνει στο ισόγειο Rex του Εθνικού Θεάτρου.
Ο Τρωϊκός πόλεμος διανύει τον έβδομο χρόνο τέλεσης του, όπου όλα παρακμάζουν και καταρρέουν. Η έκβαση της σύρραξης είναι αμφίρροπη, το τέλος του πολέμου δεν φαίνεται στον ορίζοντα και οι δύο πλευρές μοιάζουν παγιδευμένες στον εφιάλτη. Τόσο οι Τρώες όσο και οι Έλληνες δεν παραπέμπουν σε τίποτα το ηρωϊκό· αντίθετα υμνούν την πτώση του ηρωϊσμού και επιμένουν στο άδικο του πολέμου και στην τρέλα του μεγαλείου. Είναι τότε, μέσα σε αυτό το περιβάλλον πλήρους αποσύνθεσης, όπου ο έρωτας του Τρωίλου (γιου του Πριάμου) για την Χρυσηίδα (κόρη του αποστάτη μάντη Κάλχα) προσπαθεί να γεννηθεί. Μα πριν προλάβει, το κορίτσι ρίχνεται στο στρατόπεδο των Ελλήνων ως προϊόν ανταλλαγής για έναν άλλο Τρωαδίτη αιχμάλωτο. Σύντομα, για να επιβιώσει, η Χρυσηίδα αναγκάζεται να εκπορνευτεί στις σκηνές των Ελλήνων πολέμαρχων, προδίδοντας τις ερωτικές υποσχέσεις της στον Τρωίλο.
Στην ανατολή του 17ου αιώνα, παρακολουθώντας τους αρχαίους μύθους που εξακολουθούσαν να γοητεύουν την Ελισαβετιανή Αγγλία, ο Σαίξπηρ γράφει με υπονομευτική διάθεση, για το πεδίο μάχης στην Τροία. Τα πρόσωπα του – αν και για πολλούς ταυτισμένα με την γενναιότητα στο πεδίο της μάχης ή με το κύρος της βασιλικής αρχής – εμφανίζονται στο έργο σε απόλυτο συνειδησιακό και ηθικό ξεπεσμό. Νάρκισσοι, υπερόπτες, διεφθαρμένοι, ματαιόδοξοι, «αποχαυνωμένοι από τις απολαύσεις», αυλικοί και πολεμιστές, συντηρούν έναν παράλογο πόλεμο, που με την σειρά του συντηρεί την απεχθέστερη πλευρά του εαυτού τους.
Ο Σαίξπηρ δεν γράφει ούτε τραγωδία, μα ούτε κωμωδία. Το έργο του, που σχεδόν δεν κατατάσσεται, κινείται στον ενδιάμεσο χώρο του σατιρικού δράματος, όπου τα σοβαρά ζητήματα – η εξαγρίωση που επιφέρει ο πόλεμος, η κατάρρευση των αξιών – τίθενται με υπόγειο και ωμό κωμικό πνεύμα.
Άγνωστο παραμένει αν ο «Τρωίλος και η Χρυσηίδα» ανέβηκε κατά την εποχή του συγγραφέα. Πάντως, τα πρώτα τεκμήρια αναφέρουν πως το έργο στο Λονδίνο δεν παραστάθηκε παρά στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην Ελλάδα είδε το φως της σκηνής για πρώτη φορά, το 1973, από τον Κάρολο Κουν.
Παρακολουθώντας την αμφισημία της γραφής του Σαίξπηρ, η ανάγνωση της Μαρίας Πανουργιά κινείται σε ένα πεδίο μεγάλων αντιθέσεων. Με φόντο την πολυετή μάχη Ελλήνων και Τρώων, αντιπαραβάλλεται ο ποιητικός λόγος του Σαίξπηρ με τις αντιηρωϊκές πράξεις των προσώπων της. Ο Σαίξπηρ απομυθοποιεί μεν τους ήρωες, ωστόσο η δική της ερμηνεία γι’ αυτούς είναι ακόμα πιο απαισιόδοξη (αν όχι μηδενιστική) καθώς παραπέμπει ευθέως σε πρωτόγονους πολιτισμούς και άγριες φυλές. Η σατιρική διάθεση του συγγραφέα αποδίδεται εδώ ως στυγνός κυνισμός και ψυχρή γελοιότητα – συνεπώς με δυσκολία αναγνωρίζεται το κωμικό στοιχείο. Την ίδια ώρα η, ομολογουμένως, ιδιαίτερη εικαστική ταυτότητα υπερφαλαγγίζει τη σκηνοθετική λειτουργία. Και τελικά έχουμε ένα εσωστρεφές, και σε σημεία στρυφνό, αποτέλεσμα.
