Η αλήθεια είναι πως μικρότερος ένιωθα πως το κέντρο της πόλης μοιάζει να πέφτει κάπου στον Ειρηνικό, εκεί όπου έμοιαζαν να συμβαίνουν όλα τα μεγάλα και σπουδαία κι εγώ διψούσα να τα ανακαλύψω. Πλέον, αν και ζω στην Κυψέλη, νιώθω ευλογημένος που μπορώ να επισκέπτομαι που και που το πατρικό μου και να έρχομαι σε επαφή με τη φύση σε μια απόσταση τόσο κοντινή από τον αστικό ιστό.
Μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίαςέρχεται από τα καλοκαίρια που περνούσα στον τόπο καταγωγής μου, ένα χωριό χωμένο μέσα στα όρη των Βαρδουσίων. Κάθε Δεκαπενταύγουστο, μετά την καθιερωμένη λειτουργία στο εκκλησάκι πάνω στο λόφο, στρώναμε μεγάλες κουρελούδες στα γρασίδια έξω από το ναό και στήναμε ολόκληρη γιορτή. Συγγενείς, φίλοι και κάτοικοι από τα γύρω χωριά, μαζεύονταν εκεί, κουβαλούσαν τα φαγητά και τα καλούδια τα οποία συγκεντρώνονταν στο κέντρο και τα οποία μοιραζόμασταν μεταξύ μας. Ο ίσκιος που δημιουργούσε η στέγης της εκκλησίας μας προστάτευε από τον καυτό ήλιο και μάς επέτρεπε να μείνουμε εκεί μέχρι αργά το απόγευμα. Τραγούδια, γέλια, εξερεύνηση στο βουνό. Είναι μια από τις εικόνες που κρατώ σαν φυλαχτό.
με εξαίρεση τις καθιερωμένες οικογενειακές συγκεντρώσεις το Πάσχα όπου θα έπεφτε κανένα κλαρίνο ή κάποιο από τα cult hit των ‘90s. Πού και πού ακουγόταν κι ένας Πάριος στο σπίτι υπό τη συνοδεία του «ξεκούρδιστου» πατέρα μου και κάπου εκεί τελείωνε η ιστορία. Μια χαρά δηλαδή αλλά κάτι δε χτυπούσε μέσα μου. Ήμουν γύρω στα δέκα όταν άκουσα να παίζει στο κασετόφωνο της μητέρας ενός παιδικού μου φίλου ένας δίσκος των Pink Floyd, κάποια τραγούδια του Μάλαμα ενώ παράλληλα τα βράδια, έπαιζαν σε DVD το Grease ή το Κουρδιστό Πορτοκάλι. Ένιωσα πως άνοιξε ένας κόσμος μπροστά μου που έμοιαζε εντελώς αλλόκοτος μα ταυτόχρονα τόσο γοητευτικός. Έκανα επίσης μαθήματα κλασσικής κιθάρας από μικρή ηλικία και πού και πού, χόρευα στο δωμάτιό μου τις χορογραφίες που ξεπατίκωνα από τα video clips που έπαιζαν στην τηλεόραση. Αυτά λοιπόν, μάλλον αποτελούν τις πρώτες μου αναφορές σε σχέση με την τέχνη – ή ίσως αυτές να έχω συγκρατήσει.
