Πολλοί μίλησαν για μια κοσμογονία στο ελληνικό θέατρο. Πολλοί συμφώνησαν. Και ακόμη περισσότεροι μέσα στη θεατρική κοινότητα, παρά την ακινησία της πανδημίας ή την ακινησία του φόβου, επιτάχυναν απρόσμενα. Ο κόσμος του θεάτρου ενεργοποιήθηκε με πρωτόγνωρο τρόπο μέσα σε συλλογικότητες, εμπνέοντας μια ανατρεπτική διάθεση. Διατύπωσε με ζωντάνια, την ανάγκη «να μην γυρίσουμε στα παλιά» ή «τίποτα να μην είναι ξανά το ίδιο».
Έχουν περάσει, κιόλας, δυο χρόνια. Κι έχοντας, πια, αφομοιώσει το βίωμα της βίαιης παύσης (και της ανάδειξης των παγιωμένων εργασιακών αδιεξόδων), το ξέσπασμα του κινήματος metoo (και την απόδοση ποινικών ευθυνών), γεννιέται το ερώτημα που βρίσκεται, μετά από όλα αυτά, το ελληνικό θέατρο; Ανασαίνει ή ανασαίνει ασθενικά; Ζει τις αλλαγές που προσδοκούσε ή έχει ξαναγυρίσει στο ίδιο περιβάλλον;
Οι τελευταίοι μήνες όπου, με νύχια και δόντια, βρίσκουν τις ελληνικές σκηνές να κρατιούνται ανοιχτές, όπου η εργασιακή φόρα συνυπάρχει άναρχα με την προσδοκία μιας καλύτερης δημιουργικής συνθήκης, αποτελούν τις πρώτες στιγμές – μετά τον καταιγισμό συμβάντων – οι άνθρωποι πάνω και κάτω από τη σκηνή μπορούν να σκεφτούν «τι έχει – αν έχει -αλλάξει».
Τέσσερις δημιουργοί της νεότερης γενιάς που δραστηριοποιήθηκαν για μια νέα, πιο ελπιδοφόρα κατάσταση, καλούνται να απαντήσουν. Η Ιώ Βουλγαράκη, δραστήριο μέλος των Women in Arts. Η Ελένη Ευθυμίου, μια από τις γυναίκες που σκηνοθέτησαν φέτος για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου. Ο Πρόδρομος Τσινικόρης, πυρηνικό μέλος των Support Art Workers και του περιοδικού «ActII». Ο Γιάννης Παναγόπουλος, μέλος του ΔΣ του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Όλοι επιχειρούν να βάλουν μια ‘πινέζα’ στο που βρισκόμαστε σήμερα. Σήμερα, παραμονή της Παγκόσμιας Ημέρας του Θεάτρου.
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ζούμε το metoo αξιόποινων πράξεων: Δύο δίκες είναι σε εξέλιξη. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δουλεύουμε υπό την απειλή των κρουσμάτων covid και τις διαρκείς αναβολές παραστάσεων. Πράγματι, βρισκόμαστε δύο χρόνια μετά από μια πολύ δύσκολη διετία για το ελληνικό θέατρο, αλλά τοποθετούμαστε ακόμα μέσα στα γεγονότα. Βαριά πληγωμένοι εξακολουθούμε να κινούμαστε σε ένα θολό τοπίο, χωρίς πραγματική προοπτική. Ασφαλώς, μόνο ως μεγάλο κέρδος μπορώ να δω τις μαζικές κινητοποιήσεις που προέκυψαν σε αυτό το διάστημα, τον εντοπισμό των παθογενειών, το δημόσιο διάλογο που γεννήθηκε γύρω από αυτές και την συνάντηση πολλών ανθρώπων του κλάδου σε μια προσπάθεια να εκπαιδευτούμε καθώς μπαίνουμε σε μια νέα πραγματικότητα. Όμως ο δρόμος δεν ήταν μέχρι εδώ, αλλά από εδώ και πέρα. Δεν διαπραγματευόμαστε κάποιο αποτέλεσμα δηλαδή, αλλά μια ζύμωση.
