Χώρα, σε Βλέπω: Οι επιτυχημένες προβολές κορυφαίων ελληνικών ταινιών επιστρέφουν στην Ταινιοθήκη
Η επιτυχημένη σειρά προβολών κορυφαίων ελληνικήν ταινιών του 20ου αιώνα, «Χώρα, σε Βλέπω», μια πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, επιστρέφει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος με ελεύθερη είσοδο.
Σενάριο: Λευτέρης Ξανθόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Σπύρος Νούνεσης | Μοντάζ: Σπύρος Προβής | Ήχος: Δημήτρης Αθανασόπουλος | Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Γ. Εμιρζάς ΕΠΕ.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Βραβείο Kαλύτερου Nτοκιμαντέρ, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1982.
Λίγα λόγια για το έργοΣτην υψηλότερη κορυφή της λοφοσειράς των Τουρκοβουνίων στην Αθήνα, τα πρώτα αυθαίρετα κτίσματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στη δεκαετία του ᾽50 εποικισμένα από οικογένειες άστεγων εσωτερικών μεταναστών σε αναζήτηση ενός μέρους το οποίο θα μπορούσαν να αποκαλέσουν σπίτι. Βασισμένη σε αφηγήσεις των κατοίκων της περιοχής, από τις περιπέτειες που τους οδήγησαν ως εκεί μέχρι τα πορτρέτα τους σε ένα ακόμα βασανισμένο και αβέβαιο παρόν, η ταινία ολοκληρώνει μια τριλογία μικρού μήκους ντοκιμαντέρ πάνω στο μεταναστευτικό ζήτημα από τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, μετά τα «Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» και «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα».
Με όπλο την ιδιότυπη καλλιτεχνική του γλώσσα και εντοπίζοντας την σκληρή αστική ποίηση στο
σινεμά τεκμηρίωσης, ο Ξανθόπουλος στοχάζεται πάνω στον ξεριζωμό και την φυγή. Το βλέμμα του είναι αφενός εστιασμένο πάνω στους ήρωές του μέσα σε μια Αθήνα που αλλάζει ραγδαία, και αφετέρου στο πλαίσιο μες στο οποίο κινούνται, από τις αντιστάσεις που συναντούν μέχρι την αντιπαραβολή με ένα λαβυρινθώδες αστικό τοπίο που ελλοχεύει στο περιθώριο του πορτρέτου που ζωγραφίζει. Ένα ντοκιμαντέρ φτιαγμένο με τα απολύτως αναγκαία υλικά, σμιλευμένο με ταπεινότητα και λεπτομέρεια πάνω σε πρόσωπα και σε τόπους, δομημένο σαν ένα δυσβάσταχτο κοινωνικό δράμα για μια ολόκληρη κοινωνία κρυμμένη από τα μάτια μας.
*Η ταινία παραχωρήθηκε από το Αρχείο Ταινιών της Διεύθυνσης Παραστατικών Τεχνών και Κινηματογράφου του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και έχει αποκατασταθεί και ψηφιοποιηθεί με δαπάνες του ίδιου του Υπουργείου. Η ταινία θα προβληθεί με αγγλικούς υπότιτλους, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στο πλαίσιο της δράσης «Χώρα, σε Βλέπω».
«Αθήναι» της Εύας Στεφανή | 1995 | 40´Διεύθυνση Φωτογραφίας: Εύα Στεφανή | Μοντάζ: Γκίντεον Μπόλτιν | Ήχος: Λαουρέντιου Καλσίου | Παραγωγή: The National Film & TV School.
Λίγα λόγια για το έργοΗ ζωή στον σταθμό Λαρίσης, μια ανοιξιάτικη βραδιά του 1995. Γυρισμένο κατά τη διάρκεια τεσσάρων εβδομάδων, όμως υιοθετώντας τη χρονολογική δομή μιας βραδιάς, το φιλμ αποτελεί μια πινακοθήκη προσώπων που συχνάζουν στον σταθμό: άστεγοι, φαντάροι, μετανάστες, ορίζουν έναν χώρο συνάντησης και συνύπαρξης διαφορετικών κόσμων. Η πτυχιακή ταινία της Εύας Στεφανή, όχι μόνο μας συστήνει μια καθοριστική φιγούρα του ελληνικού αβαν-γκαρντ, αλλά μας εισάγει και στον κόσμο του ντοκιμαντέρ παρατήρησης που υπηρετεί, επιτρέποντας στους χαρακτήρες της να καταλάβουν τον κινηματογραφικό χώρο που το σινεμά ευρείας κατανάλωσης συχνά τους αρνείται.