Έπειτα από κάποιες εξεταστικές, αμέτρητες χαμένες παρακολουθήσεις στο αμφιθέατρο και παλεύοντας με το σύνδρομο του καλού φοιτητή, που όμως δεν έμοιαζε να οδηγεί σε κάποια εσωτερική ηρεμία, πέρασα από καθαρή περιέργεια την ξύλινη μωβ πόρτα της ερασιτεχνικής ομάδας θεάτρου του Πανεπιστημίου κι αφότου βούτηξα εκεί μέσα, νομίζω πως δεν ξαναβγήκα. Πήγαινα στη σχολή μονάχα στα εργαστήρια τα οποία ήταν τα μόνα που απολάμβανα – και μεταξύ μας, είχαν και όριο απουσιών – κι έπειτα ξημεροβραδιαζόμουν στο θεατράκι μας. Ήμουν, ήμασταν, πολύ τυχεροί που μπήκαμε σε αυτή την ομάδα. Κάναμε τα πάντα· φώτα, κοστούμια, θεατρικά παιχνίδια, παραστάσεις, πάρτυ, φεστιβάλ με ομάδες από όλη την Ελλάδα. Η ομάδα ήταν αυτοδιαχειριζόμενη κι όπως καταλαβαίνετε, είχαμε εμείς τα κλειδιά του χώρου. Όλη η συνθήκη έμοιαζε με ένα μεγάλο κοινόβιο· άνθρωποι από διαφορετικές πόλεις και σχολές, μάς ένωσε η ίδια περιέργεια και λαχτάρα να γνωρίσουμε αυτό που κάποιοι άλλοι πριν από εμάς ονόμασαν «Θέατρο» κι εμείς δεν είχαμε ιδέα τι ακριβώς ήταν μα έμοιαζε πως μπορεί να μας χωρέσει μέσα ολόκληρους, εμάς και τα όνειράς μας. Ταυτόχρονα, αυτή η κρυφή συνενοχή ότι ήρθαμε σε αυτή την πόλη για να γίνουμε γιατροί ή επιστήμονες ενώ εμείς κλεινόμαστε σε έναν χώρο και κάνουμε ασκήσεις εμπιστοσύνης με κλειστά μάτια, είναι ότι πιο συγκινητικό θυμάμαι από εκείνη την εποχή. Υπέροχα χρόνια· υπέροχα.
Η αλήθεια είναι πως δεν έγινε κάποια ανακοίνωση για το ότι σκοπεύω να γίνω ηθοποιός.Ακόμα κι εγώ ο ίδιος δεν μπορούσα να εξηγήσω επακριβώς γιατί πήρα αυτήν την απόφαση, να δώσω δηλαδή εξετάσεις στη δραματική σχολή. Ήταν περισσότερο μια ενστικτώδης απόφαση η οποία βασιζόταν κυρίως στο ερώτημα του πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή μου αν αποφάσιζα να σπουδάσω κάτι που μού δίνει χαρά και γεννά μέσα μου συνεχώς καινούρια ερωτήματα στα οποία θέλω να βρω απάντηση. Όταν τελικά πέρασα, ήρθα κυρίως αντιμέτωπος με τις γνωστές ανησυχίες ενός γονέα που αμφιβάλλει κατά πόσο θα μπορώ να βιοπορίζομαι από ένα χόμπι αλλά και τη σκέψη ότι θα παρατήσω τις προηγούμενες σπουδές μου. Σιγά-σιγά κι αφού πέρασα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου και ήμουν στη θέση να μη χρειάζομαι την οικονομική υποστήριξη του οικογενειακού μου περιβάλλοντος για να τις ολοκληρώσω κι αφότου ήρθαν οι πρώτες επαγγελματικές δουλειές, αποδέχτηκαν πιο εύκολα την επιλογή μου. Παρόλα αυτά, η κορνίζα του άλλου πτυχίου παραμένει άδεια και το ξεσκόνισμά της, συνεχίζεται από τα μέλη της οικογένειας με μεγάλη σχολαστικότητα.
Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά, μετά το τέλος των σπουδών μου, ήταν ο «Άμλετ» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.Η συνάντησή μου επί σκηνής με τους συγκεκριμένους ηθοποιούς αλλά και με το «Αμφι-θέατρο», ένα χώρο για τον οποίο είχα ακούσει τόσα πολλά μα με τον οποίο έπρεπε να συστηθώ για πρώτη φορά και να ανακαλύψω κάτι από την ιστορία του, είναι κάποια από τα πράγματα που κουβαλάω μέσα μου μετά το πέρας της συνεργασίας αυτής. Οι παραστάσεις διεκόπησαν λόγω της πανδημίας με αποτέλεσμα να αφήσουμε το θέατρο κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα μετά την ανακοίνωση για το κλείσιμο των θεατρικών χώρων, με τα καμαρίνια γεμάτα από τα αντικείμενά μας. Όταν μετά από πολλούς μήνες επιστρέψαμε για να μαζέψουμε όσα αφήσαμε πίσω, ήταν κυριολεκτικά σα να έχει σταματήσει ο χρόνος – κάτι που με έναν παράδοξο τρόπο είχε συμβεί. Ο σκηνικός χώρος του αποδομημένου ξύλινου πατώματος έμοιαζε στα μάτια μου σαν να καθρέφτης της πραγματικότητας.
Κάθε φορά που ανεβαίνω στην θεατρική σκηνήαπολαμβάνω την αίσθηση ότι πρόκειται για την πρώτη και τελευταία φορά που βρίσκομαι εκεί, τη συνάντηση με άλλους ανθρώπους σε μια κοινή συνθήκη που εμπεριέχει τη συμπύκνωση της ίδιας της ζωής και τη λειτουργία των σωμάτων και των αισθήσεων μέσα σε αυτή, το κοινό βίωμα με ένα σύνολο ανθρώπων – ηθοποιών και θεατών – σε κοινό χρόνο και χώρο, τις αντιδράσεις στα μάτια των ανθρώπων που παρακολουθούν μια ιστορία για πρώτη φορά.
Το προηγούμενο καλοκαίρι, έφτασα στο πρώτο γύρισμα σχεδόν με «άγνοια κινδύνου» όσον αφορά την ταχύτητα και τις απαιτήσεις του μέσου. Την πρώτη περίοδο των γυρισμάτων, υπήρχε μέσα μου μια αίσθηση ανικανοποίητου σε σχέση με αυτό που πίστευα ότι μπορώ να προσφέρω σε μια σκηνή και τι τελικά πίστευα πως συντελέστηκε μετά το πέρας της. Υπήρχαν στιγμές που επέστρεφα στο σπίτι μου και λίγο πριν κοιμηθώ, πεταγόμουν και έλεγα «όχι ρε γαμώτο, αυτό γιατί δεν το σκέφτηκα πιο πριν!». Με τον καιρό κατάλαβα πως ακόμα κι αν έχω δημιουργήσει το – κατ΄ εμέ – ιδεατό αποτέλεσμα μέσα στο κεφάλι μου, και πως αν δε συμβεί στο set, απλώς δεν συνέβη.
Η αποδοχή των ρυθμών των γυρισμάτων αλλά και της προετοιμασίας πριν από αυτά, οι οποίοι είναι συνήθως αρκετά περιορισμένοι, άρχισαν να με κάνουν να εμπιστεύομαι περισσότερο τη συνθήκη αυτή και να αντιλαμβάνομαι πως το πιο σημαντικό όπλο που έχω είναι το «εδώ και τώρα», η στιγμή που υπάρχω μαζί με τους άλλους για εκείνη τη δεδομένη στιγμή η οποία δε θα επαναληφθεί και δε μένει παρά να τη διαχειριστούμε μαζί. Αυτό είναι ένα σημαντικό μάθημα που μού έχει δώσει η τηλεόραση μέχρι τώρα.
Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από την είσοδό μου στη σειρά, νομίζω πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να γνωρίσω τον τρόπο λειτουργίας του συγκεκριμένου μέσου, η δύναμη του οποίου είναι αρκετά μεγάλη. Είναι τρομερό να σε συναντούν άνθρωποι στο δρόμο οι οποίοι σου μιλούν σαν να είσαι όντως το πρόσωπο που υποδύεσαι και όχι ένας επαγγελματίας ηθοποιός. Αυτό με κάνει να συνειδητοποιώ πόσο σημαντική είναι η επιλογή των προγραμμάτων που παρακολουθούμε στις οθόνες μας και τι επιλέγει το εκάστοτε τηλεοπτικό κανάλι να προβάλλει καθώς και τι είδους παραγωγές επιθυμεί να παράξει. Όλοι εκπαιδευόμαστε πάνω στο αισθητικό γεγονός· όπως είχε πει και ο Χατζιδάκις, δε μπορείς να βάλεις κάποιον με το ζόρι να παρακολουθήσει μια ταινία του Ταρκόφσκι και σημασία έχει με ποιο τρόπο θα φτάσει να τον ανακαλύψει μόνος του. Ίσως βέβαια από την άλλη, να είναι ήδη αρκετό το να έχει τη δυνατότητα κανείς να γνωρίζει την ύπαρξή του. Οι θεματικές που αφορούν την κοινωνία είναι αμέτρητες όπως και οι τρόποι αφήγησής μιας ιστορίας για αυτό και δε μπορούμε να παραμένουμε ριζωμένοι σε μια συνταγή που μοιάζει να έκανε επιτυχία στο παρελθόν πιστεύοντας απλώς ότι το κοινό θα την ακολουθήσει. Βέβαια σε αυτήν τη συζήτηση πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το σημαντικό παράγοντα της παραγωγής και το κέρδος που την ακολουθεί αλλά και ο χώρος που δίνεται σε νέες φωνές να ακουστούν. Όμως νομίζω ότι έχω ήδη ξεφύγει από το θέμα της ερώτησης και κάπου εδώ θα σταματήσω.
To προηγούμενο καλοκαίρι, είχα μια κλήση από τη Μιράντα Ρωσταντή, την casting director της σειράς. Με κάλεσε και μού ζήτησε να συναντηθούμε ώστε να κάνω ένα δοκιμαστικό. Η αλήθεια είναι πως τις πρώτες μέρες, περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνό μου και να πάρω μια απάντηση – ελπίζοντας φυσικά να είναι θετική. Ο καιρός περνούσε και άρχισα να αποδέχομαι πως μάλλον κάτι δεν «κούμπωσε», δεν ήμουν αυτό που ψάχνουν. Περίπου έναν μήνα μετά τη συνάντησή μας κι ενώ εγώ ήμουν σε καλοκαιρινή περιοδεία με την παράσταση Ιππείς του Εθνικού Θεάτρου, χτύπησε το κινητό μου και η κ. Ρωσταντή με ενημέρωσε ότι θέλουν να συμμετέχω στη σειρά αλλά για έναν διαφορετικό ρόλο από αυτόν για τον οποίο αρχικά με είχαν καλέσει. Ο ρόλος που με ήθελαν τελικά ήταν αυτός του Θανάση κι αφότου διάβασα τις πρώτες σκηνές, είπα με μεγάλη χαρά πως θέλω να είμαι κομμάτι αυτού του σύμπαντος που λέγεται Άγριες Μέλισσες.
Ο Θανάσης, είναι ένας νέος που φεύγει από το Διαφάνι για την Αθήνα για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, μπλέκεται στους ρυθμούς μιας μεγάλης πόλης και προσηλυτίζεται τελικά από μια ακραία ιδεολογία. Αφότου επιστρέφει στο χωριό, γίνεται μέλος μιας εθνικιστικής οργάνωσης, μια επιλογή που τον οδηγεί τελικά σε πράξεις ακραίας βίας με βασικό του στόχο, να νιώσει ότι μπορεί τελικά να ανήκει κάπου. Η αλήθεια είναι πως τις ιδεολογικές και πρακτικές κατευθύνσεις που ακολουθεί ο ήρωας, τις απορρίπτω χωρίς δεύτερη σκέψη. Δε μπορεί κανένα προσωπικό έλλειμμά μας να δικαιολογεί τη βία και την υπονόμευση μιας άλλης ανθρώπινης ύπαρξης η οποία απλώς μοιάζει να εναντιώνεται στις δικές μας πεποιθήσεις.
μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει να μην τον εμπεριέχει, κάτι που σίγουρα συνέβη και συμβαίνει σχεδόν σε όλους μας. Παρόλα αυτά, ο τρόπος που προσπαθεί κάποιος να χωρέσει κάπου, να ανήκει, έχει την πιο μεγάλη σημασία. Η βία και ο απόλυτος τρόπος σκέψης, σίγουρα δε μπορεί είναι ένας από αυτούς. Η ιστορία μάς έχει δείξει πως εκείνοι που διαχώρισαν τη θέση τους από αυτήν του διπλανού τους για λόγους εθνικής ταυτότητας, διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού ή όποιου άλλου γνωρίσματός του, οδήγησε την ανθρωπότητα σε τεράστιες κτηνωδίες. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν (τι είναι αυτό) που πραγματικά μπορεί να μάς διαχωρίζει από την κυρία με το κόκκινο τουρμπάνι στην απέναντι πολυκατοικία που τινάζει το χαλί της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο θα το τινάξουμε κι εμείς, που θα αγκαλιάσει τα παιδιά της ή θα νιώσει μοναξιά μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασής της όπως θα νιώσουμε κι εμείς και όχι το κατά πόσο μια εγγενής διαφορά στο χρώμα του δέρματός της, της γλώσσας ή της κουλτούρας της μάς σπρώχνει μακριά της. Ένα χαμόγελο θα ζητούσε κι εκείνη από το γείτονά της, όπως κι εμείς. Ίσως αν αναρωτηθούμε «γιατί νιώθω ανασφάλεια απέναντι στο διαφορετικό», μπορεί ίσως η ψευδής αίσθηση της ασφάλειας να υποχωρήσει και να διαπιστώσουμε ότι αδίκως φοβόμαστε τον διπλανό μας που έχει κι αυτός, όπως και εμείς, δύο μάτια για να βλέπει, μια μύτη για να μυρίζει και που φοβάται εμάς όσο κι εμείς αυτόν. Ας αναγνωρίσουμε ότι είμαστε εξίσου ευάλωτοι όλοι απέναντι στην πρακτική της βίας. Ας είμαστε καλύτερα ευάλωτοι και τρυφεροί μεταξύ μας. Κι όπως είπε κι ένας ποιητής, «όσο πιο ευάλωτοι, τόσο πιο ελεύθεροι».
Η νεοσύστατη ομάδα TRANSATLANTIC, δημιουργήθηκε μετά το τέλος του πρώτου γενικού lockdown, την άνοιξη του 2020, από τον φωτογράφο και φωτιστή θεάτρου Karol Jarek και από την ηθοποιό, σκηνοθέτη και παιδαγωγό του θεάτρου Αλεξάνδρα Καζάζου – την οποία είχα την τύχη να έχω δασκάλα στο πρώτο έτος τη δραματικής σχολής – και της οποίας η δραστηριότητα είναι καλλιτεχνικού, εκπαιδευτικού, ερευνητικού και κοινωνικού χαρακτήρα.
Η μεγάλη μας επιθυμία ήταν να υπάρξει ένας χώρος που να ευνοεί τη δημιουργία, ανάπτυξη και προώθηση σύγχρονων και πειραματικών μεθόδων στον τομέα του θεάτρου, του χορού, της μουσικής και της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Η δραστηριότητα της TRANSATLANTIC έχει την βάση της στην Αθήνα αλλά στόχος της είναι να δραστηριοποιείται σε πολλά μέρη της Ελλάδας υποστηρίζοντας την καλλιτεχνική αποκέντρωση.
