Συν & Πλην: «Tο ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Το ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας
Αν και συγκαταλέγεται στην μεγάλη κληρονομιά του αμερικανικού ρεαλισμού του 20ου αιώνα «Το ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» είναι, συνάμα, ένα σπουδαίο ψυχολογικό, ποιητικό δράμα για τις ανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτές εκπορεύονται μέσα στον πρώτο τους πυρήνα, την οικογένεια.
Ο Ευγένιος Ο’ Νιλ γράφει το κύκνειο άσμα του και για, πολλούς, το σπουδαιότερο έργο του, στις αρχές της δεκαετίας του ’40, τολμώντας να μπει στα άδυτα της δυσλειτουργικής οικογένειας του. Ο πατέρας του, φέρελπις ηθοποιός Τζέιμς Ταϊρόν παντρεύεται την, αριστοκρατικής καταγωγής, Μαίρη, η οποία τον ακολουθεί στον άστατο τρόπο ζωής του: Σε περιοδείες και φτηνά ξενοδοχεία, στα επικά μεθύσια με τους φίλους του και την ανθυγιεινή ζωή, εμπειρίες που καταγράφονται ως το χρονικό μιας φριχτής μοναξιάς.
Η μητέρα θα φέρει στον κόσμο τρία αγόρια, εκ των οποίων το ένα θα πεθάνει από παιδική ασθένεια, ενώ η ίδια πολύ γρήγορα θα εθιστεί στη μορφίνη για να αντιμετωπίσει με τα πολλαπλά της τραύματα. Οι γιοι της, θα ανατραφούν στο ίδιο νοσηρό περιβάλλον, ώστε όταν πλέον τους συναντάμε ο Τζέιμι είναι κιόλας ένας χασομέρης και παρακμιακός τύπος που ζει από το χαρτζιλίκι του τσιγγούνη πατέρα, ικανό για να τον τυφλώνει κάθε βράδυ από αλκοόλ και να του εξασφαλίζει μια πληρωμένη αγκαλιά στα πορνεία της περιοχής. Την ίδια ώρα, ο δεύτερος γιος, ο ΄Εντμοντ (στην πραγματικότητα πρόκειται για τον ίδιο τον Ευγένιο Ο’ Νιλ), ευαίσθητος και μελαγχολικός, έχει μόλις διαγνωστεί με βαριά φυματίωση· ωστόσο η έκβαση της υγείας του εξαρτάται και πάλι από τις διαθέσεις του σφιχτοχέρη πατέρα.
Μέσα σε ένα βράδυ, το σαλόνι της εξοχικής κατοικίας των Ταϊρόν – που στην πραγματικότητα είναι μια θλιβερή αγροικία στο Κονέκτικατ – γίνεται πεδίο βασανιστικών συγκρούσεων και οδυνηρών συμφιλιώσεων με αποδέκτες όλα τα μέλη της οικογένειας. Και ο Ευγένιος Ο’Νιλ καθίσταται ως ένας από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς (μαζί με τον Τένεσι Ουίλιαμς και τον Άρθουρ Μίλερ που τον διαδέχθηκαν) που τολμά να αποδομήσει πλήρως το ιερό αξίωμα της αμερικανικής οικογένειας.
«Το μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» ολοκληρώνεται το 1941 αλλά ο Ευγένιος Ο’ Νιλ θέτει ως όρο στον εκδότη του να μην κυκλοφορήσει παρά μόνο 25 χρόνια μετά τον θάνατο του. Και το κυριότερο να μην παρασταθεί ποτέ. Παρόλα αυτά, τρία χρόνια μετά το θάνατο του Ο’Νιλ το 1953, η τελευταία του σύζυγος, Καρλότα, παραβιάζει τους όρους και δρομολογεί το ανέβασμα του στη Στοκχόλμη. Την ίδια χρονιά, το έργο παρουσιάζεται και στη Νέα Υόρκη. Τιμάται με βραβείο Πούλιτζερ, χαρίζοντας το τέταρτο βραβείο του θεσμού στον Ο’ Νιλ (έστω και μετά θάνατον). Είχαν προηγηθεί τα Πούλιτζερ για τα έργα «Πέρα από τον ορίζοντα», «Άννα Κρίστι», «Το παράξενο ιντερμέτζο» αν και ο Αμερικανός συγγραφέας είναι περισσότερο γνωστός για τα έργα του «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» και «Ο παγοπώλης έρχεται». Πάντως, η επιτυχία του «Ταξιδιού» ως θεατρικού το έφερε λίγα χρόνια αργότερα και στη μεγάλη οθόνη, με σκηνοθέτη τον Σίντνεϊ Λιούμετ και την Κάθριν Χέπμπορν στο ρόλο της μορφινομανούς μητέρας.
Η παράστασηΚαταχωρισμένο μεν στον ρεαλιστικό χώρο της δραματουργίας, «Το ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» είναι συνάμα ένα κείμενο ονειρικής (εφιαλτικής ίσως) υφής, με έντονο ποιητικό φλέγμα, χαρακτηριστικά που ενδυναμώνουν την πρώτη και επιφανειακή εντύπωση του οικογενειακού δράματος. Ο Δημήτρης Καραντζάς ως σκηνοθέτης αλλά και, πάσα ένας, όλοι οι φορείς αυτού του ανεβάσματος, αφουγκράζονται βαθιά τις αξίες του κειμένου. Οι στοιβάδες του, εκτίθενται όλες, με σκηνοθετική, αισθητική και ερμηνευτική διαύγεια, περιγράφοντας πολύπλευρα τη θαυμάσια, εσωτερικών δονήσεων, ανάγνωση του.