Η άσκηση της παρατήρησης δεδομένα επηρεάζει αυτό που παρατηρείται, όμως η Στεφανή περιπλανιέται στον χώρο, έρχεται σε επαφή με τα πρόσωπα ώσπου να εξοικειωθούν πλήρως με την εισβολή της κάμερας, δίνοντας τελικά στους σχεδόν αόρατους ήρωές της μια απόλυτη ελευθερία κίνησης και έκφρασης, κινηματογραφικά σχεδόν άφταστη. Με αυτό τον τρόπο καταλήγει να εξερευνά την ίδια τη διάσταση της αλήθειας μέσω της εικόνας, οδηγώντας τον θεατή να χαθεί σε έναν πραγματικό κόσμο, όπου απρόβλεπτοι άνθρωποι – κάποιοι από αυτούς περιθωριοποιημένοι – παίρνουν φωνή, ταξιδεύουν σε ανεξερεύνητες γωνιές του ψυχισμού τους και ορίζουν οι ίδιοι τον κόσμο τους. Η παρατήρηση, ως ταξίδι σε έναν άλλο τόπο- ταυτόχρονα οικείο αλλά και ανοίκειο. Ένας Σταθμός που νοηματοδοτείται από τους περιστασιακούς του κατοίκους.
*Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
Σενάριο: Λάκης Παπαστάθης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Θανάσης Νέτας | Μοντάζ: Θανάσης Ρεντζής | Μουσική: Μάνος Λοΐζος, Δόμνα Σαμίου (τραγούδι) | Παραγωγή: Cinetic.
Αφηγείται ο Θόδωρος Κατσαδράμης.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Mικρού Mήκους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1972.
Ολόκληρη η ζωή ενός μετανάστη, όπως την αφηγείται ο ίδιος μέσα από ένα δεματάκι από 120 καρτ-ποστάλ και φωτογραφίες, μετατρέπεται σε ντοκουμέντο ενός ολόκληρου εθνικού ξεριζωμού. Ο Αναστάσιος ξεκινάει από το Γύθειο το 1905, φτάνει στην Πάτρα και από εκεί με το υπερωκεάνιο ταξιδεύει στην Αμερική. Ζει εκεί εργαζόμενος σε εστιατόρια. Το 1930 γυρίζει στον τόπο του για να παντρευτεί γυναίκα από την πατρίδα του. Φεύγει μαζί της στην Αμερική, δημιουργούν οικογένεια με δυο παιδιά. Μετά τον εμφύλιο και την άνοδο στην εξουσία του στρατάρχη Παπάγου, επιστρέφουν οριστικά για να πεθάνουν στην Ελλάδα. Όλο το ντοκιμαντέρ στηρίζεται στις εικόνες από τις καρτ-ποστάλ και τις φωτογραφίες που έστελνε στο σπίτι του για πενήντα περίπου χρόνια. Πίσω από αυτές τις εικόνες, υπάρχει πάντα ένα κείμενο, το οποίο αποτέλεσε και το σπικάζ της ταινίας.
Ο Λάκης Παπαστάθης αποκρυπτογραφεί τη ζωή ενός μετανάστη μέσα από δικά του αναμνηστικά που κάπως, κάποτε, κατέληξαν σε ένα υπόγειο παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Μια ολόκληρη ζωή ξεχασμένη σε μια σκονισμένη στοίβα σε κάποιο παλιό ράφι; Στα χέρια του Παπαστάθη, γίνεται και κάτι ακόμα παραπάνω, καθώς η ταινία του μοιράζεται μοτίβα και κοινές αγωνίες για την «κακούργα ξενιτιά», για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες πίσω από την «κατάρα της Ελλάδας». Τα λόγια που έγραφε δεκαετίες πριν ο Αναστάσιος τυλίγουν με ζεστασιά και ευγένεια τις εικόνες του, ζωντανά κειμήλια ενός συλλογικού εθνικού πόνου. «Πονούσε το κορμί του από τον ξεριζωμό και στρεφόταν στις ρίζες του εδώ, για να βρει τα λόγια να το εκφράσει», λέει ο Παπαστάθης, καταφέρνοντας σε ένα σπουδαίο κινηματογραφικό ντοκουμέντο να αποτυπώσει την βιωματική νοσταλγία με τρόπο πρωτοποριακό όσο και βαθιά ανθρώπινο. Ταυτόχρονα, δίνοντας τον τόνο για ένα εμβληματικό και μονίμως ανήσυχο σύνολο έργου που θα ακολουθούσε, καθώς απλώνεται στις δεκαετίες.
*Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
Παραγωγός: Γιώργος Καρυπίδης | Σενάριο: Γιώργος Καρυπίδης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Θεόδωρος Μαργκάς.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Β’ Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1975.
Στη συνοικία Κρόιτσμπεργκ του Δυτικού Βερολίνου ζουν ξένοι εργάτες, Έλληνες και Τούρκοι οι οποίοι αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον, ενώ παράλληλα προσπαθούν να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα. Η ζωή, τα προβλήματα και η συλλογική πολιτική δράση των γκασταρμπάιτερ γίνεται αντικείμενο εξερεύνησης στο σπουδαίο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Καρυπίδη, ο οποίος για ένα διάστημα είχε κι ο ίδιος ζήσει και εργαστεί ως σκηνοθέτης στο Βερολίνο για τη δημόσια τηλεόραση SFB.
Δημιουργός με βαθιά γνώση της διαρκώς εξελισσόμενης διεθνούς κοινωνικοπολιτικής συνθήκης, ο Καρυπίδης, έχοντας παράλληλα δουλέψει και σπουδάσει σε διαφορετικές χώρες, διέθετε όλα τα αναγκαία εργαλεία για ένα σινεμά διεθνιστικό, με ανοιχτές κοινωνικές κεραίες. Είτε μέσα από ντοκιμαντέρ είτε μέσα από τα μετέπειτα κλασικά του νουάρ, η κοινή γραμμή πάντοτε επιστρέφει σε καταστάσεις και σε ήρωες που κουβαλάνε το υπαρξιακό τους βάρος με ένα ελπιδοφόρο βλέμμα στο μέλλον. Σε αυτό το έξοχο δείγμα κοινωνικού ντοκιμαντέρ, μακριά από την οποιαδήποτε απόπειρα αφηγηματικής και συναισθηματικής ευκολίας, ο Καρυπίδης συλλαμβάνει κάτι από τη συλλογική αγωνία ολόκληρων γενεών που βρέθηκαν ξεριζωμένες.
*Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
«Το Άλλο Γράμμα» του Λάμπρου Λιαρόπουλου | 1976 | 72´Παραγωγός: Λάμπρος Λιαρόπουλος | Σενάριο: Λάμπρος Λιαρόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Σταύρος Χασάπης | Μοντάζ: Ανδρέας Ανδρεαδάκης | Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Αφηγείται ο Κώστας Καστανάς.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Β´ Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Βραβείο Φωτογραφίας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1976.
Λίγα λόγια για το έργο«Μου ζητάς να σου πω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αρχή, γίνεται κάθε στιγμή και το τέλος δε χωράει στην οθόνη που βλέπεις». Τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη Λάμπρου Λιαρόπουλου γίνονται νοηματική άγκυρα ενός στυλιστικά φιλόδοξου μα πάνω απ’ όλα δυσβάσταχτα προσωπικού, υβριδικού φιλμικού ντοκουμέντου, όπου η πόλη, η χώρα, οι εποχές, οι πολιτικές μετεξελίξεις διαπλέκονται ως ένα με το σινεμά του δημιουργού. Η ταινία, η πρώτη και τελευταία μεγάλου μήκους ενός σκηνοθέτη που έφυγε τραγικά νωρίς αφήνοντας ένα μικρό σύνολο έργου πίσω του (ή, όπως έλεγε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, «μάλλον ο όγκος του έργου του Λιαρόπουλου ήταν αρκετά μεγάλος, αλλά φαίνεται πως τον αγνοούσαν ακόμη και οι συνάδελφοί του»), αποτελεί μια αυτοβιογραφική καταγραφή όσο και ένα σχόλιο πάνω στην κρίσιμη δεκαετία 1965-1975, για τον χρόνο που σμιλεύει, δημιουργεί, καταστρέφει, για τον κόσμο γύρω μας που αλλάζει, για την Αθήνα και την Ελλάδα.