Αφορμή για τη συγκεκριμένη παράστασή μας, στάθηκε το κείμενο του Georges Perec, ένα δοκίμιο πάνω στην έννοια του χώρου και τη σχέση μας με αυτόν, ως παρατηρητές, ως δρώντα σώματα μέσα του σε ένα δωμάτιο, στο σπίτι, στην πολυκατοικία, στην πόλη, στη χώρα, στον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε. Είναι τρομερό ότι αυτό το κείμενο γράφτηκε το 1974 αλλά μοιάζει σαν αυτές οι λέξεις να χαράχτηκαν στο χαρτί μόλις χθες. Είμαι πολύ τυχερός για τη συνάντηση μου με αυτούς τους ανθρώπους αλλά και για την ιστορία που επιθυμούμε να διηγηθούμε.
Το κατά πόσο μπορείς να υπάρχεις ολόκληρος σε μια επαγγελματική ή προσωπική συνθήκηέχει να κάνει περισσότερο με τους ανθρώπους με τους οποίους θα έρθεις σε επαφή, το πεδίο εμπιστοσύνης που καλλιεργείται μέρα με τη μέρα ανάμεσά σας και την κοινή πρόθεση πάνω σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Συνεπώς, αν και τα μέσα αυτά έχουν αρκετές τεχνικές διαφορές μεταξύ τους ως προς τον τρόπο επιτέλεσης ενός έργου, στην πραγματικότητα έχει μεγαλύτερη σημασία το τι θέλεις να αφηγηθείς μέσω αυτών και με ποιους θα συναντηθείς για να πραγματοποιήσεις αυτές τις αφηγήσεις. Το μέσο μοιάζει ίσως περισσότερο σαν αφορμή για κάτι.
Από αυτή τη δουλειά επιδιώκω κυρίως συναντήσεις με ανθρώπουςπου έχουν όρεξη να ανακαλύψουν κάτι πέρα απ’ αυτούς και μέσα σ’ αυτούς, συναντήσεις που θα με οδηγήσουν στην αφήγηση ιστοριών που έχουν λόγο να ακουστούν.
Όταν βρίσκω λίγο χρόνο για τον εαυτό μουκάνω βόλτες σε κάποια από τα λίγα πράσινα μέρη αυτής της πόλης, στη θάλασσα, συναντιέμαι με φίλους, πηγαίνω σινεμά, κάνω ποδηλατάδες, ασχολούμαι με τον χορό και όταν το καταφέρνω επιλέγω τις μεγάλες εξόδους από το αστικό κέντρο, εντός κι εκτός των συνόρων τις οποίες θεωρώ αναγκαίες για να μού θυμίζουν πού και πού πως δεν είμαι το κέντρο του κόσμου και πως τα όνειρα δεν σταματούν να υπάρχουν ακόμα και στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Μία περίεργη συνήθεια μου…Δεν ξέρω ποιος ακριβώς μπορεί να ορίσει το περίεργο και σε ποιο σύστημα κανονικότητας. Αν αυτό αποτελεί τα έκπληκτα βλέμματα των ανθρώπων που συναντάς, τότε θα αναφέρω μια συχνή μου συνήθεια να πηγαίνω στον κοντινό κινηματογράφο της γειτονιάς μου με στόχο να προμηθευτώ ένα γιγαντιαίο κουτί popcorn και να γυρίσω στον καναπέ μου, τα οποία και τρώω με μανία με το γνωστό σύστημα «χωρίς χέρια» στη διαδρομή της επιστροφής.
Οι φίλοι μου θα λέγανε «κλασικός Βασίλης»…σε ό,τι έχει σχέση με τη γκρίνια και τα μούτρα μου τις στιγμές που πεινάω και δε μπορώ να ανταποκριθώ κυριολεκτικά σε κανένα εξωτερικό ερέθισμα με αποτέλεσμα να γίνομαι ανυπόφορος. Αλλά ίσως να χρειάζεται να ρωτήσουμε εκείνους.