Δεν προσπαθώ να υποτιμήσω τα επιτεύγματα των τελευταίων χρόνων, όμως αρνούμαι και να τα υπερτιμήσω. Γιατί ναι, υπάρχει η αίσθηση ότι ένας άνθρωπος με εξουσία θα φοβηθεί πια να περάσει το όριο. Αλλά τι γίνεται με τη βία στις γκρίζες ζώνες, την καθημερινή παρενόχληση; Και τι γίνεται με το κομμάτι εκείνο του ενεργού θεάτρου που χαρακτηρίζει το κίνημα του metoo ως «γραφικότητες» και αποδίδει τις καταγγελίες ως «μια εκτόνωση της φιλοδοξίας των θυμάτων»;
Γιατί, πράγματι, εκθέσαμε τις απαράδεκτες εργασιακές συνθήκες στο θέατρο, αλλά τελικά ποιες δυνατότητες μας δίνονται σήμερα; Αν επιλέξεις να εργαστείς στο πλαίσιο μιας ομάδας, όπου μπορείς όντως να πάρεις κάποια καλλιτεχνικά ρίσκα κατά τη γνώμη μου, θα αναγκαστείς να το κάνεις για ελάχιστα χρήματα. Αν πάλι, βγεις στην αγορά ως ελεύθερος σκοπευτής, κινδυνεύεις να εκτεθείς σε συνθήκες ακαθόριστες, τραγικές, στον μεσαίωνα των 200 ευρώ για κάθε μήνα πρόβας χωρίς την επί ίσοις όροις συνθήκη που η λειτουργία της ομάδας προϋποθέτει, σε συνθήκες δηλαδή άγρια ταξικές . Γιατί ναι, τα εργασιακά αδιέξοδα είναι πια γνωστά, αλλά η κατάσταση δεν αλλάζει χωρίς πολιτικές τομές και βούληση.
Γιατί, είναι αλήθεια: Οι φεμινιστικές συγκεντρώσεις πήραν ζωή μετά το ξέσπασμα του metoo, οι γυναίκες νιώσαμε μεγάλη αλληλεγγύη μεταξύ μας. Αλλά πώς θα ταρακουνηθεί μια αφομοιωμένη νοοτροπία πατριαρχίας και σεξισμού; Πώς θα εκπαιδευτεί μια κοινωνία στην συμπερίληψη και την ισότητα; Γιατί, όντως, ένα κομμάτι της κοινωνίας στάθηκε στο πλευρό των καλλιτεχνών, αλλά ο πολύς κόσμος εξακολουθεί να μην γνωρίζει την αδυναμία μας να ζήσουμε από τη δουλειά μας.
Βρισκόμαστε δύο χρόνια μετά από όλα αυτά, αλλά και 12 χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Η καλλιτεχνική δημιουργία προσπαθεί πολύ καιρό τώρα να αρθρώσει τη φωνή της μέσα από ένα βαθύ πηγάδι. Κι αν ακούγεται έξω από αυτό, φτάνει αδύναμη. Προσπαθώντας να βγούμε κάθε φορά από μια καινούργια κρίση, αναγκαζόμαστε σε συμβιβασμούς. Γιατί μπορεί να κερδίσαμε σε μαχητικότητα, μα τα υπάρχοντα αδιέξοδα δεν μας αφήνουν πάντα να την υποστηρίξουμε.
Κι έτσι, ενώ η μεγάλη καλλιτεχνική συλλογικότητα που γεννήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια πυροδότησε μια νέα κατάσταση, την ίδια ώρα φάνηκε να έχει κάτι το μεθυστικό. Εμείς, πάλι, χρειάζεται να είμαστε νηφάλιοι. Καμία ανακούφιση ας μη νιώσουμε, δύο χρόνια μετά. Δεν βοηθάει.