Ξεκινά ως δοκίμιο σε πρώτο πρόσωπο με τον Λιαρόπουλο να εξηγεί πως «η ταινία που γυρίζουμε δεν έχει υπόθεση ούτε ηθοποιούς. Πρωταγωνιστής είναι ο χρόνος που έρχεται και φεύγει και ο κόσμος γύρω μας που αλλάζει. Ο κόσμος αυτός είμαστε όλοι μας, με τη δουλειά μας, με τους ανθρώπους που αγαπούμε, με τα παιδιά μας. Είναι τα σπίτια μας, είναι η πόλη που ζούμε, είναι η χώρα μας. Η κινηματογραφική μηχανή γράφει εικόνες από την καθημερινή ζωή και αποτυπώνει πάνω στο φιλμ τη σημασία τους». Στο φιλμ ενσωματώνει τις δύο μικρού μήκους του, το «Γράμμα από το Σαρλερουά» που γύρισε το 1965 όταν ακόμα δούλευε ως βοηθός του Ανρί Λανγκλουά στη Γαλλική Ταινιοθήκη και το «Αθήνα Πόλη Χαμόγελο» που γυρίστηκε το 1967 αμέσως πριν την έλευση της δικτατορίας. Αυτές οι εικόνες δεμένες όλες μεταξύ τους, θα αποτελέσουν μια καθηλωτική προσπάθεια του σκηνοθέτη να μιλήσει για τη σχέση του με μια χώρα καθώς προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια νέα δεκαετία, μια νέα εποχή. Τη σχέση του, και τη σχέση τελικά όλων μας, με την ζωή και με τον ίδιο μας τον τόπο.
*Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
* Είσοδος ελεύθερη με δελτία εισόδου. Θα διατίθενται δωρεάν την ημέρα κάθε προβολής, 30’ πριν την έναρξη κάθε ταινίας, στα ταμεία της Ταινιοθήκης.
Για την είσοδο του κοινού στην Ταινιοθήκη απαιτείται η επίδειξη έγκυρου πιστοποιητικού εμβολιασμού ή πιστοποιητικού νόσησης. Η είσοδος γίνεται με τη χρήση μάσκας τόσο κατά την προσέλευση όσο και κατά την διάρκεια των προβολών και σύμφωνα με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ.
ΧΩΡΑ, ΣΕ ΒΛΕΠΩ– Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΙΝΕΜΑ / επιμέλεια δράσης (ΕΑΚ): Σύλλας Τζουμέρκας, Ελίνα Ψύκου / συνεπιμέλεια προγράμματος, επιμέλεια έκδοσης και εκπαιδευτικού υλικού: Αφροδίτη Νικολαΐδου, Δημήτρης Παπανικολάου / γενικός συντονισμός δράσης (ΕΑΚ): Φαίδρα Βόκαλη / επιμέλεια ψηφιοποίησης και αποκατάστασης: Γιάννης Βεσλεμές / εργαστήρια εικόνας: ANMAR FILM LAB, STEFILM, AUTHORWAVE / εργαστήριο ήχου: KVARYBOSOUND MFC / συντονισμός παραγωγής: Ιωάννα Ραμπαούνη / βοηθός συντονισμού: Βάιος Γαλάνης / νομική σύμβουλος: Μαρίνα Μαρκέλλου / γραφιστικά: Νίκος Πάστρας, TALC / υπεύθυνη επικοινωνίας: Νατάσσα Πανδή / social media manager: Γιώργος Παππάς, Δημήτρης Τσακαλέας / συνόψεις ταινιών: Θοδωρής Δημητρόπουλος / συντονισμός φεστιβάλ: Σταύρος Μαρκουλάκης / συντονισμός έκδοσης: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου / μεταφράσεις έκδοσης: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Michael Eleftheriou, Δέσποινα Παυλάκη, Κώστας Σκορδύλης / υποτιτλισμός & μεταφράσεις ταινιών: AUTHORWAVE / έξτρα μεταφράσεις ταινιών: ΝΕΑΝΙΚΟ ΠΛΑΝΟ, STORYTELLER