Συν & Πλην: «Η νύχτα της κουκουβάγιας» στην Κάμιρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Η νύχτα της Κουκουβάγιας» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αγαρτζίδη και Δέσποινας Αναστάσογλου που ανεβαίνει στην Κάμιρο.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο Γιώργος Διαλεγμένος γράφει για τον αγαπημένο του σκηνοθέτη, τον Λευτέρη Βογιατζή. Ήταν το δεύτερο έργο που θα του παρέδιδε και το οποίο θα ανέβαινε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, το χειμώνα του 1998.
Στη «Νύχτα της Κουκουβάγιας» ο συγγραφέας αφηγείται μιαν ιστορία που συμβαίνει στην περιοχή του «ανάμεσα»· ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Ήρωας του ο Ίων Τοπούζογλου, υπάλληλος στο τμήμα απολεσθέντων οστών ενός δημόσιου νεκροτομείου. Τον έχουν βρει τα γεράματα- φλερτάρει και ο ίδιος με το θάνατο – κι όμως επιμένει να ταξινομεί τα τελευταία ίχνη της ανθρώπινης ύπαρξης σε κουτάκια.
Δεν θ’ αργήσει η στιγμή που και ο ίδιος θα βάλει υποψηφιότητα για τον κόσμο των νεκρών. Ένα έμφραγμα τον οδηγεί στην Εντατική, εκεί όπου στο πέρασμα του από τη ζωή στο θάνατο θα συναντήσει ξανά την αδικοχαμένη μητέρα του και θα γυρίσει πίσω για να σκαλίσει ένα παλιό, μεγάλο τραύμα. Ο Ίων ταξιδεύει πίσω στο 1939, παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σ’ ένα φιλικό σπίτι στον Πειραιά. Είναι η βραδιά που η ερωμένη και τρελά ερωτευμένη μαζί του, Πελαγία (παντρεμένη με τον καλύτερο του φίλο, Αλέξανδρο) αποφασίζει να αποκαλύψει τον παράνομο δεσμό τους, στο περιθώριο μιας οικογενειακής γιορτής.
Όλα τα έργα του Γιώργου Διαλεγμένου διακρίνονται από μια γοητευτική τρέλα και αποτελούν την έκφραση μιας μανικής σχέσης με τη γλώσσα. Έτσι και «Η Νύχτα της Κουκουβάγιας» αποτελεί τεκμήριο του ίδιου συγγραφικού νεύρου και παρορμητισμού που πότε εκτονώνεται μέσα από μια ρεαλιστική συνθήκη και πότε μέσα από ένα εξπρεσιονιστικό φορμάτ.
Ο Διαλεγμένος, ακροβατώντας ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, μιλάει για την δίνη μιας αδιάφορης ζωής που αναγκάζει τον άνθρωπο να προδώσει τον εαυτό του και τους άλλους. Ο θάνατος, ως ύστατη στιγμή κρίσης, είναι η ευκαιρία του να αναλογιστεί τα πεπραγμένα του, τους συμβιβασμούς, τις επιλογές του και να ξαναδεί από ψηλά, από απόσταση τον εαυτό του. Ο Ίων ζει την αναμέτρηση με το υπαρξιακό σκοτάδι, όπως ακριβώς κάνει και μια κουκουβάγια.
Την ίδια ώρα, το έργο αναβιώνει μια εποχή στα πρόθυρα του θανάτου και του σκότους. Η γερμανική εισβολή είναι προ των πυλών, η οικογένεια του Ίωνα έχει στους κόλπους της τα δικά της φασιστοειδή, πρόσωπα που ετοιμάζονται ν’ αφήσουν τραύματα στις ψυχές άλλων και άλλων…
Το έργο ανέβηκε για πρώτη και τελευταία – μέχρι σήμερα – φορά, από τον Λευτέρη Βογιατζή με τον ίδιο να σκηνοθετεί και να υποδύεται τον κεντρικό ρόλο. Ήταν το δεύτερο κείμενο του Γιώργου Διαλεγμένου που φιλοξενούσε το Κυκλάδων καθώς επτά χρόνια αργότερα θα ακολουθούσε το «Bella Venezia». Η σκηνοθεσία των Αγαρτζίδη – Αναστάσογλου σηματοδοτεί μια ακόμα ‘πρεμιέρα’ για την «Νύχτα της κουκουβάγιας» που αποσύρεται από το σκοτάδι και ξαναβγαίνει στο φως της σκηνής.
H παράστασηΗ επάνοδος της «Νύχτας της Κουκουβάγιας» στη σκηνή είναι από μόνη της ένα γεγονός, αφού ο Γιώργος Διαλεγμένος έχει σταθεί αρνητικός σε πολλές προτάσεις ανεβασμάτων των κειμένων του. Στη νέα αυτή, υψηλής αφαίρεσης, απόπειρα των Αγαρτζίδη – Αναστάσογλου χαίρει της φροντίδας και της ευαισθησίας που χρειάζεται ένα τέτοιο ιδιότυπο έργο. Και παρά τις αντιφάσεις στη διαχείριση του παραστασιακού ρυθμού, ζωντανεύουν οι ποικίλες ποιότητες του που αντλούν από τον νατουραλισμό, την ποίηση, την ονειρική και μεταφυσική διάθεση. Σε αυτό συμβάλλει αποφασιστικά η συνοχή της πρωταγωνιστικής ομάδας.
Τα Συν (+) Η σκηνοθεσίαΑν και έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από την πρώτη τους σκηνοθετική απόπειρα, οι Elephas Tilensis – δηλαδή ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου – φαίνεται πως έχουν μπει σε μια νέα φάση αναζήτησης, αναφορικά με τις ποιότητες επικοινωνίας με το κοινό τους. Έχοντας την «Σεροτονίνη» ως σημείο αναφοράς – που παρουσίασαν στο πρώτο μέρος της σεζόν – και τώρα με την «Νύχτα της Κουκουβάγιας», συνδιαλέγονται με πιο αφαιρετικά μέσα αφήγησης.