Ελένη Ευθυμίου – σκηνοθέτις, ηθοποιός: «Στο χώρο μας όλα κινούνται με δύο ταχύτητες: Από τη μια υπάρχει η τάση προς τον όλο και πιο έντονο συντηρητισμό και από την άλλη η κίνηση της προόδου»Μέχρι πριν από δύο χρόνια, οι περισσότεροι άνθρωποι του θεάτρου στεκόμασταν απλώς με αμηχανία απέναντι στο εργασιακό τοπίο του οποίου ήμαστε μέρος. Κάθε είδος δυσκολίας που μπορεί να περιγράφει τη δουλειά στο θέατρο, ήταν μονάχα μια συζήτηση εσωτερικής κατανάλωσης. Μέσα στο διάστημα της πανδημίας η συζήτηση αυτή άρχισε να γίνεται πιο ανοιχτά, η ανάγκη μας να διεκδικήσουμε καλύτερες συνθήκες εργασίας διατυπώθηκε, έγινε μια κάποια αρχή. Αναγνωρίσαμε πως υπάρχουμε μέσα σε μια συχνά παράλογη εργασιακή συνθήκη και πως θα μπορούσαμε να υπάρξουμε σε μια σφαίρα αξιοπρέπειας αν αγωνιζόμασταν γι’αυτό, βρήκαμε τις λέξεις να ονομάσουμε τα προβλήματα που θα έπρεπε να λύσουμε.
Σήμερα, ναι, δυστυχώς συμβαίνουν ακόμα ακριβώς τα ίδια πράγματα, με τη διαφορά, όμως, ότι πλέον σκεφτόμαστε διπλά και τριπλά τι αποδεχόμαστε και τι όχι, είμαστε πιο συνηδειτ@ σχετικά με το τι αποτελεί μία μικρή νίκη και τι αποτελεί ήττα ή συμβιβασμό, διεκδικούμε τα νόμιμα δικαιώματα από τους εργοδότες μας, ή μία άλλη συμπεριφορά από τους συνεργάτες μας, μιλάμε πιο εύκολα για όσα παλαιότερα κύκλωνε ο φόβος. Δεν είναι λίγ@ εκείν@ που έχουν οπλιστεί με το θάρρος της συλλογικότητας. Κι αυτό είναι σπουδαίο.
Προσωπικά, στο διάστημα αυτό στάθηκα αρκετά τυχερή. Συνεργάστηκα με μεγάλους οργανισμούς, όπου τα εργασιακά δεδομένα υπόκεινται σε μια προστασία, με αποκορύφωμα την ανάθεση της σκηνοθεσίας του «Φουέντε Οβεχούνα» από την Έρι Κύργια στο Εθνικό Θέατρο.
Ωστόσο, ακόμα και αυτή η σημαντική χειρονομία πήρε γρήγορα τα χαρακτηριστικά μιας ιδιαιτερότητας. Συζητήθηκε τόσο πολύ το φύλο των δημιουργών που μας ανατέθηκε έργο, αναπαράγοντας μια ακόμα διάκριση. Ακόμα και η προσδοκία με την οποία μας αντιμετώπισαν επειδή «είμαστε γυναίκες στο Εθνικό» ήταν ένα επιπλέον φορτίο. Κι έτσι, ενώ κανείς διαπιστώνει μια καλή, ίσως, πρόθεση που συνοδεύει την επισήμανση του φύλου μας, πιστεύω πως μόνο αν αφομοιωθεί ως πάγια λειτουργία από τους θεσμούς, μόνο αν οι γυναίκες έχουν πρόσβαση στην θεατρική εργασία όσο και οι άνδρες, θα μπορούμε να μιλάμε για μια ουσιαστική πρόοδο.