Τα Συν (+) H αισθητική της παράστασηςΗ σκηνογραφία, ως μια επιπλέον ιδιότητα για την πολυτάλαντη Μαρία Πανουργιά, δίνει αναμενόμενα ένα ισχυρό εικαστικό στίγμα στον «Τρωίλο και την Χρυσηίδα». Οι δύο επιβλητικές καλύβες ιθαγενών για τα μεν σκηνικά της Μυρτώ Λάμπρου (την έχουμε γνωρίσει ως βοηθό σκηνογράφου στις δημιουργίες της αείμνηστης Έλλης Παπαγεωργακοπούλου και της ‘Εφης Μπίρμπα) και οι φιγούρες ευτραφών ιθαγενών ως τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη συνθέτουν ένα, υψηλής αισθητικής, τοπίο. Σίγουρα μια από τις πιο δυναμικές σκηνογραφικές παρεμβάσεις που έχουν παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια στο Εθνικό Θέατρο.
Η μετάφρασηΟ Νίκος Χατζόπουλος ξεκίνησε να μεταφράζει τον «Τρωίλο και τη Χρυσηίδα» το 2011 για την σκηνοθεσία του Οσκάρας Κορσουνόβας στο Εθνικό Θέατρο. Η παράσταση ματαιώθηκε και η μετάφραση του παρουσιάζεται (έπειτα από επεξεργασία) σε επίσημη πρώτη με αφορμή τη σκηνοθεσία της Μαρίας Πανουργιά. Τα περισσότερα σύγχρονα ανεβάσματα του Σαίξπηρ βασίζονται, πλέον, σε δικές του μεταφραστικές εργασίες, καθιστώντας το Νίκο Χατζόπουλο ως expert να αποδίδει την ποιητικότητα και τα πυκνά νοήματα στο λόγο του ελισαβετιανού συγγραφέα.
Η μουσικήΗ μελαγχολική ψυχεδέλεια του Blain Reininger, συνιδρυτή των θρυλικών Tuxedomoon, έρχεται ως ιδανικός σχολιαστής της απαισιόδοξης ανάγνωσης της Μαρίας Πανουργιά. Αν και δεν παραβλέπουμε τα μικρά ‘κιτσοπουλικά’ διαλείμματα με μουσικές εισηγήσεις από ελληνικό παραδοσιακό γλέντι.
Κάποιες επιλογές στον κινησιολογικό σχεδιασμό της Ζωής Χατζηαντωνίου ζωντανεύουν την κυρίαρχη τακτική αφήγησης. Κορυφαίες αυτής της απόδοσης της μάντισσας Κασσάνδρας, η ‘παρουσίαση’ της Χρυσηίδας στους αχόρταγους Έλληνες αλλά η χορογραφία της μεγάλης μάχης μεταξύ των δύο στρατοπέδων.
Η 13μελής διανομή της παράστασης αποτελείται από διακεκριμένους ηθοποιούς της νεότερης γενιάς, οι οποίοι εντάσσονται πλήρως στο μη ρεαλιστικό πλαίσιο ερμηνείας που επιλέγει η σκηνοθεσία. Εκείνοι, όμως, που πετυχαίνουν να αναδείξουν – πέρα από την σκηνοθετική οδηγία – την γελοιότητα που εκλύεται από το δράμα, είναι συγκεκριμένοι.
Καταρχάς, διακρίνουμε τους πραγματικούς μοχλούς του έργου, τον προαγωγό Πάνδαρο και τον τρελό Θερσίτη, ερμηνευμένους αντίστοιχα από τον Γιάννη Κλίνη και τον Ηλία Μουλά. Επίσης, τον Μπάμπη Γαλιατσάτο στο ρόλο του επινοητικού Οδυσσέα, τον Κωνσταντίνο Πλεμμένο καθώς υποδύεται τον Έκτορα και τον Τρωίλο του Λάμπρου Γραμματικού. Η Στέλλα Βογιατζάκη και η Νάνσυ Σιδέρη φωτίζουν με περίσσευμα ειρωνείας τη θέση της γυναίκας στον πόλεμο ως Ελένη και Χρυσηίδα, αντίστοιχα.
Η ανάγκη να βρεθεί η ιδανική ισορροπία και να αναδειχθεί ένα έργο που, από γραφής, βρίσκεται στην κόψη δεν επιτυγχάνεται – παρά μόνο σε κάποια σημεία. Το γεγονός πως ο λόγος του Σαίξπηρ ακούγεται και η σκηνογραφία συναρπάζει δεν μοιάζουν αρκετά για να παρασύρουν την όλη κατασκευή σε μια εξωστρέφεια. Στις αλλαγές των σκηνών κυριαρχεί μια έντονη ραθυμία, αρκετοί από τους μακροσκελείς μονολόγους αποδίδονται στεγνά κι αμήχανα, ο φορμαλισμός καταδικάζει μια παράσταση χωρίς συναίσθημα – άρα και με μικρά περιθώρια επικοινωνίας με το κοινό.
Το άθροισμα (=)Ιδιαίτερη, μορφολογικά εμπνευσμένη αλλά στεγνή συναισθημάτων και, τελικά, εσωστρεφής παράσταση.