Ντελικατέσεν
Επανέκδοση για το απολαυστικό και… γκουρμέ «Ντελικατέσεν» των Ζαν Πιέρ Ζενέ και Μαρκ Καρό που σχεδιάζουν μια ευφάνταστα δυστοπική μορφή της ανθρωπότητας.

Σε μια μελλοντική, μετα-αποκαλυπτική γαλλική πόλη, που υποφέρει από έλλειψη τροφής και ειδικά κρέατος, ένας περιπλανώμενος κλόουν βρίσκει δουλειά σε μια απόμερη πολυκατοικία. Έρχεται πιο κοντά με την κόρη του ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας και κρεοπώλη της γειτονιάς, που έχει τους δικούς του, ύποπτους τρόπους να προμηθεύεται κρέας για την πελατεία του. Η περιπέτεια των δύο νέων, θα αναστατώσει τις ζωές και των υπόλοιπων εκκεντρικών κατοίκων.
Η ταινίαΣτις αρχές τις δεκαετίας του 90, τα CGI κι οι κόμικ υπερήρωες ήταν ακόμα πολύ μακρινά για να επηρεάσουν το σινεμά του φανταστικού και το ζενρ του horror και οι κινηματογραφικές μεταφορές κόμικ απείχαν πολύ περισσότερο από το να αποτελέσουν ένα από τα κυρίως ρεύματα της τρέχουσας κυρίαρχης ποπ κουλτούρας.
Οι νέοι, τότε, κινηματογραφιστές, Μαρκ Καρό και Ζαν Πιερ Ζενέ, έχοντας γράψει ένσημα στη διαφήμιση και με κινηματογραφικές καταβολές στο σύμπαν του Τεξ Άιβερι και του «Μπραζίλ» του Γκίλιαμ (ο οποίος στήριξε και την παραγωγή της ταινίας από την πρώτη στιγμή), αλλά και στις σκοτεινές ταινίες του φανταστικού Ανατολικοευρωπαϊκής προελεύσεως όπως και στα «θρίλερ διαμερισμάτων» του Πολάνσκι, αποπειρώνται την πρώτη τους προσπάθεια στο μεγάλο μήκος. Συνεργάζονται με τον Γάλλο δημιουργό κόμικ Ζιλ Αντριέν στο σενάριο, τον Ιρανικής καταγωγής Ντάριους Κχάντζι, άγνωστο τότε διευθυντή φωτογραφίας μα πολύ σύντομα μεγάλο όνομα του χώρου, με ταινίες όπως τα «Εβίτα», «Panic Room», «Amour», «Uncut Gems», «Mickey 17», την Αλίν Μπονετό να ντεμπουτάρει στη σκηνογραφία, κάτοικο Χόλυγουντ πια κι αυτή («The Killer», «Wonder Woman») και τον πολύ Κάρλος Ντ’ Αλέσιο στη μουσική («India Song», «Vera Baxter»).

Το «Delicatessen» έμοιαζε να ξεπηδάει από ένα χάρτινο, στυλιζαρισμένο, «προχώ» κόμικ φαντασίας των δεκαετιών 70 και 80, όντας κι αυτό χειροποίητο κι αναλογικό. Κοκκώδης φωτογραφία βουτηγμένη στα πρασινοκίτρινης απόχρωσης σκοτεινά χρώματα, ρετρό-φουτουριστικά σκηνικά και κατασκευές, υπόγεια κι υπόνομοι, υγρασία και καταιγίδες, αρχετυπικά εφέ τρόμου, απειλητικά έγχορδα, οξυμένοι απρόσμενοι ήχοι και (παράξενο για γαλλική ταινία) ελάχιστος διάλογος. Ξεκάθαρα ένα φιλμ ατμόσφαιρας με δυνητικά απωθητικό horror υπόβαθρο (σε μια εποχή έλλειψης κρέατος, ένας χασάπης μηχανεύεται αυτό ακριβώς που φοβόμαστε για να εξυπηρετήσει τους πελάτες του) που εξισορροπεί προς την ελαφρότητα και το fun χάρη στο καταιγιστικό μαύρο χιούμορ, την ευρηματική, «ρευστή» κινηματογράφηση, τη συνολικά γκροτέσκα ατμόσφαιρα και το ρυθμικό μοντάζ στον τόνο της μουσικής της.
Ήταν η ατόφια Γαλλική φινέτσα σε συνδυασμό με ένα απολύτως επιτυχημένο κάστινγκ (ο πρωταγωνιστής Ντομινίκ Πινόν, πιο πριν πανκ «κακός» στη «Ντίβα» του Μπενέξ, πρόσφατα πρωταγωνιστής του Γιάννη Βεσλεμέ στην τελευταία ταινία του) που διεύρυναν τους ορίζοντες της ταινίας πέρα από το κοινό του horror και των κόμικ φαντασίας κι ανύψωσαν την ταινία πάνω από το αρχικό cult στην επικράτεια των σύγχρονων κλασικών του σινεμά του φανταστικού, ένας μύθος που συντηρείται μέσα στις δεκαετίες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού (και όχι μόνον).
Οι Καρό-Ζενέ, υπό μία έννοια, έπαιξαν στο γήπεδο των Αμερικανών του κινηματογραφικού μέλλοντος και εξακολουθούν να κερδίζουν. Συνέχισαν με την «Πόλη των Χαμένων Παιδιών» στο ίδιο ύφος και το μεγα-χιτ «Αμελί» στην πιο «φιλική προς τον θεατή» εκδοχή του. Το «Ντελικατέσεν» παραμένει η πιο εφευρετική, καινοτόμα, τολμηρή δημιουργία τους