Στο χώρο μας όλα κινούνται με δύο ταχύτητες: Από τη μια υπάρχει συντηρείται η ‘μεσαιωνική’ κατάσταση, η τάση προς τον όλο και πιο έντονο συντηρητισμό και από την άλλη υπάρχει η κίνηση της προόδου. Γιατί παρά την ανακίνηση τόσων σοβαρών θεμάτων και το δημόσιο διάλογο γι’ αυτά, στο ελεύθερο θέατρο εξακολουθούν να προτείνονται κακές οικονομικές συμφωνίες, να ζητείται από εργαζόμενους να αποποιηθούν τα δικαιώματα μιας σύμβασης ή να χάνουν την δουλειά τους επειδή δεν υποχωρούν ζητώντας τα.
Γιατί παρατηρούμε σε δημόσιους οργανισμούς να μην μετακινούνται άτομα παρότι έχουν καταγγελθεί, παρατηρούμε ακόμα οι διαδικασίες να είναι αδιαφανείς, βλέπουμε πως σε πολύ κομβικά θέματα πολιτιστικής πολιτικής μόνο με την αντίδραση να ανακινείται ο όποιος διάλογος – για τα μάτια του κόσμου. Γιατί, παρότι – σκηνοθέτρια – άρα και εν πολλοίς υπεύθυνη για το κλίμα σεβασμού και συνεννόησης σε μια παραγωγή – ως γυναίκα δεν απέφυγα το πατρονάρισμα, το mansplaining και την υπενθύμιση του «ποιος είναι το αφεντικό».
Αν λοιπόν, μιλάμε για αλλαγές, σίγουρα μιλάμε για την αρχή τους. Αν μιλάμε για μετατόπιση νοοτροπίας, μιλάμε για κάποια πιο οξυμένα αντανακλαστικά. Είμαστε μέσα στη δίνη των γεγονότων και γι’ αυτό χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση.
Πρόδρομος Τσινικόρης, ηθοποιός – σκηνοθέτης: «Συμμετέχουμε σε αυτό το διάλογο εξυγίανσης αλλά χρειάζεται χρόνο για να επιτευχθεί η όποια αναπροσαρμογή»Αν αναλογιστούμε τις διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων χρόνων που επηρέασαν δραματικά και το θέατρο, πρέπει να παραδεχθούμε κάτι: Βρισκόμαστε ακόμα στη δίνη αυτών των γεγονότων· η πανδημία είναι ακόμα εδώ, η δημιουργική διαδικασία είναι ακόμα επισφαλής. Κατά συνέπεια, μια απαίτηση από τους καλλιτέχνες να αλλάξουν τον τρόπο εργασίας τους, εκτός από ανεδαφική είναι και αφελής. Προφανώς και όλοι θέλουμε καλύτερες ή ακόμα και διαφορετικές (ως προς την προσέγγισή τους) παραστάσεις, όμως αυτές προϋποθέτουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και, κυρίως, χρόνο.
Το αίτημα αυτό μου θυμίζει τη συζήτηση για το πως θα άλλαζαν μετά την πανδημία οι κοινωνίες. Και δυστυχώς, ούτε οι κοινωνίες, άρα ούτε και η μικρο-κοινωνία του θεάτρου, μπορεί να αλλάξει τόσο εύκολα. Βοηθάει να θυμηθούμε το σεβασμό που νιώθαμε τέτοια εποχή, πριν δύο χρόνια για το ιατρικό προσωπικό, τους υπαλλήλους της καθαριότητας, τους υπαλλήλους των super market και όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες των essential workers (ειδικότητες εργαζομένων σε θέσεις κλειδιά για το σύστημα και την κοινωνική συνοχή). Αυτό το αίσθημα έχει φθαρεί – αν δεν έχει ήδη σβήσει. Τι έχει αλλάξει γι’ αυτά τα άτομα; Οι συνθήκες εργασίες και οι αμοιβές τους παραμένουν οι ίδιες, αν δεν είναι χειρότερες.