Τα Συν (+) Η σκηνοθεσίαΜετά τον «Γυάλινο κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς, ο Δημήτρης Καραντζάς επιστρέφει στον αμερικανικό ρεαλισμό (και στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας) με την ίδια ανάγκη για διεισδυτικότητα. Χωρίς καμιά διάθεση επιτήδευσης ή φλυαρίας, καλλιεργώντας τεχνηέντως μιαν ατμόσφαιρα ψυχολογικού σασπένς, ‘σκάβει’ επίμονα στο πεδίο των οικογενειακών σχέσεων, συγκρούσεων, ματαιώσεων, αλληλοεξαρτήσεων, στο δίπολο γονικής παρουσίας – απουσίας. Λες και το σκηνικό εκταφής της παράστασης (από την Ελένη Μανωλοπούλου) είναι μια υπόμνηση της λειτουργίας των ηθοποιών του. Οι τελευταίοι, εξάλλου, είναι οι βασικοί μοχλοί της σκηνοθεσίας του για να αναδυθούν οι πολλές ποιότητες του έργου· τόσο καίρια καθοδηγημένοι ως περιφερόμενα πτώματα μιας, σχεδόν, μεταφυσικής κατάστασης.
Η σκηνογραφίαΤο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας (όπως και η όμορη σκηνή της Οδού Κυκλάδων) είναι εκ προοιμίου μια σπαζοκεφαλιά για το πως μπορεί να φιλοξενήσει μια παράσταση. Κατά συνέπεια, μόνο ως, εμπνευσμένη στιγμή για την Ελένη Μανωλοπούλου μπορούμε να δούμε το πως καταφέρνει – παρά τη συνθήκη – να ερμηνεύσει σκηνογραφικά το έργο του Ο’ Νιλ: Να εγκιβωτίσει την ομίχλη μέσα σε ημιδιάφανα πάνελ κάνοντας τα να μοιάζουν ως ένα φυσικό φαινόμενο, μα τελικά ως ένα ψυχικό τοπίο. «Η ομίχλη σε κρύβει από τον κόσμο και από σένα», ισχυρίζεται ο συγγραφέας και συμμερίζεται η σκηνογράφος. Την ίδια ώρα, η Μανωλοπούλου τοποθετεί τους ήρωες του έργου, σ’ ένα ανοιχτό ‘νεκροταφείο’: Μια ψυχολογική στενωπό στην οποία μπαίνουν και βγαίνουν οικειοθελώς, σαν ζωντανοί – νεκροί. Σε αισθητική αρμονία έρχονται και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη.
Είναι μεγάλη ανακούφιση όταν ηθοποιοί διαφορετικών γενεών επιτυγχάνουν να συμπορευτούν σε μια κοινή περιοχή ερμηνείας και κυρίως να βρουν τους ήρωες τους κάτω από την επιφάνεια. Αυτό επαληθεύεται στην κοινή προσπάθεια της πενταμελούς διανομής του «Ταξιδιού» που, πράγματι, επιχειρεί και εισβάλλει σε ένα εσωτερικό ταξίδι αλυσιδωτών εκρήξεων από το ένα πρόσωπο στο επόμενο.
Η Μπέτυ Αρβανίτη στον απαιτητικό ρόλο της Μαίρη Τάιρον εμφανίζεται λιγότερο αγκιστρωμένη από ποτέ στην εικόνα της κι αυτό την σπρώχνει σε μια πολυεπίπεδη, με ψυχικό βάρος, ερμηνεία. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς προσφέρει ένα ισορροπημένο πορτρέτο στον φιλάργυρο Τζέιμς Ταϊρόν (ενίοτε και με μικρά ξεσπάσματα σαρκασμού) μα συγκινεί βαθιά στον μονόλογο όπου ο ήρωας του αναπολεί τις μοναδικές στιγμές της επιτυχίας του. Ο Βασίλης Μαγουλιώτης στην ερμηνεία του ως ΄Εντμοντ Ταϊρόν σηκώνει ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής φύσης του έργου και με τρυφερότητα καταφέρνει να το γειώσει σε υπαρξιακό βίωμα. Ο Αινείας Τσαμάτης χρειάζεται να περιμένει την τελευταία πράξη του έργου για να απελευθερώσει το φορτίο του μεγάλου αδερφού, Τζέιμι Ταϋρόν σ’ έναν καθηλωτικό μονόλογο – και ίσως την πιο τραγική στιγμή του έργου. Στο μικρότερο ρόλο της υπηρέτριας Κάθλιν, η Ελίνα Ρίζου λειτουργεί με μικρά παιγνιώδη ξεσπάσματα ως ανάσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του οίκου των Ταϊρόν. Και οι πέντε, αναντίρρητα, γίνονται ο ορισμός της ρημαγμένης ύπαρξης, αυτό που σε κάποιο σημείο του έργου ο Ο’ Νιλ αποκαλεί «πτώματα μέσα στο σπίτι».
Σε απόλυτη συνομιλία με την σκηνογραφική πρόταση της Ελένης Μανωλοπούλου, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου συνηγορούν σ’ αυτήν την αίσθηση υπαρξιακού ιλίγγου που διέπει το έργο όσο και την προσέγγιση του από τον Δημήτρη Καραντζά.
Τα πλην (-)Κάποια προβλήματα ήχου, κατά τις στιγμές κατάδυσης των ηρώων στο σκοτεινό παρελθόν τους, θυσιάζουν αποσπάσματα της πλοκής.
Το άθροισμα (=)Απέριττη και διεισδυτική ανάγνωση του κλασικού έργου του Ο’Νιλ, όπου σχεδόν όλα τα οργανικά στοιχεία του ανεβάσματος προβάλλουν άψογα. Ιδιαίτερη μνεία στην ερμηνευτική και αισθητική υπεροχή.