Στην δεύτερη περίπτωση, έχοντας στα χέρια τους, ένα σημαντικό έργο, αξιοποιούν το γεγονός πως κινούνται σε σταθερές ράγες· και αν υιοθετούν μια μεταδραματικότητα είναι ως μια αφορμή για παίγνιο παρά ως σκηνοθετική θέση. Έτσι, παρακολουθούν με προσοχή τις εναλλαγές δραματικότητας – γελοιότητας, ρεαλισμού – εξπρεσιονισμού στο έργο του Διαλεγμένου και δεν χάνουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν κάποιες ωραίες εικόνες και ατμόσφαιρες. Συνάμα, δίνουν έμφαση στο λόγο και μέσα από αυτόν προκύπτουν καθαροί οι βασικοί χαρακτήρες.
Μπορεί να είναι λίγα τα σκηνικά αντικείμενα της παράστασης – μια λευκή μπανιέρα, ένα παραβάν από ημιδιάφανο πλαστικό που συναντά κανείς σε χώρους «συντήρησης» (από ψυγεία έως νεκροτομεία) κι ένα ταβάνι από πλανήτες – ωστόσο οργανώνουν μια σκηνική εγκατάσταση (Λυδία Ανδριώτη) με σημειολογικό ενδιαφέρον.
Από τη μια, η μπανιέρα ως λουτήρας νεκρών, από την άλλη τ’ αστέρια ως μάρτυρες της νύχτας στην ψυχή των ηρώων έχουν λειτουργικά αλλά και συμβολικά καθήκοντα: Σκιαγραφώντας αυτόν τον ‘απερίγραπτο’ τόπο μετάβασης. Σε συνδυασμό δε, με τους ψυχρούς φωτισμούς (Ναυσικά Χριστοδουλάκου) που σχολιάζουν το απόκοσμο της πλοκής, συνθέτουν έναν ενδιαφέρον χώρο στην, χωροταξικά, δύστροπη «Κάμιρο».
Παρότι η πλοκή του έργου περιστρέφεται γύρω από τρεις βασικούς χαρακτήρες, συναντά κανείς καλές στιγμές σε όλη την ομάδα των ηθοποιών αλλά και στην λειτουργικότητα τους ως σύνολο.
Ξεχωρίζει ο Έκτορας Λυγίζος που δεν κρατά συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο – καθώς σχεδόν πάντα σκηνοθετεί. Στο ρόλο του Ίωνα Τοπούζογλου πετυχαίνει να εμβαθύνει στην ιδιαίτερη φύση του ήρωα του, ο οποίος δεν ζει παρά μόνο μέσα από τις αναμνήσεις του σώματος του σε κώμα. Και απηχεί την φοβερή ανθρώπινη αντίφαση: Από την μια, την άρνηση του ανθρώπου ν’ αγκαλιάσει το θάνατο και από την άλλη τον φόβο του να ζήσει χωρίς δεσμεύσεις όσο έχει σάρκα και οστά.
Στο ρόλο της Πελαγίας (στην πρώτη παράσταση τον είχε υποδυθεί η Μαρία Σκουλά) διακρίνουμε (στην πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση) την Παρασκευή Δουρουκλάκη για την φλόγα με την οποία ερμηνεύει τον ερωτικό πόθο μιας γυναίκας, ο οποίος ομοιάζει με τον θάνατο. Περισσότερη εμβάθυνση χρειάζεται στην, μετά θάνατον, εμφάνιση της.
Δυναμική και απελπισμένη η ερμηνεία του Δημήτρη Αγαρτζίδη στο ρόλο του απατημένου Αλέξανδρου, ο οποίος στην λεκτική αντιπαράθεση με τον Ιώνα/Έκτορα Λυγίζο, επιφυλάσσουν μια από τις πιο ωραίες σκηνές της παράστασης.
Η Θεοδώρα Τζήμου, που αριστεύει στις πιο μετατοπισμένες αφηγήσεις, είναι απολαυστική στο ρόλο του θείου Βάκη ενώ φέρει λιγότερη ενέργεια στο ρόλο της μητέρας του Ίωνα. Το σύνολο συμπληρώνουν με χάρη η Δέσποινα Αναστάσογλου και η Μαρία Γκιώνη σε μικρότερους ρόλους, αλλά στο ίδιο ερμηνευτικό ύφος.
Χάριν, ίσως, οικονομίας χρόνου ή αποτυχημένου ‘μοντάζ’ κάποιες μεταβάσεις από τη μία σκηνή δράσης στην επόμενη δεν γίνονται με καθαρό τρόπο, δημιουργώντας σύγχυση στην παρακολούθηση της εξέλιξης του έργου. Κι άλλοτε, γίνονται μ’ έναν πιο χαλαρό, από τον επιθυμητό, ρυθμό προκαλώντας μικρά κενά στην αφήγηση.
Τα προβλήματα στον ήχοΗ τοποθέτηση κάποιων σκηνών στην άκρη του μακρόστενου χώρου (όπου φιλοξενείται η Κάμιρος) ακούγονται αχνά ή καθόλου, με αποτέλεσμα να χάνονται πολύτιμες στιγμές από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Ειδικά προς το φινάλε του έργου.
Το άθροισμα (=)Αφαιρετική αλλά και ευρηματική ανάγνωση στο έργο – μύθος του Γιώργου Διαλεγμένου που υποστηρίζεται από ένα συνεκτικό σύνολο ερμηνειών.