Αν πρέπει να σκεφτώ τι μπορεί να έχει αλλάξει στο θέατρο τα χρόνια της πανδημίας και του metoo, θα μιλήσω κυρίως για μια προσωπική εντύπωση. Καταρχάς, θέλω να πιστεύω ότι έχει μετακινηθεί ο τρόπος που συνεργαζόμαστε στο θέατρο. Κανείς θα σκεφτεί διπλά και τριπλά να τορπιλίσει μια δημιουργική συνθήκη με το αίσθημα φόβου, απειλής, πόσο μάλλον παρενόχλησης ή κακοποιητικής συμπεριφοράς καθώς ξέρει ότι κινδυνεύει να βρεθεί ανεπανόρθωτα εκτεθειμένος.
Επίσης, με χαρά διαπιστώνω πως υπάρχει μια επιστροφή του νεανικού κοινού στο θέατρο και πως μέσα σε αυτό το περιβάλλον δημιουργούνται νέοι χώροι που φιλοξενούν ερευνητική δουλειά (η ίδρυση της Κάμιρος, του Προσκηνίου, η επάνοδος του ΚΕΤ, το Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ). Το ρεπερτόριο αντανακλά περισσότερο τους προβληματισμούς της εποχής κι αυτό, πιστεύω, δεν θ’ αργήσει να δώσει καρπούς. Εννοείται πως οι αμοιβές στο θέατρο παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές, παρόλα αυτά βλέπω όλο και περισσότερες παραστάσεις να παίρνουν επιχορηγήσεις από το Υπουργείο – αυτήν την ελάχιστη στήριξη προς το θεατρικό έργο. Κι αυτό πρέπει να συνεχιστεί και να επεκταθεί.
Η αθηναϊκή σκηνή διανύει σίγουρα μια μεταβατική φάση και σε αυτό σίγουρα βοήθησαν πολύ τα αντανακλαστικά αντίδρασης που αναπτύχθηκαν μέσα από τη δράση των σωματείων (ΣΕΗ, Κάτω από τη Σκηνή) και κολεκτίβων (Support Art Workers, WOM.A) – παλιών και νέων. Σε μεγάλο βαθμό, οι εργαζόμενοι στο θέατρο συσπειρωθήκαμε και ως σύνολο αντιδρούμε σε πολλά συμβάντα, τα οποία στο παρελθόν πιθανόν θα «περνούσαν» ασχολίαστα. Συμμετέχουμε σε αυτό το διάλογο εξυγίανσης που, μόλις, έχει ξεκινήσει, αλλά αισθάνομαι πως χρειάζεται χρόνο για να επιτευχθεί η όποια αναπροσαρμογή.
Εξάλλου, η ίδια ανάγκη αφορά και όλους όσοι γράφουν για το θέατρο και τον πολιτισμό – κι εκείνοι χρειάζεται να εμπλουτίσουν τη ματιά τους. Πως γίνεται, για παράδειγμα, να υπάρχουν δημοσιεύματα όπου το καλλιτεχνικό έργο ενός οργανισμού κρίνεται βάσει του φύλου των δημιουργών; Η ευκαιρία της τελευταίας διετίας για ενδοσκόπηση και αναθεώρηση έχει δοθεί σε όλους μας – μέσα κι έξω από το θέατρο – και δεν μπορούμε να παριστάνουμε πως δεν μεσολάβησε το μεγάλο ξέσπασμα για τα έμφυλα δικαιώματα και για τον αποκλεισμό των γυναικών από τις θέσεις εργασίας στο θέατρο. Ή να έχουμε απαιτήσεις από τους καλλιτέχνες λες και οι ίδιοι δεν έχουν υποστεί τις δραματικές συνέπειες της πανδημίας. Η ευθύνη για την αλλαγή που συζητάμε κι επιθυμούμε είναι κοινή για όλους.
Γιάννης Παναγόπουλος, ηθοποιός – σκηνοθέτης, γραμματέας Διεθνών Σχέσεων του ΣΕΗ: «Έφτασε μια εποχή όπου οι δημόσιες φωνές και οι συλλογικές διαδικασίες ισχυροποιούνται και προσπαθούν να εμπνεύσουν νέες συνειδητότητες»Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, που ήρθε σαν “επιστέγασμα” στην ήδη υπάρχουσα εργασιακή επισφάλεια και οικονομική ευαλωτότητα των ανθρώπων του θεάτρου – λόγω της οικονομικής κρίσης των δύο τελευταίων δεκαετιών – και ένα χρόνο μετά την εμφάνιση του κινήματος MeToo στην Ελλάδα, είναι πια ξεκάθαρο πως έχουν αναδειχθεί οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι παθογένειες που υπήρχαν (και συνεχίζουν βέβαια να υπάρχουν) στο θεατρικό κόσμο.