Παρακολουθώ κυρίως μουδιασμένος όλες αυτές τις αποκαλύψειςγια τα φαινόμενα λεκτικής βίας, σωματικής κακοποίησης και σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο του θεάτρου. Σχετικά τώρα με τις αντιρρήσεις και τον αντίλογο για το λόγο και το χρόνο των εξομολογήσεων των ανθρώπων που αποφάσισαν να μιλήσουν για αυτά τα γεγονότα, η απάντηση είναι «γιατί τώρα». Δε μπορώ να καταλάβω γιατί έχουμε τέτοιες ερωτήσεις όταν η χύτρα έχει ήδη σκάσει και κάποιοι βγαίνουν από μέσα γεμάτοι εγκαύματα. Είναι αδιανόητο. Είμαι με την πλευρά των ανθρώπων αυτών που είχαν το θάρρος να μιλήσουν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Φυσικά, τα φαινόμενα αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στο χώρο της Τέχνης απλώς σε πολλούς από τους υπόλοιπους κλάδους, ίσως να μην έχει συντελεστεί ακόμα ένα τόσο μεγάλο κύμα καταγγελιών. Μην ξεχνάμε επίσης πως είναι πιο εύκολο να διαβάσεις ή να ακούσεις κάπου για τέτοια περιστατικά όταν αυτά έγιναν σε ένα πλατό ή μια θεατρική σκηνή παρά για μια απόπειρα βιασμού που μπορεί και να συνέβη στο καφέ δίπλα στο σπίτι σου.
Επειδή βέβαια δεν είμαι δικαστής και καλό είναι να κάνουν αυτή τη δουλειά οι αρμόδιοι άνθρωποι που έχουν γνώση και όχι απλώς γνώμη, ελπίζω η δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της και όσοι έπραξαν με αυτούς τους εγκληματικούς τρόπους, να λάβουν τις ανάλογες ποινές και να αναλάβουν επιτέλους την ευθύνη των πράξεών τους. Σημασία έχει από εδώ και στο εξής, να επικεντρωθούμε στον τρόπο δόμησης της κοινωνίας ώστε να καλλιεργούνται και να αναπτύσσονται συνειδήσεις σεβασμού και όχι καταπάτησης των δικαιωμάτων του διπλανού μας έτσι ώστε να μην γίνονται καθημερινότητά μας τέτοια συμβάντα. Φυσικά η αφετηρία είναι η οικογένεια και το σχολείο, οι πρώτες μικρό-κοινωνίες των οποίων είμαστε κομμάτια τους.
Αυτό που με κρατά αισιόδοξο τις – σχεδόν δυστοπικές – αυτές ημέρες που ζούμε ως ανθρωπότηταείναι δυο-τρεις φίλοι, ο ήλιος πάνω από τον αττικό ουρανό, ένας οδηγός που έκοψε ταχύτητα για να αφήσει έναν πεζό να περάσει πρώτος το απέναντι πεζοδρόμιο, δύο άνθρωποι που φιλιούνται σε ένα φανάρι της Πανεπιστημίου, ένα βιβλίο, μια ταινία, ο σκύλος μου.
Το προσεχές καλοκαίρι, θα έχω τη χαρά να είμαι μέλος του Χορού στην παράσταση της «Μήδειας»που θα περιοδεύσει σε ολόκληρη την Ελλάδα, μαζί με τον Αιμίλιο Χειλάκη, την Αθηνά Μαξίμου, τον Αναστάση Ροϊλό και άλλους πολλούς σπουδαίους συντελεστές. Ανυπομονώ να ξεκινήσουμε τις πρόβες και τα ταξίδια μας.
Ο Βασίλης Μπούτσικος πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Χορείες Χώρων», του Georges Perec από την ομάδα Transatlantic στο θέατρο Ροές. Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00. Τιμές εισιτηρίων: 12€ κανονικό, 10€ φοιτητικό/ανέργων/ΑΜΕΑ, 8€ ατέλεια. Προπώληση: https://www.ticketservices.gr/event/xoreies-xoron-theatro-roes/?eventid=7182&showid=47428
Επίσης πρωταγωνιστεί στον Γ’ κύκλο της σειράς, «Άγριες μέλισσες», η οποία προβάλλεται από Δευτέρα έως Πέμπτη στις 22:30.