Τώρα, πια, όμως μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά γι’ αυτές, αντί να κάνουμε πως δεν υπάρχουν ή ότι δε μας αφορούν. Ανύπαρκτες συλλογικές συμβάσεις, αδήλωτη εργασία, απλήρωτες πρόβες, πληρωμή με ποσοστά και μια νοοτροπία ότι οι ηθοποιοί είμαστε «πλούσιοι χομπίστες» που κάνουμε μία «εργασία από αγάπη» και μόνο. Και δίπλα σε όλα αυτά τα προβλήματα, τα «αμιγώς» εργασιακά, κακοποιητικές συμπεριφορές, άσκηση λεκτικής και ψυχολογικής βίας, παρενοχλήσεις.
Το μόνο παρήγορο είναι ότι έφτασε μια εποχή όπου οι δημόσιες φωνές και οι συλλογικές διαδικασίες ισχυροποιούνται και προσπαθούν να εμπνεύσουν νέες συνειδητότητες. Το τοπίο αλλάζει. Μπορεί όχι όσο γρήγορα επιθυμούμε – όμως σίγουρα ξεκαθαρίζει. Κι έτσι ξέρουμε όλοι σιγά-σιγά ποιοι «είμαστε» ή με ποια πλευρά της συντασσόμαστε. Βέβαια, απαιτείται, ακόμη, πολλή δουλειά για να αλλάξουν νοοτροπίες, οι οποίες έχουν παγιωθεί, παραλείψεις και προβληματικές χρόνων.
Πολύ γρήγορα, θα μπορούσα να απαριθμήσω μερικά παραδείγματα. Η έλλειψη Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας στο ελεύθερο θέατρο και στον οπτικοακουστικό τομέα, για την οποία παλεύουμε τόσο καιρό στο ΣΕΗ, είναι ένα ζήτημα που επείγει και είμαι βέβαιος ότι θα λύσει το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων μας. Έπειτα, είδαμε τα όσα συνέβησαν με τις απευθείας αναθέσεις και τις αδιαφανείς διαδικασίες επιλογής προσώπων σε θέσεις εξουσίας.
Συνεπώς, η μόνη λύση, που μπορώ να φανταστώ, είναι να συνεχιστούν και να θεσμοθετηθούν οι ανοιχτοί διαγωνισμοί και οι επιλογές χωρίς πολιτικές εξαρτήσεις και συσχετισμούς. Επίσης, τεράστιο πρόβλημα παραμένει το θέμα με την ανωτατοποίηση των σπουδών μας στις Δραματικές Σχολές, που σχετίζεται άμεσα με την υπέρμετρη «παραγωγή» ηθοποιών και θα πρέπει κάποια στιγμή να λυθεί.
Μα πάνω απ’ όλα, θεωρώ πως ήρθε ο καιρός να σταθούμε απέναντι στον εαυτό μας, με ψυχραιμία αλλά και με διάθεση αυτοκριτικής, για να αφουγκραστούμε τις κοσμογονικές αυτές δονήσεις και πως εμείς έχουμε υπάρξει μέσα σε αυτές.
Τέτοιες μέρες, το αφιέρωμα του Monopoli για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου μιλούσε για την πανδημική πραγματικότητα του «χωρίς θέατρο». Πέρυσι, το Μάρτιο του 2021, με την ίδια ‘εορταστική’ συγκυρία, 40 προσωπικότητες της ελληνικής σκηνής κατέθεταν το δικό τους μήνυμα στο «γιατί πρέπει να ανοίξουν τα θέατρα».